Πάμε σινεμά (Οι ταινίες της εβδομάδας 18-3-2017)

0

Στην τελευταία ταινία των βέλγων αδελφών Νταρντέν η Αντέλ Ανέλ υποδύεται μια γιατρό που αναζητεί τρόπους εξιλέωσης για κάτι που δεν έκανε και κατέληξε σε τραγωδία

του Γιάννη Ζουμπουλακη*

Αγνωστο κορίτσι» («La fille inconnue», Γαλλία, 2016)

Υπάρχουν σκηνοθέτες που ξέρεις πολύ καλά μέσα σου ότι δεν θα σε απογοητεύσουν· ή, αν θέλετε, δεν θα το κάνουν σε ό,τι αφορά τον προβληματισμό και τη θεματική τους. Θεωρώ ότι ο Γούντι Αλεν, ο Κεν Λόουτς, ο Ζακ Οντιάρ αλλά και οι αδελφοί Τζόελ και Ιθαν Κοέν ανήκουν σε αυτούς τους δημιουργούς, όπως επίσης οι βέλγοι αδελφοί Ζαν-Πιερ και Λικ Νταρντέν των οποίων το κοινωνικό σινεμά έχουμε γνωρίσει μέσα από πολύ σημαντικές ταινίες – από τη «Ροζετά» που τους χάρισε τον πρώτο τους Χρυσό Φοίνικα το 1999 ως το «Παιδί» που το 2005 είχε ως αποτέλεσμα έναν δεύτερο Χρυσό Φοίνικα. Με την καινούργια ταινία τους, το «Αγνωστο κορίτσι» («La fille inconnue», Γαλλία, 2016), οι Νταρντέν μπορούν για μία ακόμα φορά να προκαλέσουν ατελείωτες συζητήσεις, κάτι που υποψιάζομαι ότι θα γίνει. Οι βέλγοι σκηνοθέτες αφηγούνται την ιστορία μιας νεαρής εκπαιδευόμενης γιατρού (Αντέλ Ανέλ) η οποία για κάποιον λόγο θα βρεθεί αντιμέτωπη με τη συνείδησή της, μια «μάχη» που αποτελεί τον στιβαρό πυρήνα της ταινίας. Δεν είναι όμως για κάτι που έκανε και αισθάνεται ενοχές αλλά για κάτι που δεν έκανε, ενώ ως άνθρωπος όφειλε. Οι συνέπειες της μη πράξης της μπορεί να είναι τραγικές, κάτι που σαν ερασιτέχνις ιδιωτική ντετέκτιβ η γιατρός θα ερευνήσει. Με τη λιτότητα και την οικονομία που χαρακτηρίζει το σινεμά τους, οι Νταρντέν παρακολουθούν αποστασιοποιημένοι και χωρίς να παίρνουν θέση λίγες ημέρες από τη ζωή της γιατρού σκάβοντας βαθιά μέσα στην ψυχή της. Βλέπουμε τους ανθρώπους με τους οποίους έρχεται σε επαφή (αστυνομικοί, πελάτες, θαμώνες σε μπαρ κ.ά.) και κατανοούμε την απόλυτη ανάγκη της για εξιλέωση, νιώθοντας για πρώτη φορά στη ζωή της το ασήκωτο βάρος της ευθύνης σε όλο της το είναι. Κοιτάζοντας κατάματα και με ουσία το θέμα τους, οι δημιουργοί χωρίς ίχνος ηθικολογίας μάς ωθούν να κοιτάξουμε κι εμείς κατάματα τον εαυτό μας στον καθρέφτη και με το χέρι στην καρδιά να απαντήσουμε τι θα κάναμε αν βρισκόμασταν εμείς στη θέση αυτής της γυναίκας. Βαθμολογία: 4
«Τρέξε!» («Get out!», ΗΠΑ, 2017)
Τελικά οι φήμες του «Τρέξε!» («Get out!», ΗΠΑ, 2017) ως πρωτοποριακού και εξαιρετικά πρωτότυπου θρίλερ δικαιώνονται. Η επιτυχία του σκηνοθέτη Τζόρνταν Πιλ (παραγωγού επιτυχημένων θρίλερ όπως τα «Παγιδευμένη ψυχή» και «Χάρισμα») είναι ότι υιοθετεί με ευφάνταστο τρόπο ιδέες που θυμόμαστε από παλαιότερα θρίλερ -ενδεικτικά οι «Μακάβριοι εισβολείς» του Ντον Σίγκελ αλλά και οι ταινίες Ζόμπι του Τζορτζ Ρομέρο -, χωρίς αυτό να φαίνεται ξεκάθαρα, αφού το αποτέλεσμα δείχνει (και είναι) πρωτογενές. Στο επίκεντρο της ιστορίας ένας νεαρός μαύρος (Ντάνιελ Καλούγια) που θα βρεθεί προ εκπλήξεως όταν επισκέπτεται την έπαυλη των πλούσιων διανοούμενων γονιών της κοπέλας του (Μπράντλεϊ Γουίτφορντ, Κάθριν Κίνερ και Αλισον Γουίλιαμς αντιστοίχως).
Η συμπεριφορά τόσο των γονέων όσο και των φίλων τους, αλλά ακόμα και του μαύρου υπηρετικού προσωπικού, είναι κάτι παραπάνω από παράξενη, ο νεαρός νιώθει παγιδευμένος σε έναν κόσμο που δεν μπορεί να ελέγξει, έναν κόσμο που παίζει νοσηρά και επικίνδυνα παιχνίδια με το μυαλό του. Η προσπάθεια του ήρωα να καταλάβει τι ακριβώς συμβαίνει (και εμείς μαζί του) δομείται με υπομονή στη δημιουργία έντασης στην ατμόσφαιρα, χωρίς τα κλισέ των μαχαιριών που ξεπετάγονται ξαφνικά από τις γωνίες και το αίμα που αναβλύζει πλούσιο κάθε πέντε λεπτά. Η ταινία είναι σκεπασμένη μονίμως από μια αίσθηση απειλής και αυτό είναι που τελικά συναρπάζει. Και όταν τα αίματα κάνουν την εμφάνισή τους, δεν ενοχλείσαι καθόλου – τουναντίον, το σπλάτερ στοιχείο της ταινίας είναι απολύτως δικαιολογημένο. Αναμφισβήτητα το «Τρέξε!» ανήκει στις πολύ ενδιαφέρουσες περιπτώσεις ταινιών του είδους του, κάτι που θα έλεγα και για το «Μην ανασαίνεις» του Φέντε Αλβαρεζ που είδαμε στις αίθουσες πριν από λίγο καιρό. Βαθμολογία: 3½
«Παράδοξη ευτυχία» («Gleissendes Glueck», Γερμανία, 2016),
Βασισμένη στο μπεστ σέλερ της Α.Λ. Κένεντι «Αρχέγονη ευτυχία» (εκδόσεις Οδυσσέας), η «Παράδοξη ευτυχία» («Gleissendes Glueck», Γερμανία, 2016), τέταρτη μεγάλου μήκους ταινία του Σβεν Τάντικεν, είναι μια εξονυχιστική μελέτη των καταστάσεων που θα ζήσει η Ελενα, μια γυναίκα κοντά στα 55, που υποφέρει από κατάθλιψη (αν και ιατρικώς είναι καθ’ όλα εντάξει). Θα μπορούσες να πεις ότι η Ελενα θυμίζει λιγάκι εκείνην που έπαιξε η Τζουλιάν Μουρ στο «Safe» του Τοντ Χέινς. Στην αρχή την παρακολουθούμε να κυλιέται και να κοιμάται στο πάτωμα, να στύβει πορτοκάλια και να φτιάχνει σαλάτες σαν ρομπότ, μηχανικά, σαν φάντασμα, λες και δεν υπάρχει. Οχι μόνο δεν βρίσκει πουθενά στήριγμα αλλά και το μόνο που καταφέρνει είναι να σπάζει τα νεύρα του συζύγου της, ο οποίος ασκεί πάνω της σωματική βία μην μπορώντας να διαχειριστεί την πραγματικότητα.
Η σπίθα της γαλήνης φαίνεται ότι μπορεί να ανάψει και πάλι στη ζωή της Ελενα όταν συναντά έναν διάσημο ψυχολόγο, τον οποίο προσεγγίζει πρώτη αναζητώντας ανακούφιση. Οχι ότι η ευτυχία είναι και εκεί δεδομένη βέβαια. Αλλου είδους θέματα γεμίζουν τη ζωή του ψυχολόγου, ο οποίος κατά μία έννοια χρειάζεται επίσης βοήθεια από έναν άνθρωπο όπως η Ελενα. Η ευτυχία θέλει σκληρή δουλειά και ισχυρούς συμμάχους για να επιτευχθεί και αυτό μάς λέει η ταινία του Τάντικεν που θέλει και καταφέρνει να πλησιάσει με κατανόηση τα δύο κεντρικά πρόσωπα που υποδύονται η Μαρτίνα Γκέντεκ και ο Ούλριχ Τούκουρ, δύο από τους ηθοποιούς της τεράστιας γερμανικής επιτυχίας «Οι ζωές των άλλων». Βαθμολογία: 2½
The last face» (ΗΠΑ, 2016),
Πόλεμος, ιατρική και έρωτας συνδυάζονται άτσαλα στην τελευταία ταινία του Σον Πεν, το «The last face» (ΗΠΑ, 2016), που όλως περιέργως δεν απέκτησε ελληνικό τίτλο (δεν θα ήταν και τόσο κακός ο τίτλος «Το τελευταίο πρόσωπο»).
Ο Χαβιέρ Μπαρδέμ και η Σαρλίζ Θερόν ζουν από κοντά την τραγωδία του πολέμου στη Λιβερία, εκείνος ως μέλος της οργάνωσης Γιατροί του Κόσμου, εκείνη ως διευθύντρια διεθνούς οργανισμού ανθρωπιστικής βοήθειας. Παράλληλα ζουν και το ερωτικό τους δράμα που όχι μόνο δείχνει εκτός τόπου και χρόνου αλλά και απίστευτη πολυτέλεια μπροστά στην κόλαση με τα ακρωτηριασμένα πόδια και χέρια, τις εν ψυχρώ δολοφονίες και την εφιαλτική  τρομοκρατία. Οταν δε στην ιστορία εισέρχεται ο παράγοντας AIDS, τα πράγματα σκουραίνουν ακόμα περισσότερο για τον σεναριογράφο Εριν Ντίγκναμ, ο οποίος κατάφερε το ακατόρθωτο: έδωσε χαρακτήρα σαπουνόπερας σε ένα εγχείρημα που χρειαζόταν μόνο σοβαρότητα. Βαθμολογία: 1½
«Ενα βήμα τη φορά» («Patients», Γαλλία, 2016)
«Ενα βήμα τη φορά» («Patients», Γαλλία, 2016) των Γκραν Κορ Μαλάντ, Μεντί Ιντίρ που με θαρραλέο τρόπο αποκρυσταλλώνουν μυθοπλαστικά την περιπέτεια του Κορ Μαλάντ, την οποία κατέγραψε κατ’ αρχάς στο μυθιστόρημα «Πάντα ήρωες» (εκδ. Μεταίχμιο). Μετά το ατύχημά του που το 1997 παραλίγο να τον αφήσει παράλυτο, ο Κορ Μαλάντ του οποίου το πραγματικό όνομα είναι Φαμπιέν Μαρσό «πολέμησε» την ανημπόρια του και εξελίχθηκε σε τραγουδιστή με το ψευδώνυμο Γκραν Κορ Μαλάντ. Στο «Ενα βήμα τη φορά» βλέπουμε παραπληγικούς, τετραπληγικούς και ασθενείς με κρανιοεγκεφαλικά τραύματα όχι απλώς να μην το βάζουν κάτω εγκλωβισμένοι στα αναπηρικά καροτσάκια τους στο νοσοκομείο αλλά να μάχονται με πείσμα εναντίον των αντιξοοτήτων της κατάστασής τους προκειμένου να ζήσουν. Και ναι, το «Ενα βήμα τη φορά» είναι ένας πραγματικός ύμνος για την ομορφιά της ζωής αλλά και μια ταινία στην οποία η υπομονή του θεατή πλησιάζει εκείνη των ασθενών (παίζουν: Πάμπλο Πολί, Σουφιάν Γκεράμπ, Νελιά Αρζούν, Μούσα Μανσαλί κ.ά.) Βαθμολογία: 2

ΕΠΙΣΗΣ ΣΤΙΣ ΑΙΘΟΥΣΕΣ

 

«Η πεντάμορφη και το τέρας» («Beauty and the beast», ΗΠΑ, 2017) του Μπιλ Κόντον. Μια ακόμη εκδοχή του γνωστού μύθου, φτιαγμένη αποκλειστικώς για τα παιδιά και με έντονο το στοιχείο του μιούζικαλ. Στην πραγματικότητα είναι σαν να βλέπουμε την εκδοχή των κινουμένων σχεδίων της Ντίσνεϊ με ζωντανούς ηθοποιούς και με πολύ όμορφα οπτικοακουστικά εφέ, με τα κινούμενα σερβίτσια, τα κηροπήγια και τους μπουφέδες. Στον ρόλο της Πεντάμορφης η Εμα Γουότσον δεν δείχνει να έχει ξεφύγει ακόμη από την Ερμιόνη των ταινιών «Χάρι Πότερ». Ο Νταν Στίβενς είναι το τέρας. Βαθμολογία: 2
Βαθμολογία 5: εξαιρετική, 4: πολύ καλή, 3: καλή, 2: ενδιαφέρουσα, 1: μέτρια, 0: απαράδεκτη, -: χωρίς άποψη
 *Ο Γιάννης Ζουμπουλάκης είναι κριτικός κινηματογράφου στο http://www.tovima.gr/

Leave A Reply

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.