Υπάρχουν στιγμές που η πλατεία του Αγίου Γεωργίου στην Κυψέλη είναι γαλήνια και φωτεινή και η κοιλότητα που σχηματίζουν οι πολυκατοικίες προς την οδό Ιθάκης γεννάει το αίσθημα μιας αστικής λίμνης. Ενα τέτοιο πρωινό έβγαινα στην πλατεία αφήνοντας πίσω μου την οδό Επτανήσου, έναν, ίσως, από τους πιο πυκνούς σε αστικά σήματα δρόμους της Αθήνας.
του Νίκου Βατόπουλου
Αλλά στην πλατεία, με τους νεομπαρόκ φανοστάτες και τα παχουλά χερουβείμ, με τον ήλιο να φωτίζει τις προσόψεις και την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου να οργανώνει το βλέμμα και να εξακτινώνει τις διαδρομές, έστριψα δεξιά στο πεζοδρομημένο κομμάτι της μικρής οδού Αντιπάρου.
Αν δεν την ξέρετε, αξίζει να τη γνωρίσετε. Είναι ένα τόσο δα δρομάκι και όσες πολυκατοικίες χτίστηκαν εκεί του προσέδωσαν βάθος αστικής χαράδρας. Ωστόσο, υπάρχει ομορφιά. Κάνει κούρμπα ο δρόμος και απολύτως φυσικά οδηγείσαι στην προέκταση της Αντιπάρου προς την οδό Τήνου.
Η γαλήνη εκείνης της στιγμής είχε υπογραμμιστεί, καθώς στα δεξιά μου είχα ένα γωνιακό διώροφο σπίτι θαυμαστά συντηρημένο. Τα παντζούρια ήταν γαλανά με μια μοβ υπόστρωση, σαν τα λουλούδια του πλουμπάγκο, και το αρτιφισιέλ στην πρόσοψη είχε την κλασική αθηναϊκή ώχρα. Η γωνία ήταν σκεπασμένη με πυκνό κισσό, αλλά αυτό που με συγκίνησε περισσότερο ήταν το παράθυρο αριστερά της εξώπορτας. Ενα πυκνό σπαράγγι το στόλιζε, αλλά μέσα από το τζάμι μπορούσε να δει κανείς τις ράχες μερικών βιβλίων τοποθετημένων το ένα πάνω στο άλλο με αγάπη ως μια κίνηση του σπιτιού προς τον δρόμο. Αγάπησα τους ιδιοκτήτες.
Ξαναγύρισα, όμως, πίσω, γιατί ήθελα να μείνω στη σκιά της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου, που περιμετρικά έχει τον δικό της ζωτικό χώρο, σε ένα αστικό cul-de-sac.
Aνεβαίνοντας πάλι την Αντιπάρου, είχα πίσω μου την οδό Τήνου και μπροστά μου τον ναό. Εστριψα αριστερά, στη γωνία με τον όμορφο κισσό, και λίγα μέτρα πιο κάτω, έπεσα πάνω σε ένα από τα εγκαταλελειμμένα σπίτια της Κυψέλης.
Ηταν ένα από τα «μοντέρνα» του Μεσοπολέμου, χτισμένο τη δεκαετία του 1930, με όλη εκείνη τη νέα αισθητική γλώσσα της εποχής που στα μάτια μας, σήμερα, εμφανίζεται σε ένα ημίφως σαν πίσω από μια γάζα μνήμης. Ηταν όμως όλο εκεί, μπροστά μου, και αν ήθελα μπορούσα να το αγγίξω και να νιώσω την υγρασία στα ακροδάχτυλά μου. Δεν το έκανα, αλλά η σιωπή του σπιτιού ξεχυνόταν στον δρόμο, απλωνόταν πέρα από τις σκιές και μαζί της έφερνε εκείνη τη σκοτεινή υγρασία που έχουν τα παλιά σπίτια.
Σκέφτηκα ότι σε κάποια από τις κρεβατοκάμαρες μπορεί να υπήρχαν παλιές εφημερίδες ή κάποιο τραπέζι με συρτάρια μαγκωμένα από τον χρόνο. Και αυτό που πιο πολύ με τραβούσε κοντά σε αυτό το σπίτι, ήταν ο τρόπος που είχε «χωθεί» στη γωνία, που ήταν περισσότερο μια τσάκιση, η ακμή πάνω στην οποία δύο τοίχοι ακουμπάνε ο ένας τον άλλον.
Ηταν μεγάλες η αντίστιξη και η διαφορά από το σπίτι που είχα μόλις προσπεράσει, με τα γαλανά παραθυρόφυλλα και τα βιβλία στο παράθυρα. Ηταν και τα δύο σπίτια του Μεσοπολέμου, την εποχή που η περιοχή γύρω από τον Αγιο Γεώργιο ήταν γεμάτη από αστικά σπίτια.
Η Ανδρου, η Ιθάκης, η Τήνου ήταν κλασικές οδοί με κατοικίες υψηλής ποιότητας, και ακόμη και σήμερα ανακαλούν αυτήν την ατμόσφαιρα.
Αλλά τα δύο σπίτια στη σκιά του Αγίου Γεωργίου, το συντηρημένο – λίγο πιο κλασικό, με εκλεκτικιστική οργάνωση, και το παρατημένο – πιο μοντέρνο με κεραμιδένια γιρλάντα να υποδηλώνει το κράτημα σε μια πιο ρουστίκ αντίληψη, ήταν ένα αστικό δίδυμο με μεγάλο συμβολισμό.
Το κλειστό διώροφο, με τα ρολά κατεβασμένα, με τους κάθετους φεγγίτες του κλιμακοστασίου, και με ένα ζωηρό πράσινο χρώμα στο ισόγειο, που ποιος ξέρει πότε και από ποιον βάφτηκε, ήταν ένα συνοικιακό απολίθωμα αθηναϊκού μοντερνισμού. Είναι ένα κοίτασμα που λιγοστεύει.
πηγή: Έντυπη Καθημερινή