Βλάσφημος και αιρετικός, ο ισπανός σκηνοθέτης Λουίς Μπουνιουέλ, ασπαζόμενος το σουρεαλισμό, κινηματογράφησε τις πιο μύχιες σκέψεις, τα αμαρτωλά όνειρα των θνητών, τη σκοτεινή πλευρά της αστικής ζωής. Οι ταινίες του, αγέραστες, προκαλούν με το σαρκασμό και την ελευθεριότητά τους την τρέχουσα ηθική.
του Δημήτρη Μπουρνού
Ο αντιφατικός και αγοραφοβικός Μπουνιουέλ, στην προβολή του «Ανδαλουσιανού σκύλου» (την πρώτη του ουσιαστικά ταινία ένα μανιφέστο του σουρεαλισμού που έκανε σε συνεργασία με τον Σαλβαντόρ Νταλί). είχε «στην τσέπη του πετραδάκια για να πετάξει στο κοινό της αίθουσας αν δεν τους άρεοε η ταινία. Τελικά τα πέταξε διακριτικά στο πάτωμα μετά το τέλος της προβολής και την ενθουσιώδη υποδοχή της.
Τέσσερις μήνες μετά τη μεγάλη επιτυχία της ταινίας ο Μπρετόν, πρωτεργάτης του σουρεαλιστικού κινήματος που είχε «ασπαστεί» ο δημιουργός ζητάει από τον Μπουνιουέλ να πάρει θέση αν είναι με τους σουρεαλιστές ή με τους… μπάτσους πιστεύοντας ότι η επιτυχία της ταινίας κρύβει ενδοτικότητα στην αστική τάξη. Ο Μπαυνιουέλ δεν δείχνει διατεθειμένος να δημιουργεί μια ζωή εν ονόματι «των σουρεαλιστών αλλά σκοπός τον παραμένει το «αλύπητο» μαστίγωμα της κοινωνίας, των θεσμών, της εκκλησίας μέσα από τα ταραγμένα αλλά γοητευτικά του όνειρα, όπως και να υπερασπίζει την ηθική τους που στηριζόταν σε άλλα κριτήρια: στο πάθος, τον εμπαιγμό, την ύβρη ή το μαύρο χιούμορ.
Ελεύθερο πνεύμα, βίαιος, ιδιαίτερα όταν ήταν νέος αναρωτιόταν: «Τι άλλο μπορούμε να κάνουμε με τους θεατές, αν όχι να καταστρέφουμε, να προσβάλουμε όλες τις αξίες τους. Τι άλλο μπορείς να κάνεις από το να περιμένεις να εκπληρωθεί ο ερωτικός σου πόθος μαζί με τον αριστοκράτη αστό και ξαφνικά να γκρεμίζεται, να καταρρέει η επιθυμία σου». Σαδιστικά ο Μπουνιουέλ έπαιξε με τις επιθυμίες και τις φαντασιώσεις μας.
Οι φαντασιώσεις μιας αστής
Μέσα από το πρόσωπο της Σεβερίν στην «Ωραία της ημέρας» (έτος παραγωγής 19666-67, όταν ο Μπουνιουέλ ήταν 66 ετών), ο σκηνοθέτης «ζωντανεύει» τις εμμονές και τις φαντασιώσεις των αστών. Η Κατρίν Ντενέβ, διαθέτοντας το διαβολικό συνδυασμό ψυχρότητας και αισθησιασμού επιλέχθηκε από το σκηνοθέτη να εγσαρκώσει την ηρωίδα της ταινίας του.
Η ψυχρή σεξουαλικά Σεβερίν (Κατρίν Ντενέβ) αρνείται να κάνει έρωτα με τον νεαρό χειρουργό σύζυγό της Πιέρ (Ζαν Σορέλ). Τον απωθεί κάθε φορά που την πλησιάζει, ενώ φαντασιώνεται ότι τη μαστιγώνουν οι ιπποκόμοι, μισόγυμνη, δεμένη σε ενα δένδρο, κάτω από τις προτροπές του άνδρα της. Ο Ισόν (Μισέλ Πικολί), φίλος του ΠΙερ, τη «στέλνει» κυριολεκτικά στην αγκαλιά της προαγωγού Αναΐς, αποκαλύπτοντας «τυχαία» τη διεύθυνση του αριστοκρατικού πορνείου, για να μπορέσει ως πελάτης να απολαύσει το κορμί της, πίσω από τα μάτια του άνδρα της. Όμως, όταν την επισκέπτεται, θεωρώντας ότι έχει χάσει την αγνότητά της, δεν την ποθεί πια. Η Αναΐς ονομάζει τη Σεβερίν «Ωραία της ημέρας», γιατί πηγαίνει στο μπορντέλο κάθε μέρα, 2-5 το απόγευμα. Αν και αρχικά δεν τα καταφέρνει να εξευτελίσει τον καθηγητή της γυναικολογίας, τον πρώτο ουσιαστικά πελάτη της. που υποδύεται μαζοχιστικά τον υπηρέτη της, τελικά, αρχίζει να ζει τις φαντασιώσεις της στο πορνείο.
Γυμνή, φορώντας μόνο ένα μαύρο πέπλο, μέσα σε ένα φέρετρο βλέπει έναν δούκα αριστοκράτη να αυνανίζεται (η αισθησιακή «μυρουδιά» του μαρκήσιου Ντε Σαντ που προκάλεσε σοκ στον νεαρό Μπουνιουέλ, πλανάται ιττην ατμόσφαιρα).
Μετά την πρώτη της «επαφή» με πελάτη καίει τα εσώρουχά της (τις ενοχές της) στο τζάκι. Μέσα από την ηδονή του πορνείου η Σεβερίν ανακαλύπτει την αγάπη της για τον άνδρα της. Ως εκ θαύματος αρχίζει να ενδιαφέρεται γι’ αυτόν πηγαίνοντας στο κρεβάτι του ενώ την κυκλώνει μια νέα ενοχική φαντασίωση – ο Ισόν μονομαχεί με τον Πιέρ αλλά η σφαίρα την τραυματίζει θανάσιμα ενώ είναι δεμένη (δέσιμο και μαζοχισμός είναι αδέλφια, όπως είναι γνωστό) σε ένα δένδρο – μετά την επίσκεψη στο πορνείο του Ισόν, ο οποίος της υπόσχεται να μην το πει στον Πιερ. Κι ενώ αυτά συμβαίνουν στη φαντασία της στην πραγματικότητα του πορνείου ο νεαρός πελάτης γκάνγκστερ Μαρσέλ (Πιέρ Κλεμεντί) που την ερωτεύεται, γίνεται επιθετικός και κτητικός, γι’ αυτό και πυροβολεί τον άνδρα της στα πόδια καθιστώντας τον ανάπηρο. Με την περιποίηση της Σεβερίν ο Πιερ δακρύζει για να σηκωθεί… υγιής. Η Ωραία της ημέρας, «απελευθερωμένη» από τις φαντασιώσεις της. πέφτει στην αγκαλιά του !
Πρόκειται, τελικά, για μια εκπληκτική διείσδυση σε έναν άλλο χώρο, στο χώρο του ασυνείδητου. Μια προσπάθεια απελευθέρωσης τον νευρώσεων κοιτάζοντας μέσα στον καθρέφτη που είναι, με άλλα λόγια, το όνειρο.
Ανεκπλήρωτοι πόθοι
Κανένας άλλος σκηνοθέτης δεν ταπείνωσε, σάρκασε, εξευτέλισε τόσο τον πόθο του αρσενικού για την κατάκτηση του γυναικείου κορμιού.
Μια τρομοκρατική ενέργεια δεν αφήνει να ολοκληρωθούν τα χάδια του Ματιέ (Φερνάντο Ρέι) με την Κοντσίτα (η Ισπανή θερμή καλλονή Αντζελα Μολίνα και η πιο συγκροτημένη και ψυχρή Καρόλ Μπουκέ στον ίδιο ρόλο) στο «Σκοτεινό αντικείμενο του πόθοι·» (1977). Τι αντιφατικός τίτλος, αλήθεια!
Ο αριστοκράτης Μιαιέ γνωρίζει την Κοντσίτα όταν έρχεται για να την προσλάβει ως υπηρέτρια στο σπίτι του στο Παρίσι. Αρχίζει να την πολιορκεί ερωτικά χωρίς αποτέλεσμα, τρέχοντας κυριολεκτικά πίσω από τα φουστάνια της. Κωμική φιγούρα εραστή που γελοιοποιείται, αδύναμος, υποτάσσεται στον πόθο του ανίκανος να τον ικανοποιήσει. Προσπαθεί να την κατακτήσει αγοράζοντας σ’ αυτήν και στη μητέρα της ένα σπίτι, δίνοντάς της χρήματα. Η Κοντσίτα δεν λέει σίτε ναι σίτε όχι. Τον κρατά σε απόσταση, αλλά συγχρονίας τον «ανάβει* για να μην τον χάσει, αφήνοντάς του κάποιες ελπίδες για εριστική ολοκλήρωση, αλλά και τον φτάνει στο απόγειο του μαζοχισμού του, όταν χαϊδεύεται με τον εραστή της πίσω ατό τα κάγκελα του σπιτιού (που της έχει αγοράσει ο ίδιος), ενώ εκείνος τη βλέπει. Η Αντζελα Μολίνα, από τη μια σκηνή στην άλλη, γίνεται… Καρόλ Μπουκε. Ο Μαπέ δεν καταλιιβαίνει τίποτα (Και αρκετοί θεατές, όποις λέει ο ίδιος ο Μπουνιουέλ, δεν καπάλαβαν όπ παίζουν την Κοντσίτα δύο γυναίκες). Ο Ματιέ δεν κυνηγάει τη συγκεκριμένη γυναίκα. Κυνηγάει τη μορφή της γυναίκας, το κορμί της. την εικόνα της.
Στην «Τριστάνα» (1969-70) ο πόθος της κατοχής της γυναίκας κρύβεται πίσω από την πατρική προστασία και στοργή του Δον Λόπε (Φερνάντο Ρέι). Πρέπει να τον υπηρετεί σεξουαλικά η Τριστάνα (Κατρίν Ντενέβ), γιατί η θέση της είνιιι μέσα στο σπίτι. Ο διεστραμμένος έρωτας χωρίς αγάπη δεν ολοκληρώνεται. Η Τριστάνα φεύγει από το σπίτι που την άφησε η μητέρα της λίγο πριν πεθάνει, με τον ζωγράφο Οράτιο (Φράνκο Νέρο). Δύο χρόνια αργότερα επιστρέφει για να παντρευτεί τον Δον Λόπε. Πληρώνει με την ευτυχία της την ανάγκη να γυρίσει στον κοινωνικό της χώρο. Από αφελής και αθώα που είναι στην αρχή, αφήνει στο τέλος, ψυχρή, τον Δον Λοπέ να πεθάνει, υποκρινόμενη ότι παίρνει στο τηλέφωνο τον γιατρό.
Λέγε με Λουίς
Ο Μπουνιουέλ, γεννημένος το 19(Χ) στο χωριό Καλάντα της Ισπανίας, πρωτότοκος ανάμεσα σε επτά αδέλφια, θα ασχο- λιόταν με τη φιλοσοφία, τη λογοτεχνία, την εντομολογία, το μποξ, τη ζωγραφική και φυσικά τον κινηματογράφο με το ίδιο πάθος. Μαθητής-φαινόμενο για τους Ιησουίτες δασκάλους του. αντιτίθεται στο διαποτισμένο από τον καθολικισμό περιβάλλον του με τον καλύτερο τρόπο. Χαρακτηριστική είναι η σκηνή που διηγείται η αδελφή του Κοντσίτα, με το δείπνο της οικογένειας στο οποίο ο Λουίς επέμενε ότι «ένα μεσημέρι στο κολέγιο είχε βρει μέσα στη σούπα του ένα μαύρο σώβρακο ενός Ιησουίτη».
Η δεύτερή του ταινία. «Χρυσή εποχή» (1930). απαγορεύτηκε για πενήντα περίπου χρόνια, ενώ η «Βιριδιάνα». παρά τις λυσσαλέες προσπάθειες των ισπανικών και καθολικών οργανισμών να απαγορεύσουν την προβολή της, πήγε στις Κάννες και κέρδισε το Χρυσό Βραβείο (1961).
Υπήρξε αγαπημένος φίλος με τον Λόρκα. για ένα διάστημα με τον Νταλί, πριν τον μισήσει εξαιτίας της Γκαλά και του φασισμού, με τον Μπρετόν. τον Μαν Ρέι, τον Μαξ Ερνστ.ένας πολίτης του κόσμου, αφού έζησε στο Μεξικό, στην Αμερική, ατο Παρίσι και φυσικά στην Ισπανία
Αμαρτωλός της νύχτας, λάτρευε τα μπαρ και ιδιαίτερα αυτό του ξενοδοχείου Πλάζα ιπη Μαδρίτη. «Τα καφέ είναι χώρος για συζήτηση, χώρος του πήγαινε-έλα και της ηχηρής, καμιά φορά. ομιλιας των γυναικών. Τα μπαρ, αντίθετα είναι μια άσκηση μοναξιάς». Φοβερός; πότης, έπινε τα πάντα Αδυναμία είχε όμως στο Dry Martini
«Ένα καλό Dry Martin. έλεγε «πρέπει να μοιάζει με τη σύλληψη της Παρθένου». Αρχισε το κάπνισμα γύρω στα 16 και από τότε δεν σταμάτησε ποτέ. «Το αλκοόλ και το τσιγάρο συνοδεύουν πολύ ευχάριστα τον έρωτα. Γενικά, το αλκοόλ τοποθετείται πρώτα και ο καπνός μετά».
Χωρίς μεταμέλεια θυμόταν τις πουτάνες της Μαδρίτης, τα παρισινά μπορντέλα και τα τάξι-γκερλ της Νέας Υόρκης, όπως και τη μοναδική ταινία πορνό που είχε δει στη ζωή του στο Παρίσι, όταν ήταν 25 χρόνων, με πολλές σοδομιστικές περιπτύξεις, αυτή που σχεδίαζε με τον Ρενέ Κλερ να την προβάλλουν σε ένα παιδικό κινηματογράφο αφού έδεναν και φίμωναν τον μηχανικό προβολής. «O tempora o mores! H ιδέα να βεβηλώσουμε την παιδική ηλικία μας φαινότον μία από τις πιο ελκυστικές μορφές καταστροφής. Φυσικά δεν κάναμε τίποτα». θα γράψει στην ανιοβιογραφία του.
Ακόμα πιο ελκυστική ήταν η ιδέα να συμμετέχει σε ένα όργιο. «Μια μέρα στο Χόλιγουντ ο Τσάρλι Τσάπλιν οργάνωσε ένα όργιο για μένα και δύο Ισπανούς φίλους μου. Εφτασαν τρεις όμορφες νεαρές κοπέλες της Πασαντένα. αλλά για κακή μας τύχη άρχισαν να μαλώνουν μεταξύ τους γιατί και οι τρεις τους ήθελαν τον Τσάρλι Τσάπλιν. Τελικά έφυγαν»,
«Οι μανίες σε βοηθούν να ζεις. Λυπάμαι για τους ανθρώπους που δεν έχουν», θα πει, και στα 1920. στη Μαδρίτη, θα τον συγκλονίσει η χωρίς φανερό λόγο αυτοκτονία μιας κοπέλας με τον αρραβωνιαστικό της, η οποία όπως αποκαλύφθηκε στη νεκροψία ήταν παρθένα. Ο Μπουνιουέλ αισθανόταν εκείνη την εποχή σαν τον καλόγερο που μπορεί να αγαπήσει την Παρθένο Μαρία.
Φυσικά, παράλληλα τον βασάνιζαν και άλλες ερωτικές φαντασιώσεις που η αρχή τους ορίζεται στα 14 τουχρόνια Για παράδειγμα, η μελέτη τον αμαρτωλού Ντε Σαντ («120 μέρες στα Σόδομα»), που τον σοκάρισε τόσο ώστε να γραφτεί στη λίστα αναμονής της βιβλιοθήκης της οδού Βοναπάρτη στο Παρίοι για να πάρει τη «Ζυστίν», την οποία όμως δεν μπόρεσε να πάρει ποτέ.
Όπως και ο θαυμασμός της σεξουαλικής ανδρείας των νάνων αφού χρησιμοποίησε και κάποιον στο «Ναζαρέν» (1958-59). «Αυτός που έπαιζε στο Ναζαρέν είχε στο Μεξικό δύο μαιτρέσες που τις έβλεπε εναλλάξ. Μερικές γυναίκες αγαπούν τους νάνους. Ισιος γιατί νομίζουν ότι έχουν εραστή αλλά συγχρόνως κι ένα παιδί».
Ο Λουίς Μπουνιουέλ, τελικά, «άγιος της αμαρτίας» σκάρωσε το πιο ηδονικό, το πιο καταστροφικό παιχνίδι, μια ξυραφιά στο μάτι του «Ανδαλουσιανού σκύλου» και στο ηδονοβλεπτικό μάτι του θεατή.
Ο Λουίς Μπουνιουέλ δεν είναι τελικά άλλος απ’ αυτόν που ομολόγησε:
«Η σεξουαλική απόλαυση είναι αναπόσπαστα δεμένη με την ιδέα τη; αμαρτίας και δεν υπάρχει χωρίς το θρησκευτικό πλαίσιο. Η σεξουαλική πράξη δεν μΐπορεί να υποβιβαστεί σε απλό κεφάλαιο της Υγιεινής Είναι μια συναρπαστική, σκοτεινή, αμαρτωλή, διαβολική εμπειρία. Σεξουαλικός έρωτας χωρίς θρησκεία είναι αυγό χωρίς αλάτι. Η αμαρτία πολλαπλασιάζει τον πόθο».