Πέρασαν ήδη 9 δεκαετίες από τότε που γράφτηκε μια από τις σημαντικότερες σελίδες στην ιστορία του Επαγγελµατοβιοτεχνικού κινήματος.
Μετά από σύσκεψη των βιοτεχνικών οργανώσεων Αθηνών και Πειραιά που οργανώθηκε την 1η Μαρτίου, η συντριπτική πλειοψηφία κατέληξε ότι χρειάζονταν πλέον δραστικά μέτρα, για την απόσπαση παραχωρήσεων, δηλαδή η κάθοδος σε απεργιακό αγώνα. Συντονιστικό ρόλο ανέλαβε η Γενική Συνομοσπονδία.Ήταν η πρώτη φορά που οργανωνόταν μια τέτοιας κλίμακας διεκδικητική κινητοποίηση εκ μέρους επαγγελματοβιοτεχνών.
Η κυβέρνηση είχε αναπτύξει όλη τη δύναμη της έφιππης και πεζής χωροφυλακής, της πυροσβεστικής και της αστυνομίας στην πρωτεύουσα, συνεπικουρουμένων από ένα τάγμα πεζικού. Οι στρατιώτες που είχαν εφοδιαστεί µε μυδραλιοβόλα, είχαν διαταγή να κτυπήσουν στο “ψαχνό”!Ο τραγικός απολογισμός των γεγονότων ήταν τρεις νεκροί και έντεκα τραυματίες! Νεκροί έπεσαν οι υποδηματοποιοί Γεώργιος Γεράλδης και Μιχάλης Κοντός, ενώ την επόμενη απεβίωσε ο σοβαρά τραυματίας υδραυλικός Κόδρος Μπενούκας.
Η 10η Μαρτίου του 1927 αποτέλεσε ιστορική επέτειο κατά την οποία, τουλάχιστον μέχρι τη μεταξική δικτατορία, αποτιόταν φόρος τιμής στους νεκρούς αγωνιστές. Το ματωμένο λάβαρο της συγκέντρωσης φυλασσόταν από τις επαγγελματικές οργανώσεις της Αθήνας ως κειμήλιο
Η περιγραφή της κινητοποίησης και της σφαγής
Η Συνομοσπονδία διατυμπάνισε ότι η απεργία ήταν «καθαρώς αγών νοικοκυραίων»[1] και ότι δεν θα επέτρεπε την πολιτική της εκμετάλλευση. Ως την τελευταία στιγμή επιχείρησε μάταια να αποκλιμακώσει την ένταση και να πετύχει την ικανοποίηση των επαγγελματοβιοτεχνικών αιτημάτων δια του διαλόγου.
Η ακόλουθη προκήρυξη της 8ης Μαρτίου είναι εύγλωττη: «Απευχόμεθα την πραγματοποίησιν της ληφθείσης αποφάσεως, εκφράζοντες την ελπίδα ότι η κυβέρνησις αντιλαμβανομένη έστω και την τελευταίαν στιγμήν την κρισιμότητα των περιστάσεων και αιρομένη εις το ύψος της, θα δεχθή ν’ απονείμη την ζητουμένην δικαιοσύνην, διότι τίποτα άλλο δεν ζητεί ο εν εξεγέρσει επαγγελματικός κόσμος της χώρας ειμή δικαιοσύνην.»[2]
Βασικά αιτήματα της απεργίας ήταν η διατήρηση του υπάρχοντος ενοικιοστασίου για τουλάχιστον μία τριετία ακόμη, η μείωση της φορολογικής κλίμακας, η κατάργηση των αισχροδικείων και η αναθεώρηση των «αμαρτωλών» συμβάσεων με τις εταιρίες Ούλεν και Πάουερ. Την αλληλεγγύη τους δημοσιοποίησαν η Γ.Σ.Ε.Ε., οι ομοσπονδίες δημοσίων και ιδιωτικών υπαλλήλων, οι ιατρικοί, οδοντιατρικοί και φαρμακευτικοί σύλλογοι. Αντιθέτως, ο Σύνδεσμος Βιομηχάνων και ορισμένοι εμπορικοί σύλλογοι στοιχίστηκαν στο πλευρό της κυβέρνησης.
Από το πρωί της 10ης Μαρτίου η ατμόσφαιρα ήταν ηλεκτρισμένη. Κάθε είδους εκβιασμοί είχαν ασκηθεί σε σωματεία και μεμονωμένους καταστηματάρχες για να απόσχουν της απεργίας.
Το μεσημέρι η κυβέρνηση διαμήνυσε στους διοικούντες της Γ.Σ.Ε.Β.Ε. ότι θα ικανοποιούσε τα επαγγελματικά αιτήματα αρκεί να λυνόταν η απεργία. Όμως, ενόσω συνεχίζονταν οι διαβουλεύσεις, οι δυνάμεις ασφαλείας καταδίωκαν τους απεργούς και διέλυαν τα πλήθη από τους δρόμους.
Παρά τις ενέργειες των διαλλακτικών στοιχείων, οι εξελίξεις είχαν αναπόδραστη συγκρουσιακή δυναμική.
Ένα πλήθος πολλών εκατοντάδων ατόμων, κραδαίνοντας ελληνικές και συνδικαλιστικές σημαίες, ξεκίνησε από τα γραφεία της Συνομοσπονδίας και σχημάτισε μια αυθόρμητη διαδήλωση με κατεύθυνση προς το υπουργείο Εσωτερικών. Όσο προχωρούσαν οι διαδηλωτές τόσο μεγάλωνε ο όγκος της πορείας. Το πλήθος φώναζε ρυθμικά «Κάτω οι μεγάλοι φόροι»· σποραδικά ακούγονταν συνθήματα εναντίον της «στρατοκρατίας», της κυβέρνησης και των απεργοσπαστών.
Η κυβέρνηση είχε αναπτύξει όλη τη δύναμη της έφιππης και πεζής χωροφυλακής, της πυροσβεστικής και της αστυνομίας στην πρωτεύουσα, συνεπικουρουμένων από ένα τάγμα πεζικού. Οι στρατιώτες είχαν εφοδιαστεί µε μυδραλιοβόλα, είχαν δε δοθεί διαταγές «εις περίπτωσιν καθ’ ην ήθελε διασαλευθή η τάξις υπό των απεργών, να γίνη χρήσις των όπλων και επιβληθεί η τάξις δια της βίας.»
Στο ύψος του Αρσακείου στην οδό Πανεπιστημίου, είχαν παραταχθεί δύο διμοιρίες χωροφυλακής, ένα στρατιωτικό άγημα και μια πυροσβεστική αντλία. Οι επικεφαλής των δυνάμεων ασφαλείας πρόσταξαν το πλήθος να διαλυθεί, κάτι που δεν έγινε ούτε όταν η υδραντλία περιέλουσε την πρωτοπορία της διαδήλωσης.
Ορισμένοι διαδηλωτές κινήθηκαν με πείσμα να διασπάσουν τον κλοιό. Ο προπορευόμενος της διαδήλωσης σημαιοφόρος, σύμφωνα με έναν αυτόπτη μάρτυρα, «επροχώρει μετ’ επιμονής παρά το άφθονον ύδωρ, όπερ εξηκόντιζε κατ’ αυτού η υδραντλία, έκυπτε δε προς τα εμπρός, ίνα μη ανατραπή υπό της φοράς αυτού. Αίφνης ούτος, βληθείς δια σφαίρας εις το μέτωπον, κατέπεσε νεκρός.»
Επακολούθησε πυρ κατά βούληση για λίγα λεπτά. Επικράτησε πανικός και οι διαδηλωτές τράπηκαν σε φυγή. Μόλις αποσύρθηκαν οι δυνάμεις ασφαλείας, οι διαδηλωτές επέστρεψαν στο σημείο της σύγκρουσης και βρήκαν διάφορα σώματα να κείτονται στο οδόστρωμα. Το πτώμα του σημαιοφόρου και η «αιμοστάζουσα» σημαία περιφέρθηκαν στους κεντρικούς δρόμους. Κραυγές απόγνωσης και συνθήματα οργής δονούσαν την ατμόσφαιρα.
Ο τραγικός απολογισμός ήταν τρεις νεκροί και τουλάχιστον ένδεκα τραυματίες που διακομίστηκαν σε νοσοκομεία. Νεκροί έπεσαν οι υποδηματοποιοί Γεώργιος Γεράλδης και Μιχάλης Κοντός, ενώ την επόμενη απεβίωσε ο σοβαρά τραυματίας υδραυλικός Κόδρος Μπενούκας.
Επεισόδια μικρότερης έντασης σημειώθηκαν στη Θεσσαλονίκη και τα Ιωάννινα.
Το ίδιο βράδυ ανακοινώθηκε η λύση της απεργίας. Με εισαγγελικό ένταλμα, προφυλακίστηκαν ο Κυπαρισσιώτης και τέσσερις κορυφαίοι συνδικαλιστές στους οποίους απαγγέλθηκαν κατηγορίες για στάση εναντίον της αρχής και απόπειρα ανατροπής του “κρατούντος κοινωνικού καθεστώτος“! Το δικαστήριο τους απάλλαξε απο τις κατηγορίες.
Για τους πραγματικούς υπαίτιους της αιματοχυσίας δεν υπήρξε καμία ουσιαστική κύρωση. Στη δίκη που έγινε στο Κακουργιοδικείο Πειραιά αθωώθηκαν άπαντες οι κατηγορούμενοι.
[1] Ελεύθερον Βήμα 10/3/1927.
[2] Ελεύθερον Βήμα 9/3/1927.
πηγές:
-ΤΑ ΝΕΑ ΤΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΟΒΙΟΤΕΧΝΩΝ
-ΕΦΗΜΕΡΙΣ: ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
-ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΑΡΧΕΙΑ ΓΣΕΒΕΕ
-ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ
Σ.Β