Η τελευταία “γειτονιά της” Αθήνας; Όχι ακριβώς γιατί περισσεύουν τα εισαγωγικά στην προκειμένη περίπτωση. Γειτονιά κανονική, με την αγαπησιάρικη και πραγματική της έννοια.
Τρεις δρόμοι που όλοι γνωρίζονται μεταξύ τους, οικογένειες ριζωμένες πάππου προς πάππου που κατοικούν από πάντα εδώ, ένας κόσμος κλειστός κι αδιασάλευτος στα χρόνια. Τόσο, που πωλητήριο, ενοικιαστήριο κανένα, ποιος άλλωστε να ‘ρθει να ζήσει στην “μοναδική συνοικία που δεν έχει αποχετευτικό σύστημα ακόμη” πράγμα που ακούγεται σε κάθε προεκλογική δημοτική περίοδο. Μια αναφορά στην τιβί, σαν ένα σημείο παρακατιανό, πράγμα άδικο μιας που δεν είναι και τόσο έτσι όταν το επισκέπτεσαι.
Φαινομενικά, ναι, μια συνοικία απ’ την φτωχή Αθήνα του ’50. Σπίτια χαμηλά, με το τίποτα φτιαγμένα, μόνο με τσιμέντο και το μυστρί του νοικοκύρη. Τέρατα θα λεγαν οι αρχιτέκτονες που θα έφριτταν με τις φόρμες. Αλλά εδώ άλλα σε έλκουν: οι γεμάτες αυλές με λουλούδια, τα παιδιά που παίζουν χωρίς έννοιες στους δρόμους κι η απολαυστική ησυχία για τα αθηναϊκά δεδομένα.
Μέναμε χρόνια στην Ιερά Οδό, ο άντρας μου δούλευε στον Πανόπουλο στην Ιερά Ελιά, έφτιαχναν χασαπόχαρτο. Μετά το εργοστάσιο το έδωσαν στους Γερμανούς, μεταφέρθηκαν στην Πάτρα και ερήμωσε η Ιερά Οδός. Εδώ χτίσαμε το 1973, δεν θέλαμε να φύγουμε μακριά. Ήταν μια περιοχή έρημη, χωρίς τίποτα, ήταν μόνο εργοστάσια που έβγαζαν τσιμέντα και τσιμεντόλιθους. Ζήσαμε καλές μέρες που έδιναν δουλειά, φτιάξαμε το βιος μας και νοικοκυρευτήκαμε. Μετά τα εργοστάσια άρχισαν να κλείνουν ένα-ένα, χάθηκαν οι δουλειές και τώρα όλοι εδώ είναι συνταξιούχοι. Ο σύζυγός μου πέθανε και ετοιμάζομαι να πάω κι εγώ να τον βρω. Όλα έρχονται στον άνθρωπο, τα πάντα είναι καθοδόν. Η περιοχή ονομάζεται Μαρκόνι, πήρε το όνομά της από τον ασύρματο της ναυτικής βάσης που είναι εδώ παραδίπλα. Έχει μόνο μονοκατοικίες και είναι ωραία γειτονιά, με ανθρώπους λογιών-λογιών, καλούς και κακούς. Η κακία δεν σβήνει, την κουβαλάς μαζί σου κι εδώ και στον άλλο κόσμο, δεν σβήνει ποτέ. Μια ζωή έχω δουλέψει και μέχρι πρόσφατα δούλευα, αλλά έπαθα ένα ατύχημα και σέρνομαι. Έδερναν οι χρυσαυγίτες τους Πακιστανούς και βγήκα εγώ η ηλίθια να αναλάβω, να τους υπερασπιστώ. Μου έσπασαν το αμάξι και δεν είχα να πάω στη δουλειά, έτσι μπήκα στο αμάξι της φίλης μου να με πάει, γιατί φοβόμουν να μην χάσω το μεροκάματο. Στο δρόμο δεν πρόσεξε, δεν ήξερε να οδηγήσει, πήγε απότομα από αριστερά στα δεξιά για να πάρει τη στροφή, ντεραπάρησε το αμάξι και έσπασα την κλείδα μου, την ωμοπλάτη. Από τότε έγινα άχρηστη. Μετά με έσυρε κι ένας γύφτος να μου πάρει την τσάντα, κι έγινα ακόμα χειρότερα. 35 χρόνια οδηγούσα, από το 1978. Το 1976 είχε κάνει μια πλημμύρα, καταστροφή, και δεν μπορούσα να έρθω με μέσο από τον Πειραιά στην Αθήνα, όλη τη διαδρομή την περπάτησα. “Έτσι είσαι;” λέω, “θα βγάλω κι εγώ ένα ΙΧ!”. Και το έβγαλα. Πήρα το δίπλωμα το 1978 και με φάγανε λάχανο το 2013. Ακριβώς 35 χρόνια, να ’μουνα επαγγελματίας οδηγός θα είχα πάρει σύνταξη! Κάθομαι εδώ και λιάζομαι και περιμένω να έρθει η ώρα μου, καμιά φορά έρχεται και ο γείτονας απέναντι και καθόμαστε, γιατί δεν δουλεύει ο καημένος. Ήταν ο Κότζακ. Δούλευε ως ηθοποιός στη Λάμψη, έκανε τον προστάτη του Γιάγκου». Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν / LIFO Πηγή: www.lifo.gr
Ένας άλλος κόσμος 3 στάσεις απ’ το Σύνταγμα. Μια κρυψώνα να χαθείς απ’ την κανονική σου ζωή, και να βολτάρεις με την ελαφράδα του περαστικού στο άγνωστο, παρέα με τα βλέμματα των γειτόνων που πουθενά αλλού δεν είναι τόσο απορημένα κι έντονα. «Τι να θέλει αυτός εδώ;»
Πως πας:
Μετρό Ελαιώνας, παίρνεις τον δρόμο προς τα πάνω, οδός Μαρκόνι (όχι στην κάτω πλευρά -Αγ. Άννης- που θα δεις πολλά έργα. Στη γωνία της Βάσης του Ναυτικού μπαίνεις δεξιά.
πηγή : www.athnesmagazine.gr-www.lifo.gr
Σχετικά