Σκοπός της παρακάτω μελέτης είναι η έρευνα σχετικά με την μερισματική πολιτική και τη φορολόγηση των μερισμάτων που ακολουθεί η Ελλάδα και οι χώρες της ΕΕ. Γίνεται μια σύγκριση μεταξύ της Ελλάδας και των χωρών της ΕΕ και καταλήγει σε συμπεράσματα για το ποια πολιτική θα ήταν πιο ελκυστική για ξένες επενδύσεις.
του Δημήτρη Τζιώρτζη -Ε.Π. Διοίκηση Επιχειρήσεων
1. Η πολιτική των μερισμάτων
Τα μερίσματα είναι το μέρος των κερδών της επιχείρησης (αφού έχουν πληρωθεί οι φόροι και έχει κρατηθεί το ποσό που αφορά το τακτικό αποθεματικό) που διανέμονται στους μετόχους. Τα μερίσματα είναι εξίσου σημαντικά για τους επενδυτές αλλά και για τις ίδιες τις εταιρείες. Η διανομή μερισμάτων στους μετόχους ικανοποιεί την επιθυμία των επενδυτών για απόδοση των επενδύσεών τους και δημιουργεί στην αγορά θετική εικόνα για τις εταιρείες που διανέμουν το μέρισμα, με αποτέλεσμα αυτές να μπορούν να προσελκύσουν ευκολότερα νέες επενδύσεις. Από την άλλη μεριά όμως μειώνεται η ρευστότητα των εταιρειών αυτών. Επιπλέον, τα υψηλά μερίσματα αποδυναμώνουν τις επιχειρήσεις από τυχόν καλές ευκαιρίες επένδυσης, επειδή η μη ύπαρξη των αναγκαίων κεφαλαίων και η προσφυγή στο τραπεζικό σύστημα, σημαίνει, εκτός των άλλων και σημαντική χρονική καθυστέρηση.
Οι πολιτικές της διανομής των μερισμάτων χωρίζονται σε 2 κατηγορίες. Η πρώτη είναι η μακροπρόθεσμη, η οποία αποτελείται από την Υπολειμματική Μερισματική Πολιτική σύμφωνα με την οποία, τα κέρδη διατίθενται πρωτίστως για τη χρηματοδότηση επενδυτικών προγραμμάτων και όταν προκύπτουν περισσευούμενα κεφάλαια διανέμονται ως μερίσματα.
Η δεύτερη κατηγορία είναι η βραχυπρόθεσμη. Εδώ χρησιμοποιείται η Πολιτική Σταθερών Μερισμάτωνσύμφωνα με την οποία, η πολιτική μιας επιχείρησης είναι η καταβολή σε μόνιμη βάση ενός σταθερού ποσού μερίσματος το οποίο διατηρεί ανεξαρτήτως διακυμάνσεων στο επίπεδο των κερδών της. Η πολιτική αυτή θεωρείται επιθυμητή από τη διοίκηση των εταιρειών. Επίσης οι περισσότεροι από τους μετόχους προτιμούν τα σταθερά μερίσματα αφού, εφόσον οι οικονομικές συνθήκες παραμένουν σταθερές, έχουν θετική επίπτωση στην τιμή αγοράς της μετοχής.
Οι τρεις πολιτικές οι οποίες χρησιμοποιούνται πιο συχνά είναι οι εξής:
• Σταθερό Μέρισμα ανά Μετοχή
• Πολιτική Σταθερής Αναλογίας Πληρωμής
• Χαμηλό Τακτικό Μέρισμα συν Έκτακτο
- Η πρώτη περίπτωση (Σταθερό μέρισμα ανά μετοχή) βασίζεται στην καταβολή ενός σταθερού μερίσματος σε κάθε περίοδο. Ορισμένες εταιρείες υιοθετούν την πολιτική πληρωμής ενός σταθερού ποσού ανά μετοχή ως μέρισμα κάθε περιόδου, μη λαμβάνοντας υπόψη τυχόν διακυμάνσεις στα κέρδη της εταιρείας. Η συγκεκριμένη πολιτική δεν υπονοεί πως το μέρισμα ανά μετοχή ή το ποσοστό μερίσματος δεν αυξάνονται ποτέ. Όταν η εταιρεία φθάνει σε ένα νέο επίπεδο κερδών και αναμένει να το διατηρήσει, το ετήσιο μέρισμα ανά μετοχή μπορεί να αυξηθεί. Επενδυτές που έχουν τα μερίσματα ως μοναδική πηγή εισοδήματος προτιμούν την εν λόγω πολιτική.
- Στην πολιτική σταθερής αναλογίας πληρωμής, καταβάλλεται ένα σταθερό ποσοστό των κερδών σε κάθε περίοδο. Δεδομένου ότι τα κέρδη παρουσιάζουν διακυμάνσεις, μια τέτοια πολιτική συνεπάγεται διακυμάνσεις και στα μερίσματα. Διασφαλίζει ότι καταβάλλονται μερίσματα όταν πραγματοποιούνται κέρδη ενώ αποφεύγονται όταν παρουσιάζονται ζημίες.
- Στην τρίτη περίπτωση (χαμηλό τακτικό μέρισμα συν έκτακτο), συναντάμε μία πολιτική η οποία ουσιαστικά είναι μια ενδιάμεση των δύο προηγούμενων πολιτικών (σταθερού μερίσματος και σταθερής αναλογίας). Μια πολιτική σαν και αυτή δίνει στην εταιρεία ευελιξία ενώ οι μέτοχοι μπορούν να στηρίζονται στο ότι θα τους καταβληθεί ένα ελάχιστο μέρισμα. Υιοθετείται συχνά από εταιρείες με σχετικά ευμετάβλητα κέρδη από χρόνο σε χρόνο. Η συγκεκριμένη πολιτική μπορεί να διατηρηθεί ακόμη και σε περιπτώσεις που τα κέρδη μειώνονται, οπότε επιπλέον μερίσματα θα καταβάλλονται μόνο όταν υπάρχει πλεόνασμα κεφαλαίου.
Εκτός από τη διανομή των ανωτέρω μερισμάτων, ο νόμος ( N. 2190/1920 ) παρέχει τη δυνατότητα διανομής προσωρινών μερισμάτων. Ως «προσωρινό μέρισμα» ή «προμέρισμα» νοείται το μέρισμα, το οποίο καταβάλλεται, διαρκούσης της εταιρικής χρήσης και πριν από την έγκριση του ισολογισμού, επί τη βάσει λογιστικής κατάστασης περί της εταιρικής περιουσίας, η οποία συντάσσεται όπως και ο ισολογισμός.
Τα διανεμόμενα προμερίσματα δεν μπορούν να υπερβούν το ήμισυ των καθαρών κερδών, που εμφανίζονται στη λογιστική κατάσταση. Εάν τα διανεμόμενα προμερίσματα είναι ανώτερα των προς διανομή οριστικών κερδών της εταιρικής χρήσης, κατά τον οριστικό ισολογισμό, οι μέτοχοι υποχρεούνται να επιστρέψουν στην εταιρεία τα υπερβάλλοντα ποσά.
2. Ποσοστό διανομής μερισμάτων
Η Ελλάδα είναι μία από τις χώρες που το ελάχιστο ποσοστό διανομής μερίσματος αποφασίζεται κατ΄ αρχήν από το εκάστοτε ισχύον νομοθετικό πλαίσιο.
Έτσι σύμφωνα με το Ν.2190/1920 και το Ν.876/1979, μία ανώνυμη εταιρεία σε περίπτωση κερδών θα έπρεπε να διανείμει ως πρώτο μέρισμα το μεγαλύτερο μεταξύ του 35% των καθαρών κερδών ή ποσοστό 6% επί του μετοχικού της κεφαλαίου. Με τις αλλαγές που πραγματοποιήθηκαν με το Ν.3604/2007 καταργήθηκε η προβλεπόμενη στην παρ. β, του άρθρου 45 του Ν.2190/1920 διάταξη για την καταβολή ως πρώτου μερίσματος ποσού ίσου προς το 6% επί του καταβλημένου εταιρικού (μετοχικού) κεφαλαίου. Έτσι σύμφωνα με τη νέα παρ. β του ιδίου άρθρου το πρώτο μέρισμα υπολογίζεται με τα προβλεπόμενα από το άρθρο 3 του Α.Ν.148/1967 (όπως αυτός τροποποιήθηκε διαδοχικά από τους νόμους 2753/1999 – 2789/2000 και 3460/2006). Σύμφωνα με αυτό:
1. Οι ανώνυμες εταιρείες υποχρεούνται να διανέμουν στους μετόχους ποσοστό τουλάχιστον 35% επί των καθαρών κερδών, μετά την αφαίρεση μόνο του τακτικού αποθεματικού και των κερδών από την εκποίηση μετοχών οι οποίες κατέχονται τουλάχιστον από δεκαετίας και αντιπροσωπεύουν συμμετοχή ανώτερη του 20% επί του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου θυγατρικής τους εταιρείας.
Το καθαρό κέρδος που απομένει από την αποτίμηση χρηματοπιστωτικών μέσων στην εύλογη αξία τους μετά την αφαίρεση των ζημιών από την ίδια αιτία δεν λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό του υποχρεωτικού μερίσματος που προβλέπεται από την υφιστάμενη νομοθεσία.
2. Τα παραπάνω δεν εφαρμόζονται:
i. Εάν η γενική συνέλευση των μετόχων με πλειοψηφία τουλάχιστον 65% του καταβεβλημένου εταιρικού κεφαλαίου αποφασίσει αυτό. Στην περίπτωση αυτή, το μη διανεμόμενο μέρισμα μέχρι τουλάχιστον ποσοστού 35% επί των καθαρών κερδών, μεταφέρεται στα βιβλία της εταιρείας σε ειδικό λογαριασμό αποθεματικού προς κεφαλαιοποίηση. Το αποθεματικό αυτό υποχρεούται η ανώνυμη εταιρεία εντός τετραετίας από το χρόνο του σχηματισμού του να το κεφαλαιοποιήσει, με έκδοση νέων μετοχών που παραδίδει δωρεάν στους δικαιούχους μετόχους.
ii. Εάν το αποφασίσει η Γενική Συνέλευση με πλειοψηφία 70% τουλάχιστον του καταβλημένου εταιρικού κεφαλαίου, δεν εφαρμόζονται ούτε τα προβλεπόμενα από την προηγούμενη υποπερίπτωση.
3. Παρακράτηση φόρου επί διανομής μερισμάτων
Σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 36 του Ν.4172/2013 , ο όρος «μερίσματα» σημαίνει το εισόδημα που προκύπτει από μετοχές, ιδρυτικούς τίτλους, ή άλλα δικαιώματα συμμετοχής σε κέρδη τα οποία δεν αποτελούν απαιτήσεις από οφειλές (χρέη), καθώς και το εισόδημα από άλλα εταιρικά δικαιώματα, στα οποία περιλαμβάνονται τα μερίδια, οι μερίδες συμπεριλαμβανομένων των προμερισμάτων και μαθηματικών αποθεμάτων (σ.σ. στον νόμο αναφέρεται λανθασμένα ο όρος «αποθεματικά»), οι συμμετοχές σε κέρδη προσωπικών επιχειρήσεων, οι διανομές των κερδών από κάθε είδους νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα, καθώς και κάθε άλλο συναφές διανεμόμενο ποσό.
Περαιτέρω, με τις διατάξεις της περ. α΄ της παρ.1 των άρθρων 62 και 64 του Ν.4172/2013ορίζεται ότι στα μερίσματα που καταβάλλουν οι υπόχρεοι του άρθρου 61 του ιδίου νόμου, ενεργείται παρακράτηση φόρου με συντελεστή 10% για εισοδήματα που αποκτώνται μέχρι την 31/12/2016 και συντελεστή 15% για εισοδήματα που αποκτώνται από την 01/01/2017 και μετά. Σύμφωνα με την απόφαση ΠΟΛ.1012/3-1-2014 η δήλωση υποβάλλεται το αργότερο τρεις (3) ημέρες πριν το τέλος του δεύτερου μήνα από την ημερομηνία καταβολής της υποκείμενης σε παρακράτηση πληρωμής. Με την ΠΟΛ.1011/2014 αναφέρεται ότι «ειδικά για το εισόδημα από μερίσματα, η καταβολή της υποκείμενης σε παρακράτηση πληρωμής σε κάθε περίπτωση νοείται ότι έχει διενεργηθεί μέσα σε ένα μήνα από την έγκριση του ισολογισμού από τα αρμόδια όργανα».
Mε τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 45 του N. 2190/1920 ορίζεται ότι καθαρά κέρδη της εταιρείας είναι τα προκύπτοντα μετά την αφαίρεση εκ των πραγματοποιηθέντων ακαθαρίστων κερδών παντός εξόδου, πάσης ζημίας, των κατά τον νόμο αποσβέσεων και παντός άλλου εταιρικού βάρους. Τα καθαρά κέρδη διανέμονται κατά την εξής σειρά: α)αφαιρείται η κατά τον παρόντα νόμο ή το καταστατικό κράτηση για τακτικό Αποθεματικό, β)κρατείται το απαιτούμενο ποσό για την καταβολή του μερίσματος, που προβλέπεται από το άρθρο 3 του Α.Ν. 148/1967 και γ) το υπόλοιπο διατίθεται κατά τους ορισμούς του καταστατικού ή εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά κατά τις αποφάσεις της Τακτικής Γενικής Συνέλευσης.
4. Φορολογία μερισμάτων Φυσικών Προσώπων που προέρχονται από εταιρείες που εδρεύουν σε αλλοδαπές χώρες και ΣΑΔΦ
Γενικά στις ΣΑΔΦ εφαρμόζονται δύο μέθοδοι: Η μέθοδος της εξαίρεσης σύμφωνα με την οποία το κράτος κατοικίας δεν φορολογεί το εισόδημα που αποκτήθηκε στο άλλο συμβαλλόμενο κράτος, μπορεί όμως να το συμπεριλάβει στο σύνολο των εισοδημάτων του φορολογουμένου, αλλάζοντας πιθανόν φορολογικό συντελεστή, με αποτέλεσμα να φορολογηθεί με υψηλότερο συντελεστή το εισόδημα που αποκτάται στο κράτος κατοικίας (προοδευτικότητα της φορολογίας). Η άλλη μέθοδος είναι αυτή της πίστωσης του φόρου όπου το κράτος της κατοικίας προβαίνει στην έκπτωση του φόρου που αναλογεί σε αυτό, του φόρου που καταβλήθηκε στην αλλοδαπή και μέχρι του ποσού του φόρου που οφείλεται σε αυτό.
Η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια εφαρμόζει φορολογική πολιτική αυξημένης φορολογίας επί μερισμάτων για πολλούς λόγους. Ένας από αυτούς είναι και η διεύρυνση της φορολογικής βάσης και μιας πιο γενικευμένης φορολόγησης εισοδημάτων και κερδών. Όπως τα περισσότερα κράτη, έτσι και η Ελλάδα, προκειμένου να ασκήσει τη φορολογική της εξουσία, επιβάλλει φόρο στο εισόδημα και στο κεφάλαιο βασιζόμενη στην αρχή της κατοικίας και στην αρχή της πηγής του εισοδήματος ή της τοποθεσίας του κεφαλαίου.
Τα κράτη, βασιζόμενα στις παραπάνω αρχές, είναι πιθανόν να φορολογήσουν το ίδιο πρόσωπο για το ίδιο εισόδημα ή κεφάλαιο δύο φορές και αυτό έχει σαν συνέπεια την αποθάρρυνση των επενδύσεων.
Έτσι, πολλά κράτη έχουν υπογράψει τις διμερείς ΣΑΔΦ (Συμβάσεις Αποφυγής Διπλής Φορολογίας). Υπάρχουν διάφορες φορολογικές και λοιπές πρόνοιες στις ΣΑΔΦ όπως συμφωνίες αποφυγής διπλής φορολογίας, επί τόκων, μερισμάτων και δικαιωμάτων, συμφωνίες για τη χώρα φορολόγησης εισοδημάτων από εξαρτημένη ή μη εργασία, συμφωνίες για τη φορολογία πλοίων, συμφωνίες ανταλλαγής πληροφοριών σε θέματα φοροδιαφυγής και φοροαποφυγής, συμφωνίες που καλύπτουν τη φορολογία των επενδύσεων και των εισοδημάτων κ.λπ.. Η βασική συνεισφορά αυτών αναφέρεται στην αύξηση των άμεσων επενδύσεων μεταξύ των συμβαλλόμενων χωρών, καταλύοντας φραγμούς εισόδου στο ξένο κεφάλαιο. Αυτή τη στιγμή η χώρα μας έχει υπογράψει πενήντα επτά (57) διμερείς ΣΑΔΦ.
Ας δούμε τώρα τι συμβαίνει σε περίπτωση που φορολογικός κάτοικος Ελλάδος λαμβάνει μερίσματα από εταιρεία που εδρεύει σε αλλοδαπή χώρα και δεν κάνει χρήση της τυχόν υφιστάμενης ΣΑΔΦ, είτε επειδή σε αυτήν προβλέπεται υψηλός φορολογικός συντελεστής επί παρακράτησης φόρου μερισμάτων, είτε επειδή δεν υφίσταται ΣΑΔΦ. Το άρθρο 9 του Ν. 4172/2013 αναφέρει:
1. «Εάν κατά τη διάρκεια του φορολογικού έτους ένας φορολογούμενος που έχει φορολογική κατοικία στην Ελλάδα αποκτά εισόδημα στην αλλοδαπή, ο καταβλητέος φόρος εισοδήματος του εν λόγω φορολογούμενου, όσον αφορά στο εν λόγω εισόδημα, μειώνεται κατά το ποσό του φόρου που καταβλήθηκε στην αλλοδαπή για αυτό το εισόδημα. Η καταβολή του ποσού του φόρου στην αλλοδαπή αποδεικνύεται με τα σχετικά δικαιολογητικά έγγραφα, σύμφωνα με τα οριζόμενα στον Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας.
2. Η μείωση του φόρου εισοδήματος που προβλέπεται στην προηγούμενη παράγραφο δεν δύναται να υπερβαίνει το ποσό του φόρου που αναλογεί για το εισόδημα αυτό στην Ελλάδα».
5. Παραγραφή της αξίωσης των μετόχων, για καταβολή των μερισμάτων εκ μέρους της ανώνυμης εταιρείας
Εφόσον τα μερίσματα δεν γίνουν απαιτητά από τους μετόχους, οπότε η ανώνυμη εταιρεία είναι αναγκασμένη να τα αποδώσει μέσα δύο μήνες από την απόφαση της τακτικής γενικής συνελεύσεως που ενέκρινε τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις ( άρθρο 44α παρ. 2 Κ.Ν.2190/1920 ), τότε μπορούν να εμφανίζονται ως υποχρεώσεις στο λογαριασμό «53.01 Μερίσματα Πληρωτέα».
Περαιτέρω όμως πρέπει να σημειωθεί ότι η αξίωση του μετόχου ή του κυρίου της μερισματαποδείξεως για το μέρισμα υπόκειται σε πενταετή παραγραφή (ΑΚ άρθρο 250 περ. 15), που αρχίζει από το τέλος του έτους στο οποίο γεννήθηκε η απαίτηση, δηλ. από το τέλος του έτους στο οποίο εγκρίθηκε ο Ισολογισμός της χρήσεως και λήφθηκε η απόφαση για διανομή.
Αν ο προσδιορισμός του χρόνου πληρωμής του μερίσματος ανατέθηκε στο ΔΣ η παραγραφή δεν αρχίζει προτού καθορισθεί ο χρόνος αυτός. Αν ύστερα από σχετική εντολή του δικαιούχου (και όχι απλώς με μονομερή ενέργεια της οφειλέτριας εταιρείας) το ποσό του οφειλόμενου μερίσματος μεταφέρεται από το λογαριασμό 53.01 «Μερίσματα Πληρωτέα» στην πίστωση προσωπικού λογαριασμού του δικαιούχου απαιτείται πλέον 20ετήςπαραγραφή.
Σημείωση: Οι απαιτήσεις εκ μερισμάτων, μερισματαποδείξεων κ.λπ. που παραγράφονται περιέρχονται οριστικά στο Ελληνικό Δημόσιο, δηλ. τα οφειλόμενα από ΑΕ μερίσματα που παραγράφονται πρέπει να αποδίδονται από αυτή στο Δημόσιο.
6. Συμπεράσματα – Προτάσεις
Η παρακράτηση του φόρου επί της διανομής των μερισμάτων στην Ελλάδα είναι μόλις 1% κάτω από τον μέσο όροτων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (συνημμένο γράφημα). Ωστόσο, άλλες παράμετροι, όπως το ασταθές πολιτικό περιβάλλον και οι συνεχόμενες αλλαγές στα ποσοστά φορολόγησης είναι λόγοι αποτρεπτικοί για την προσέλκυση αλλοδαπών επενδύσεων. Η προσέλκυση ξένων επενδύσεων απαιτεί κίνητρα, τα οποία αν κρίνουμε εκ του αποτελέσματος δεν είναι σημαντικά ή δεν ελκύουν σε ικανοποιητικό βαθμό τους ξένους επενδυτές τη δεδομένη χρονική στιγμή. Αν οι ξένες επενδύσεις αποκτήσουν ευνοϊκότερους όρους από αυτούς που ισχύουν για τις ημεδαπές, θα υπάρξει δυσαρέσκεια. Κατά συνέπεια, οι ξένες εταιρείες θα πρέπει να επενδύσουν στην Ελλάδα με ίσους όρους με τους τοπικούς επενδυτές. Ωστόσο ίσως θα πρέπει να εξεταστεί η παροχή περαιτέρω κινήτρων σε ορισμένες περιπτώσεις για την προσέλκυση ξένων επενδύσεων, καθώς αυτές θα βοηθήσουν και την ανάπτυξη της εγχώριας επιχειρηματικότητας.
Η Ελλάδα πρέπει να αναδείξει τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα, να παρέχει φορολογικά και χρηματοοικονομικά κίνητρα για να κινήσει το ενδιαφέρον των ξένων επενδυτών. Ένα θετικό στοιχείο για την Ελλάδα είναι ότι έχει πρόσβαση σε εκτενές δίκτυο συμβάσεων αποφυγής διπλής φορολογίας, έχοντας υπογράψει ΣΑΔΦ με 57 χώρες.