Δεν είναι η πρώτη φορά που σφαζόμαστε για τα αυτονόητα, τραβολογώντας τα ο καθείς προς το μέρος του. Σημάδι και αυτό ότι δεν συμφωνούμε ούτε καν για το ποια είναι τα αυτονόητα, αφού κάθε πλευρά, κάθε παράταξη ή ομάδα (πολιτική, αθλητική, λογοτεχνική, φιλοτελιστική κ.ο.κ.), κάθε άτομο εντέλει, τα βλέπει με το δικό του πρίσμα· από την οπτική γωνία των δικών του επιθυμιών και συμφερόντων.
Ισως γι’ αυτό άλλαξε με τα χρόνια το νόημα της λέξης «βλέψις», χάνοντας τη γενετική ουδετερότητά του. Αν στα αρχαία σήμαινε απλώς την όραση, την «ενέργεια του βλέπειν», στις μέρες μας η λέξη, που απαντά μόνο στον πληθυντικό, δηλώνει τις επιδιώξεις, τους στόχους. Και οι επιδιώξεις συνδέονται με μεθοδεύσεις, ίντριγκες, πλαγιοκοπήσεις, κρυφές απειλές, ταξίματα κτλ.· δεν είναι λοιπόν σημασιολογικά ουδέτερες και άμοιρες σκοπιμοτήτων.
Στην πολιτική γίνεται ό,τι επικρατεί στα γήπεδα – αν και δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ποιος είναι ο δάσκαλος εδώ και ποια τα μαθητούδια. Η απόφασή σου για το αν αυτό που συμβαίνει μπροστά στα μάτια σου είναι πέναλτι ή όχι, δεν έχει την παραμικρή σχέση με αυτό που βλέπουν τα μάτια σου, με το πόσο καθαρή εικόνα έχεις από τη θέση σου στην κερκίδα ή στον καναπέ. Για το πρόσημο της φάσης έχεις γνωματεύσει πριν καν συμβεί. Από τη στιγμή που διάλεξες να ταυτιστείς με κάποια φανέλα-ιδέα, είσαι σίγουρος πως οι δικοί σου αμυντικοί δεν κάνουν ποτέ πέναλτι, οι δε επιθετικοί σου δεν κάνουν ποτέ θέατρο. Κατά συνέπεια, στη δική σου μεγάλη περιοχή όλα τα μαρκαρίσματα είναι πεντακάθαρα, σχεδόν ευγενικά· στη δε μεγάλη περιοχή των αντιπάλων κάθε πέσιμο είναι καραμπινάτο πέναλτι.
Στον αγωνιστικό χώρο της πολιτικής τώρα, οτιδήποτε πράττουν οι αντίπαλοί σου είναι αναμφίλεκτα και εκ προοιμίου φάουλ. Αντίθετα, ο δικός σου λόγος είναι πάντοτε νηφάλιος και μετρημένος και οι πράξεις σου τίμιες. Ζήτημα οπτικής γωνίας και πάλι. Με αποτέλεσμα την έκπτωση των αυτονοήτων, την ακύρωσή τους. Οπως του αυτονοήτου ότι κανείς δεν έχει πάντα δίκιο· ότι όλοι φαλτσάρουν κάποια στιγμή. Ή του αυτονοήτου που αφορά τη σημασία της λέξης «βουλευτής».
Η αλήθεια είναι πως η επίδικη λέξη (ή μάλλον το δημόσιο αξίωμα που προσδιορίζει) αντιμετωπίστηκε από πολύ νωρίς με προκατάληψη, που προφανώς τη γέννησαν πράξεις απαράδεκτες για το επάγγελμα του βουλευτή (οι ίδιοι οι βουλευτές εξακολουθούν να το χαρακτηρίζουν λειτούργημα, όπως δα κι εμείς οι δημοσιογράφοι, πιστεύοντας υπερβολικά στην εξευγενιστική δύναμη της γλώσσας). Η προκατάληψη αυτή, που, δυστυχώς, οδηγεί συχνά στη σαρωτική απαξίωση του πολιτικού συστήματος εν γένει, έχει παραγάγει και τα λογοπαικτικά της πειράγματα. Στις μέρες μας πολλοί συνοψίζουν την καταδικαστική άποψή τους για το βουλευτιλίκι στη λέξη «βολευτής» (εκ του «βολεύομαι», αλλά και του «βολεύω»). Οσο για την αρχαιότητα, στη χολή του Αριστοφάνη πρέπει να προσθέσουμε το δηλητήριο που περιέχουν δύο αδέσποτα σκωπτικά επιγράμματα της «Παλατινής Ανθολογίας», που λογοπαίζουν με τα ρήματα «βουλεύειν» και «δουλεύειν». Το ένα απευθύνεται σε κάποιον Αγαθίνο, που μάλλον δεν τιμούσε το όνομά του: «Βουλεύεις, Αγαθίνε· το βήτα δε τούτ’ επρίω νυν, / ειπέ, πόσης τιμής; Δέλτα γαρ ην πρότερον». Μεταφράζω: «Εγινες, Αγαθίνε, βουλευτής· σε ποια τιμή, για πες μου, / το αγόρασες το βήτα; Δέλτα ήταν πριν». Αφού αγόρασες το αξίωμά σου –ιδού το ηθικόν δίδαγμα– δεν μπορεί παρά να εξαγοραστείς. Κάπως έτσι ενδίδουν πολλοί και στον καιρό μας, όχι μόνο στην Ελλάδα: είναι τόσα τα έξοδα για να μπεις στη Βουλή (ή, αλλού, για να εκλεγείς γερουσιαστής ή και Πρόεδρος), ώστε στο τέλος σε πνίγουν τα χρέη. Και παρά τη συνδρομή των κρυφών «χορηγών», υιοθετείς εκβιαζόμενος μια κάπως εξατομικευμένη σημασία της λέξης «χρέος»· την οποία πάντως συνεχίζεις να μηρυκάζεις μετά στομφώδους μανίας.
Το αυτονόητο της λέξης «βουλευτής» θα το αναζητήσουμε φυσικά στην ετυμολογία της, που ούτε σκοτεινή είναι ούτε στηρίζεται σε κάποιον αμάρτυρο τύπο. Η σχεδόν απτή ρίζα, όπως ξέρουμε, είναι το ρήμα βουλεύω/βουλεύομαι, που σημαίνει «σκέπτομαι, κρίνω, συσκέπτομαι προς λήψιν μέτρων, σχεδιάζω και εν τοις παθητικοίς χρόνοις ορίζω ή αποφασίζω μετά την σκέψιν». Στην ουσία δηλαδή το λεξικό (το Λίντελ – Σκοτ) απλώνει μπροστά μας τον χάρτη της καθόλου πνευματικής μας δραστηριότητας. Ιδού ο άνθρωπος, μας λέει, ιδού τι ο άνθρωπος: το ον που μπορεί να σκέφτεται, να κρίνει και να διακρίνει, να σχεδιάζει και να αποφασίζει, αφού πρώτα υπολογίσει ποικίλες παραμέτρους, αφού θυμηθεί και προβλέψει. Δηλαδή ιδού ο βουλευτής.
Ή μήπως όχι; Μάλλον όχι, αν συνεκτιμήσουμε όσα συμβαίνουν στη μνημονιακή περίοδο, όπου τίποτε πιο συνηθισμένο από βουλευτές που ψηφίζουν «όχι» το πρωί στην τηλεόραση και «ναι» το βράδυ στη Βουλή, αυτοακυρούμενοι· από βουλευτές που τρέμουν την ευθύνη που απορρέει από το αξίωμά τους (δηλαδή από την ψήφο των πολιτών που τους δώρισε αυτό το αξίωμα) και τρέχουν να καλυφθούν από την κομματική αιγίδα. Στο αρχηγικό κομματικό μας σύστημα ο βουλευτής εννοείται μακριά από τη ρίζα του και έξω από την ετυμολογία του, με εξαρχής απαλλοτριωμένο το δικαίωμά του να στοχάζεται. Αλλά δεν πρόκειται απλώς για δικαίωμα. Είναι υποχρέωσή του να σκέφτεται, να τιμά την ουσία της ιδιότητάς του. Αλλιώς καταντάει δορυφορίσκος, δίχως βουλή και βούληση. Ετσι όμως εκπίπτει του αξιώματός του. Και μολονότι συνεχίζει να ψηφίζει, να μισθοδοτείται, να ρουσφετολογεί, στην πραγματικότητα είναι ήδη τιτουλάριος.
Μία στο τόσο πάντως η καλοσύνη των αρχηγών, οι σκοπιμότητές τους δηλαδή, εκχωρεί στους βουλευτές το δικαίωμα να ψηφίσουν «κατά συνείδηση». Συμβατικά, αυτό σημαίνει ότι το κόμμα δεν έχει ή δεν θέλει να έχει επίσημη γραμμή, γιατί έτσι το συμφέρει, οπότε τα μέλη της κοινοβουλευτικής του ομάδας μπορούν επιτέλους να αποφασίσουν μόνα τους, ελεύθερα, πώς θα χρωματίσουν την ψήφο τους. Επί της ουσίας, το τέχνασμα της «κατά συνείδηση ψήφου» δηλώνει ότι συνήθως οι βουλευτές ψηφίζουν με εμφυτευμένη συνείδηση και ότι η αυθεντική συνείδηση αντιμετωπίζεται σαν κυριακάτικη πολυτέλεια, σαν κάτι ξεχωριστό από τη σκέψη και την κρίση. Σαν ένα εξάρτημα που μπορείς να το πάρεις μαζί σου βγαίνοντας ή να το αφήσεις στο σπίτι, σαν γραβάτα ή ρολόι. Ή μάλλον ούτε καν αυτό το δικαίωμα δεν έχεις, αφού το ελεύθερο να φορέσεις το ρολόι-συνείδηση θα σου δώσουν οι άλλοι. Τίποτα πιο άνοστο όμως από τη δοτή ελευθερία. Και πιο επισφαλές.
Άρθρο του Παντελή Μπουκάλα από την Έντυπη έκδοση της εφημερίδας “Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ”
Οι αναδημοσιεύσεις Άρθρων Γνώμης , δεν απηχούν κατ’ ανάγκη και τις απόψεις της Ομάδας foroline-ADC.
Διαβάστε επίσης το πιο δημοφιλές άρθρο στο site μας τη εβδομάδα που πέρασε
Το Άρθρο μας