Στα μαύρα ντυμένη, η Ειρήνη χαιρέτισε εκείνη τη μέρα τις γειτόνισσες και τις συγγένισσες. Σε ένα καλάθι είχε βάλει δυοτρία ρούχα για το ταξίδι, διπλωμένα μαζί με τα λεφτά και τα κουράγια της. Κι είχε πράγματι δρόμο καμπόσο μπροστά της -ποδαράτο ως τα Ιστέρνια κι όλη την κατηφοριά ως τον Όρμο.
Κι ύστερα; Άντε να μπει στον σκυλοπνίχτη για τον Περαία -κείνα τα χρόνια, δύσκολο ήτανε ταξίδι! Καλού-κακού να κάμεις έπρεπε τάμα στη Μεγαλόχαρη, να μην σε βρουν φουρτούνες στ’άνοιγμα μεταξύ Τήνου και Άνδρου. Να μην ξεσπάσουνε απάνου στο σκαρί, βοριάδες στο Κάβο Ντόρο. Να μην σε βρούνε θύελλες κατά το Μακρονήσι.
Από τον Περαία ανέβηκε Αθήνα κι απ’ εκεί απευθείας για Κέρκυρα -ωχού τί μακρινό ταξίδι! Πολλές από τις γειτόνισσες και τις συγγένισσές της μήτε ως τη Χώρα δεν είχανε ποτές κατέβει στη ζωή τους -και νάσου αυτή, χήρα-γυναίκα, που τάφερε η μοίρα να βρεθεί σε θάλασσες ανάποδες, στην αντιπέρα άκρη της Ελλάδος.
Δεν ήταν όμως ο κάματος της διαδρομής που εβάραινε τα πόδια της Ειρήνης, όσο ο σκοπός της. Ο γιος της ντε, η ντροπή κι έγνοια της.
Αλλιώτικος της φάνηκε όταν τον πρωτοείδε εκεί στο ίδρυμα. Χρόνια είχαν περάσει πια πολλά. Ήταν δεν ήταν ο Γιαννούλης της. Το βλέμμα πιο άδειο, τα μαλλιά πιο γκρίζα, τα γένια πιο ανάκατα. Ναι, ήταν δεν ήταν ο Γιαννούλης της -ανάθεμα την ώρα του.
Από το 1888 πουχε πρωτομπεί στο ίδρυμα, είχαν περάσει κιόλας δεκατρία χρόνια -αν το λογαριάσεις, λίγο δεν είναι. Και του ήσαν χρόνια δύσκολα, το έβλεπες απάνου του. Χρόνια μαρτυρικά. Άτιμο πράμα να σαλεύουν τ’ανθρώπου τα μυαλά. Αν είναι ο κόσμος δύσκολος για μας τους λογιομένους, είναι αφόρητος θαρρώ για τους ξεμυαλισμένους.
Αχ, η Ειρήνη! Πόσες φορές την καταράστηκε εκείνη τη μαύρη μέρα -χειμώνας ήταν, ψυχερός- που ο Γιαννούλης τάχασε τελείως τα μυαλά του. Κι αρχίνησε να καταστρέφει μόνος του τα έργα στ’εργαστήρι. Και τη ζωή του βάλθηκε να την ετερματίσει!
Όλα τα εδοκίμασαν οι έρμοι οι γονείς του. Και σε γιατρούς τον τρέξανε και στην Παναγιά τον πήγανε. Ακόμα και στην Ιταλία τον εστείλανε -να μην αρχινήσω να σου λογαριάζω έξοδα και σούρθει παραζάλη.
Μα τότες τον είχανε τον τρόπο τους οι Χαλεπάδες, διότι όρτσα πηγαίναν οι δουλειές. Πλήθος οι παραγγελιές για το εργαστήρι μαρμαρογλυπτικής πούχανε μπαμπάς και θείος στον Πύργο. Ως και παραρτήματα είχανε σιάξει στη Σμύρνη, τον Περαία και το Βουκουρέστι, βάλε με το μυαλό σου τάλαρα.
Μα και που τον τρέξανε, καλό ποτές δεν είδαν. Κρίμα τέτοιο παιδί, χαράμι η σπουδή και ο κάματος, χαράμι το ταλέντο. Ποιος θα μπορούσε να το μαντέψει σαν γύρισε από το Μόναχο με τις περγαμηνές και τα βραβεία του; Ποιος θα μπορούσε να το σκεφτεί σαν κέρδιζε τις πρώτες δουλειές του ως επαγγελματίας καλλιτέχνης του μαρμάρου στην Αθήνα;
Αχ η Ειρήνη! Με δάκρυα έγραψε κείνο το γράμμα στον άντρα της, το Γιάννη για να του ανακοινώσει τα μαντάτα. Πως τα μυαλά του παιδιού κλονίστηκαν και πως έπρεπε εκείνος επειγόντως να επιστρέψει από τ’Αλάτσατα στην Αθήνα, για να δούνε μαζί πώς θα την αντιμετωπίσουν τη συμφορά που τους εβρήκε.
Κι ύστερα αρχίνησε ο Γιαννούλης τις απανωτές απόπειρες αυτοκτονίας. Τη μία, θέλησε να πέσει να γκρεμοτσακιστεί απ΄την ταράτσα του θείου Ζαφείρη και την άλλη, προσπάθησε να καταπιει τα γυαλιά από μια σπασμένη λάμπα. Τα μέσα της σκιστήκαν σαν άκουσε η Ειρήνη την εισήγηση του νευρολόγου Γεωργαντά: πως δεν υπάρχει άλλη λύση από το φρενοκομείο της Κέρκυρας.
Κι ήρθαν έτσι τα πράματα που χρόνια πολλά αργότερα -στα ύστερά της- βρέθηκε εκείνη μόνη νάχει και πάλι την έγνοια του Γιαννούλη. Καλά το λένε πως μόνο σαν κλείνουν τα μάτια της μάνας, παύει η έγνοια του παιδιού της.
Τον επήγε πρώτα στην Αθήνα. Κι ύστερα πάλι εδώ, στον Πύργο.
Στο μαρμαροστόλιστο χωριό των Τηνιακών μαστόρων. Σε ετούτο το νησί με τη δυσανάλογη του μεγέθους του, κλίση στην καλλιτεχνία.
Το πατρικό σπίτι που στεγάζει μαμά και γιο είναι μικρό -δυοτρία δωμάτια υποτυπωδώς επιπλωμένα σε δυο επίπεδα. Μα χώρεσαν μέσα σ’αυτούς τους τοίχους, κάμποσες δυστυχίες.
Εδώ ο Γιαννούλης έζησε παρέα με τη μάνα του, την τρέλα του μυαλού του. Με τους δικούς του θορύβους και τις δικές του ησυχίες. Με τα δικά του φώτα και τις δικές του τις σκιές. Μιας πραγματικότητας άλλης απ’αυτήν που βλέπαμε κι ακούαμε εμείς οι γνωστικοί. Κι αν οι κρίσεις του σύντομα τον μετέτρεψαν στο γραφικό τρελό του χωριού, στα δάχτυλά του σπαρτάραγε η τέχνη.
Με μολυβιές γέμιζε τους τοίχους, με μανία γύρευε πηλό και μάρμαρο. Τα υλικά για να πλάσει ζωή. Μα η Ειρήνη -αχ η Ειρήνη- όλα τα ‘πιανε και του τα κατέστρεφε. Τα έσπαε, τα έσκιζε, τα πέταε. Ανάθεμα την τέχνη του που λώλανε το παιδί! Και φτου κι απ’την αρχή. Και πάλι καυγάδες και κατάρες και θύελλες. Μέσα σ’αυτό το σπίτι.
Που βρίσκεται στην είσοδο του Πύργου.
Πίσω από τη δίφυλλη καρφωτή ξώπορτα, βρίσκεται το μεγαλύτερο δωμάτιο του σπιτιού, η σάλα υποδοχής. Στην αντίκρυ πλευρά δύο μικρότερες πόρτες οδηγούν στις κάμαρες.
Από έπιπλα, ελάχιστα. Ένας καναπές, μερικές καρέκλες, ένα τραπέζι, σιδερένια κρεβάτια και λάμπες πετρελαίου.
Μία σκάλα καταβυθίζεται σε μια καταπακτή και οδηγεί στο κατώι. Εδώ βολόδερνε ο Γιαννούλης, εδώ προσπαθούσε στα κρυφά να σκαλίσει με τα χέρια του, παλεύοντας τα κύματα της φαντασίας και της τρέλας του.
Παραδίπλα είναι το μαγειρείο. Με το νεροχύτη και το πλακόστρωτο δάπεδο. Με δυο ρηχές γούβες για τις στάμνες με το νερό.
Η στέγη παραδοσιακή, με ξύλινα δοκάρια που στηρίζονται απάνου στους τοίχους.
Κι έτσι περνάγανε οι χειμώνες, με τους δαιμονισμένους ανέμους των Κυκλάδων να τριζοβολάνε τα παραθύρια. Κι έτσι περνάγανε τα καλοκαίρια, με τις πυρόκαυστες λιακάδες να κροταλίζουνε τις πέτρες και να ξανάβουν τις αυλές.
Τα λιγοστά του πρόβατα ήταν η παρέα του Γιαννούλη. Εκεί κατά τους λόφους που τα σεργιανούσε και τα βόσκαγε. Κι αν τυχόν του έπαιρνε η μάνα του κανένα για σφαγή -στα μουλωχτά, μην τυχόν και την εκαταλάβει- και διαπίστωνε εκείνος πως τάχα έλειπε από την παρέα του το ζώο, τότες αλαφιασμένος έτρεχε κλαίοντας στις πλαγιές και το εφώναζε με σπαραγμό κι οδύνη.
Κι ύστερα, η Ειρήνη πέθανε. Κι έμεινε ο Γιαννούλης μόνος. Άλλους η ορφάνια τους τσακίζει, άλλους τους λευτερώνει. Γιατί είναι οι συγγένειες καταφύγιο και φυλακή ταυτόχρονα, όταν γίνεται η έγνοια τυραννία. Σα να επέστρεψε λοιπόν η ανάσα στα στήθη του, σα να συνήλθε η σκέψη στο νου του, σα ν’άναψε το φως στη ματιά του. Κι ας ήταν πάμπφτωχος και λησμονημένος, κι ας ήταν μόνος και στιγματισμένος, ο Χαλεπάς αρχίνησε να δουλεύει ξανά τα υλικά του.
Μας πήρε χρόνια, μας πήρε καιρούς, αλλά τον ανακαλύψαμε και πάλι. Κι ήλθε πια γέρος υπό την φροντίδα της ανηψιάς του στην Αθήνα.
Κι έζησε ήσυχος τα στερνά του χρόνια, ως ο τρελός που ξαναβρήκε τα λογικά του. Ως ο σπουδαιότερος γλύπτης μιας χώρας που το μάρμαρο όριζε πάντα τις αισθήσεις της. Και μιας ζωής που ανεβοκατέβηκε κάμποσες φορές τα σκαλοπάτια ανάμεσα στον καλό παράδεισο και τη συμφοριασμένη κόλαση.
Σκαλοπάτια μαρμάρινα, σαν ετούτα πούχουμε εδώ στον Πύργο Τήνου.