Η τελευταία ταινία του κύκλου «Ο πλανήτης των πιθήκων» ξεχωρίζει στις αίθουσες, όπου επίσης θα βρούμε μια συμπαθητική γαλλική κομεντί και τη μεταφορά ενός διακεκριμένου μπεστ σέλερ
του Γιάννη Ζουμπουλάκη*
«Ο πλανήτης των πιθήκων: Η σύγκρουση» («War for the Planet of the Apes», HΠA, 2017)
Φαίνεται ότι καλά κρατεί ο μύθος της σύγκρουσης Ανθρώπου – Πιθήκου στο σινεμά. Η τρίτη κινηματογραφική ταινία της νέας «σειράς» που άνοιξε το 2011 με το «Ο πλανήτης των πιθήκων: Η εξέγερση» και συνεχίστηκε με το «Ο πλανήτης των πιθήκων: Η αυγή» το 2014, ολοκληρώνεται – ή έτσι τουλάχιστον θέλουμε να πιστεύουμε – με το «Ο πλανήτης των πιθήκων: Η σύγκρουση» («War for the Planet of the Apes», HΠA, 2017) που σκηνοθέτησε ο Ματ Ριβς, ο ίδιος σκηνοθέτης και των προηγούμενων.
Τρισδιάστατη (φυσικά) και με τον Γούντι Χάρελσον να ξεχωρίζει στον ρόλο του «παρανοϊκού»(;) Συνταγματάρχη αποφασισμένου να εξολοθρεύσει κάθε ίχνος πιθήκου από τον πλανήτη τους, η ταινία είναι ό,τι καλύτερο μπορεί να προσφέρει μια «ψαγμένη» πανάκριβη περιπέτεια του Χόλιγουντ που θέλει συγχρόνως να λειτουργήσει ως σχόλιο πάνω στη διαφορετικότητα, στον φόβο που προκαλεί το «άλλο» και στον ρατσισμό. Είναι επίσης η πιο αργή σε ρυθμό ταινία «Πιθήκων», ένα ρίσκο του Ριβς που ρίχνει περισσότερο βάρος στη φιλοσοφία και λιγότερο στην περιπέτεια (ο ήρωας του Χάρελσον είναι μια σαφέστατη παραπομπή στον συνταγματάρχη Κουρτς της «Καρδιάς του σκότους» του Τζόζεφ Κόνραντπου υποδύθηκε ο Μάρλον Μπράντο στην «Αποκάλυψη Τώρα!» που είναι εμπνευσμένη από το μυθιστόρημα).
Το capture performance των ηθοποιών που υποδύονται τους πιθήκους έχει εξελιχθεί τρομερά, τίποτε δεν δείχνει ψεύτικο, οι μάχες είναι εντυπωσιακά χορογραφημένες αλλά η αίσθηση που εν τέλει αφήνει πίσω της η ταινία είναι (αναπόφευκτα) του déjà vu. Κάπου το έχουμε ξαναδεί όλο αυτό το μακελειό και κάπου, οι παλιότεροι, το έχουμε πλέον βαρεθεί. Βαθμολογία: 2 ½
Τρισδιάστατη (φυσικά) και με τον Γούντι Χάρελσον να ξεχωρίζει στον ρόλο του «παρανοϊκού»(;) Συνταγματάρχη αποφασισμένου να εξολοθρεύσει κάθε ίχνος πιθήκου από τον πλανήτη τους, η ταινία είναι ό,τι καλύτερο μπορεί να προσφέρει μια «ψαγμένη» πανάκριβη περιπέτεια του Χόλιγουντ που θέλει συγχρόνως να λειτουργήσει ως σχόλιο πάνω στη διαφορετικότητα, στον φόβο που προκαλεί το «άλλο» και στον ρατσισμό. Είναι επίσης η πιο αργή σε ρυθμό ταινία «Πιθήκων», ένα ρίσκο του Ριβς που ρίχνει περισσότερο βάρος στη φιλοσοφία και λιγότερο στην περιπέτεια (ο ήρωας του Χάρελσον είναι μια σαφέστατη παραπομπή στον συνταγματάρχη Κουρτς της «Καρδιάς του σκότους» του Τζόζεφ Κόνραντπου υποδύθηκε ο Μάρλον Μπράντο στην «Αποκάλυψη Τώρα!» που είναι εμπνευσμένη από το μυθιστόρημα).
Το capture performance των ηθοποιών που υποδύονται τους πιθήκους έχει εξελιχθεί τρομερά, τίποτε δεν δείχνει ψεύτικο, οι μάχες είναι εντυπωσιακά χορογραφημένες αλλά η αίσθηση που εν τέλει αφήνει πίσω της η ταινία είναι (αναπόφευκτα) του déjà vu. Κάπου το έχουμε ξαναδεί όλο αυτό το μακελειό και κάπου, οι παλιότεροι, το έχουμε πλέον βαρεθεί. Βαθμολογία: 2 ½
«Βρε καλώς τους!» («A bras ouvert», Γαλλία, 2017)
Ο Φιλίπ Ντε Σοβρόν, σκηνοθέτης και σεναριογράφος (μαζί με τον Γκι Λοράν) της τεράστιας επιτυχίας «Θεέ μου, τι σου κάναμε;» που προβλήθηκε το καλοκαίρι του 2014, επιστρέφει με μια εξίσου επίκαιρη κωμωδία, το «Βρε καλώς τους!» («A bras ouvert», Γαλλία, 2017) που επίσης ενδείκνυται για την εποχή. Ο Κριστιάν Κλαβιέ έχει και πάλι τη μερίδα του λέοντος. Ο δημοφιλής γάλλος ηθοποιός, που ήταν ο μπαμπάς των τεσσάρων κοριτσιών στο «Θεέ μου, τι σου κάναμε;», υποδύεται τον αριστερό, προοδευτικό συγγραφέα ο οποίος κατά τη διάρκεια ενός τηλεοπτικού debate, πιεσμένος από τον συντηρητικό συγγραφέα και συνομιλητή του λέει ότι δεν θα είχε πρόβλημα να φιλοξενήσει Ρομά στο σπίτι του. Οπότε θα του κουβαληθεί μια τεράστια οικογένεια Ρομά, με «αρχηγό» ένα πανέξυπνο λαμόγιο που ωστόσο έχει τους δικούς του ηθικούς κώδικες (Αρί Αμπιτάν). Αν και η αρμονία δεν είναι ακριβώς αυτό που περιμένεις από μια τέτοια ιστορία, η συνεύρεση των Ρομά με τους γάλλους μπουρζουάδες δεν θα γίνει το Βατερλό που όλοι φανταζόμαστε. «Είχα βαλτώσει στη μικροαστική κουλτούρα και με ανέστησαν» παραδέχεται ο συγγραφέας. Η ταινία έχει χιούμορ επιπέδου και σχολιάζει καλά κάποια «εύθραυστα» σημεία, όπως η υποκρισία όσων φωνάζουν ότι είναι έτοιμοι να δώσουν αλλά δεν το πιστεύουν ή η αχαριστία εκείνων που ενώ δέχονται το καλό λησμονούν τη λέξη ευχαριστώ. Κάποιοι β’ ρόλοι έχουν χάρη, κυρίως του Σιρίλ Λεκόμ που υποδύεται τον άστεγο Γάλλο που έχει ενσωματωθεί με τους… Ρομά. Απλώς το «Βρε καλώς τους!» δεν έχει τη σπίθα του «Θεέ μου, τι σου κάναμε;». Βαθμολογία: 2
«Ο κύκλος» («The circle», ΗΠΑ, 2017)
Παγκόσμιο μπεστ σέλερ πριν από μερικά χρόνια, ο «Κύκλος» του Ντέιβ Εγκερς, με φόντο μια πανίσχυρη διαδικτυακή εταιρεία (που λέγεται «Κύκλος»), είναι ένας εύστοχος σχολιασμός για την επικινδυνότητα του Διαδικτύου που κρύβεται πίσω από τους μηχανισμούς της διαρκούς παρακολούθησης των πάντων αλλά και την απειλή για την απόλυτη έλλειψη ελευθερίας και κοινωνικής ζωής (στην Ελλάδα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ). Συναρπαστικό ανάγνωσμα με το στοιχείο του θρίλερ διαρκώς παρόν, o λογοτεχνικός «Κύκλος» είναι σίγουρα προτιμότερη ψυχαγωγία από την ταινία «Ο κύκλος» («The circle», ΗΠΑ, 2017) του Τζέιμς Πόνσολντ που πάσχει από ζωντάνια και πρωταγωνίστρια. Ανήμπορη να βγάλει από πάνω της τη σκιά της Ερμιόνης Γκρέιντζερ των ταινιών Χάρι Πότερ, η Εμα Γουότσον δίνει μια… αόρατη ερμηνεία στον ρόλο της νεοπροσληφθείσης υπαλλήλου του Κύκλου που δέχεται να συμμετάσχει σε ένα επαναστατικό πείραμα που ξεπερνά κάθε όριο ιδιωτικότητας και προσωπικής ελευθερίας. Χωρίς να θέλω να συγκρίνω τα ασύγκριτα, το βιβλίο με την ταινία, μπορώ να πω ότι λαμβανομένης υπόψη της απήχησης του μπεστ σέλερ του Εγκερς σε όλον τον κόσμο, το κινηματογραφικό αποτέλεσμα αδικεί το μυθιστόρημα με τη φτώχεια του. Ομως ο Τομ Χανκς σε ρόλο που θυμίζει Στιβ Τζομπς εξακολουθεί να ασκεί γοητεία παρότι βρίσκεται σε δεύτερο πλάνο Βαθμολογία: 2
«Μπαρ» («El bar», Ισπανία, 2017)
Εχοντας βρεθεί τη λάθος ώρα στο λάθος σημείο, κάποιοι πελάτες και δύο εργαζόμενοι ενός καφέ μπαρ της Μαδρίτης εγκλωβίζονται μέσα στον χώρο γιατί όλα δείχνουν ότι άπαξ και κάποιος βγει έξω, θα πεθάνει. Ούτως ή άλλως ο θάνατος θ’ αρχίσει να κτυπά και τα άγρια ένστικτα της επιβίωσης βγαίνουν στην επιφάνεια: κάτω από τις συγκεκριμένες συνθήκες ο καθένας δείχνει τον πραγματικό εαυτό του. Οποιες και αν ήταν οι προθέσεις του Αλεξ Ντε Λα Ινγκλέσια στο «Μπαρ» («El bar», Ισπανία, 2017), το σίγουρο είναι ότι ακυρώνονται από την απίστευτη επιμονή του στο γκροτέσκο που εν τέλει γίνεται απωθητικό. Ενώ η ταινία θα μπορούσε να κινηθεί στη λογική των «Δέκα μικρών νέγρων» της Αγκαθα Κρίστι, ένα μεγάλο μέρος της είναι κυριολεκτικά βυθισμένο στις ακαθαρσίες των βόθρων και των υπονόμων, ενώ η μανία του σκηνοθέτη με το σίχαμα μπορεί να προκαλέσει πονοκέφαλο. Γκρο πλάνα σε σάπια δόντια, σε κατσαρίδες, σε σάλια και κόπρανα προκαλούν – το μίνιμουμ – απώθηση, νιώθεις ότι ο φακός βρίσκεται διαρκώς μέσα σε ένα παχύ έντερο περιμένοντας να καταγράψει ό,τι πιο βδελυρό, αηδιαστικό και σιχαμένο βρεθεί μπροστά του.Να μου λείπει το βύσσινο.Βαθμολογία: 0
Bαθμολογία 5: εξαιρετική, 4: πολύ καλή, 3: καλή, 2: ενδιαφέρουσα, 1: μέτρια, 0: απαράδεκτη
*Ο Γιάννης Ζουμπουλάκης είναι κριτικός κινηματογράφου στην εφημερίδα το ΒΗΜΑ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ