Στάθηκα μπροστά στην καρατομημένη Λέλα Καραγιάννη, στην οδό Τοσίτσα. Το περίγραμμα του ακέφαλου μπούστου εξείχε ανάμεσα στις νεραντζιές, σαν μαρμάρινο ξόανο. Ομως, η αίσθηση αυτού του βανδαλισμού ήταν σε διάσταση με την άσπιλη, λευκή βάση, όπου μπορούσε κάποιος να διακρίνει δαφνοστολισμένο το όνομα.
του Νίκου Βατόπουλου
Συγκράτησα αυτήν την εικόνα ως συλλέκτης εφήμερων θραυσμάτων της πόλης και κοίταξα ολόγυρα. Ηταν πρωί ακόμη και είχα το φως κόντρα εάν κοιτούσα προς την Μπουμπουλίνας, ενώ η οδός Πατησίων ήταν λουσμένη στον ήλιο, με το Ακροπόλ Παλάς να ξεχωρίζει σαν κίτρινος πύργος. Η ερημιά εκείνη την ώρα με το άρωμα της νοτισμένης χλόης συνηγορούσε υπέρ μιας συνθήκης γαλήνης, αλλά δεν υπήρχε τίποτε γαλήνιο στην οδό Τοσίτσα εκείνη την ώρα. Εβλεπα μπροστά μου το αθηναϊκό «ζήτημα» συμπυκνωμένο, ευανάγνωστο, πολύπτυχο και επιθετικό μέσα στη φαινομενική ακινησία του.
Είχα περπατήσει από την οδό Σόλωνος, έστριψα στην Μπόταση, πέρασα την οδό Σολωμού και λίγο λίγο έφτασα στη Στουρνάρη. Οι παλιές πολυκατοικίες που είχα αφήσει πίσω μου ήταν όλες τυλιγμένες σε μιαν αιθάλη, θα πίστευε κανείς ότι ήταν εγκαταλελειμμένες, αλλά πού και πού έβλεπες ότι σε κάποια μπαλκόνια υπήρχε ένδειξη ζωής. Ηταν ένας αστικός περίπατος ενός ορισμένου βαθμού δυσκολίας, γιατί απουσίαζαν τα στοιχεία εκείνα που δίνουν σε μια πόλη χυμούς. Ενιωθα την αστική ξηρασία παρά τη φιλοδοξία ορισμένων παλαιότερων κατασκευών να υποσχεθούν κάποτε μια αστική καθημερινότητα που ήρθε και παρήλθε.
Από τη Στουρνάρη βγήκα στην Μπουμπουλίνας, αριστερά μου είχα το υπό άλωση Πολυτεχνείο, δεξιά μου τα άλλοτε ευγενή μέτωπα πολυκατοικιών που όταν χτίστηκαν από το 1935 ώς το 1965 ήταν περιζήτητες διευθύνσεις. Είδα από απόσταση το κτίριο του ΥΠΠΟ, τη μεσοπολεμική, δηλαδή, πολυκατοικία του Κυπριανού Μπίρη, και έστριψα αριστερά στην Τοσίτσα.
Η σιωπή του δρόμου εκείνη την ώρα είχε κάτι απόκοσμο, ένιωθες ότι στο σημείο εκείνο υπάρχει μια βουβή συνενοχή. Ηταν μια ζώνη που λίγοι θα επέλεγαν να διασχίσουν για αναψυχή, παρότι όταν σχεδιάστηκε ήταν ένας δρόμος, φαρδύς, ευχάριστος, φωτεινός, στην καρδιά μιας μπουρζουά περιοχής της πρωτεύουσας.
Οι χρόνοι παρήλθαν, οι γενιές άλλαξαν, και να ’μαι τώρα, έλεγα στον εσωτερικό μου μονόλογο, να είμαι ο μόνος διαβάτης εκείνη την ώρα στην οδό Τοσίτσα. Ετσι έτυχε, και δεν υπήρχαν άστεγοι, τοξικομανείς, περαστικοί. Ημουν ένας άνθρωπος μόνος στην οδό Τοσίτσα. Γι’ αυτό και αφέθηκα να οδηγηθώ με μάτια διάπλατα.
Ετσι, έφτασα μπροστά στην ακέφαλη Λέλα Καραγιάννη και εκεί δεν υπήρχε τίποτε δραματικό. Υπήρχε μόνο ένα βλέμμα να περιηγηθεί. Η «Ηπειρος» είχε σηκωθεί συθέμελα, μόνο γκριζοκόκκινα ίχνη είχαν μείνει. Είχα προσπεράσει το εξαίσιο Επιγραφικό Μουσείο, που είναι πάντα σχεδόν έρημο, και μπροστά μου είχα την Πατησίων.
Αριστερά, οι όψεις του Πολυτεχνείου ήταν μαυρισμένες, καλυμμένες από μουντζούρες, τόπος παρακμής και βίας. Δεξιά, ο κήπος του Μουσείου, ζώνη γκρίζα, ενδιάμεση, αλλά τόσο αθηναϊκή όσο και κάθε μνήμη της πόλης. Π
αρά την παρακμή και το κλίμα που ξεχειλίζει μέσα από το ΕΜΠ, περπατούσα σε στέρεο έδαφος, κάθε φορά που είμαι στην Πατησίων αναβλύζει η αίσθηση μιας Αθήνας που βρίσκεται απλώς παροπλισμένη.
Η Λέλα Καραγιάννη, στη φωτεινή στήλη της, συμβόλιζε κάτι πέρα από τη θυσία της
πηγή: Έντυπη Καθημερινή