Στις «αυλές του Παραδείσου» της Αθήνας

0
Αναδημοσίευση από : http://pigkouinos.blogspot.gr




Αυτή την αίσθηση μιας πόλης αλλιώτικης, εγώ την έχω μάθει από τα όσα μου διηγόταν ο μπαμπάς μου για το σπίτι εκείνο που μένανε όταν ήτανε μικρός, στην Παιωνίου. Κοντά στο Σταθμό Λαρίσης. Τριγύρω δωμάτια με οικογένειες, χήρες και γεροντοπαλίκαρα και στη μέση μια αυλή. Με το πλυσταριό και το πηγάδι της. Σημείο συνάντησης και τομής. Οι άνθρωποι έρχονταν και παρέρχονταν, ευτυχούσαν και δυστυχούσαν, αλλά η αυλή πάντα στη θέση της. Ζωές παράλληλες που συναντιόντουσαν στην κεντρική ανοιχτωσιά τους.






Μία άλλη πόλη ήτανε τότες η Αθήνα. Που μοιραζόταν ανάμεσα σ’αυλές σπιτιών, σχολείων κι εκκλησιών. Με τα μεγέθη πιο μικρά, με τα τετραγωνικά πιο λίγα, με τα πηγαινέλα σου στο ποδαράτο. Και μπορεί νάτανε χρόνια πέτρινα και στερημένα, μα έμοιαζαν όλα νάναι πιο γλυκά καμωμένα, στα μέτρα τ’ ανθρώπινα. Φαίνονταν οι δρόμοι πιο φαρδιοί δίχως τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα και τα πεζοδρόμια πιο μεγάλα δίχως τις πολυκατοικίες και τις πυλωτές. Μοσχοβολούσαν διαφορετικά οι νεραντζιές και άνθιζαν πιο γελαστά οι γλάστρες με τους βασιλικούς κάθε άνοιξη. Ζωντανεύανε πιο ανόθευτα οι αλάνες από τις ζωηράδες των παιδιών που τρεχοβολούσανε στα χώματα, παίζοντας κλέφτες κι αστυνόμους ή κλωτσώντας μια αυτοσχέδια μπάλα.

Αυτή την Αθήνα π’αγάπησε ο μπαμπάς μου και με νοσταλγία αναπολούσε, δοκίμασα ν’ανακαλύψω κι εγώ με μία βόλτα προ ημερών στο κέντρο της -κι είναι εγχείρημα δύσκολο αυτή η αναζήτηση, καθώς η πόλη εκείνη έχει θαφτεί κάτου από τόνους μπετόν κι ασφάλτου, έχει κακοποιηθεί κι έχει σβηστεί σχεδόν τελείως από τη μνήμη των κατοίκων της. Μα κάπου εκεί ανάμεσα στην Πλάκα και το Μοναστηράκι, διασώζονται αθέατες από τον περσσότερο κόσμο, κάποιες αυλές. Ωσαν κρυμμένες αγκαλιές. Που αν τις καλοπιάσεις και σου ανοιχτούν, τότες σε τυλίγουν στην τρυφερότητά τους.

Κυδαθηναίων 11-13. Ένα από τα παλαιότερα σπίτια της πόλης που οικοδομήθηκε γύρω στο 1842, αποδίδεται στον Σταμάτη Κλεάνθη και σήμερα φιλοξενεί το σπουδαίο Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών. Αχ, πόσες φορές έχω περάσει απ’έξω. Στα σουλάτσα μου ως έφηβος, στις βόλτες με τις φοιτητικές μου παρέες, στις περιηγήσεις μου στην πόλη ως τα σήμερα.

Κι ας φαίνεται λιτό και κάπως απλό στις βασικές γραμμές του, τούτο το δίπατο αρχοντικό έχει ιδιαίτερη σημασία στην αρχιτεκτονική μνήμη της Αθήνας, καθώς αποτελεί σπάνιο δείγμα του κλασικισμού της πρώτης οθωνικής περιόδου.

Αρχικός ιδιοκτήτης ο Γάλλος διπλωμάτης Alexandre de Roujoux, που διετέλεσε πρόξενος και διευθυντής των γαλλικών ατμόπλοιων, ενώ ανάμεσα στους λοιπούς ενοίκους του ξεχωρίζει η Καλλιόπη Παπαλεξοπούλου που ανέπτυξε έντονη δράση κατά του Όθωνα και πρωτοστάτησε στην αποτυχημένη εξέγερση του Ναυπλίου το 1862. Ναι, τα δωμάτια είναι φωτεινά και ψηλοτάβανα. Με μεγάλες πόρτες και χοντρούς τοίχους. Αλλά η πιο θαυμάσια όψη του είναι εκείνη που φαίνεται μόνο από την εσωτερική αυλή. Έρχεσαι να βγούμε;



Η τοξωτή στοά στο ισόγειο και κυρίως το κλειστό υαλόφρακτο χαγιάτι στον όροφο παραπέμπουν στα παραδοσιακά αθηναϊκά αρχοντικά της τουρκοκρατίας. Κι έτσι, χωρίς να το πολυκαταλάβεις, βρίσκεσαι ξαφνικά -μερικά βήματα μακριά από τη Φιλελλήνων- δύο αιώνες πίσω.

Ο κήπος με τα όμορφα δέντρα δημιουργεί μία μικρή όαση ησυχίας και επικοινωνεί αρμονικά με το κτήριο. Στις διαστάσεις που ανταποκρίνονται στην ανθρώπινη ανάγκη και δεν την συνωστίζουν.

Το κτήριο αυτό πέρασε -ευτυχώς- στα χέρια της Μέλπως Λογοθέτη Μερλιέ και του συζύγου της Οκτάβιου, που με ζήλο και πραγματική αγάπη για τούτη την πατρίδα, ίδρυσαν εδώ το 1940, το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών. Για να εγκιβωτίσουν την πολύτιμη και απολύτως σημαντική πολιτιστική κληρονομιά του μικρασιατικού ελληνισμού.

Μερικά στενά πιο πέρα, στη Θουκυδίδου 13. Βρισκόμαστε στην αυλή ενός μοναδικού σπιτιού που χρονολογείται -στην πρώτη μορφή του- το 1701 και σήμερα αποτελεί την έδρα του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τράπεζας. Αρχικώς χτίστηκε η κεντρική διώροφη πτέρυγα ως κατοικία οθωμανικής οικογένειας, αλλά μετά την απελευθέρωση μετατράπηκε σε ξενοδοχείο και για τις ανάγκες του, προστέθηκαν οι δύο κάθετες πτέρυγες αγκαλιάζοντας την αυλή.

Κι ήταν ένα από τα πρώτα ξενοδοχεία της νέας και μάλλον ταπεινής πρωτεύουσας του νεοϊδρυθέντος κράτους. Που μάλιστα -καθόλου τυχαία- λειτούργησε υπό το συμβολικό όνομα “Ευρώπη”. Και φιλοξένησε πολλούς και σπουδαίους ενοίκους, μεταξύ αυτών και τον Όθωνα με τη συνοδεία του, κατά τη δεύτερη επίσκεψή του στην Αθήνα, τον Μάρτιο του 1834. Κι αν σήμερα η βαυαρική καταγωγή του τότε βασιλέα και η αναφορά στην Ευρώπη ως ιδέα και ως προοπτική δημιουργούν συνειρμούς αντιπάθειας σε κάποιους, ας αναλογιστούν πως ήδη από τότε, αυτός ήταν ο φυσικός προσανατολισμός μίας χώρας που όσο κι αν ελάτρεψε το ανατολίτικο προφίλ της, προόδευσε μονάχα με το δυτικό της.

Το 1840, το κτήριο πέρασε στην οικογένεια Κοντοσταύλου που είχε καταγωγή από τη Χίο και ρίζες από το Βυζάντιο -όπου “κοντόσταυλος” ήταν μέγα στρατιωτικό αξίωμα. Είναι στ’αλήθεια συγκινητικό πόσο βαθιά στο παρελθόν μπορεί να σε φθάσει μία κλωστή δεμένη σε ένα σπίτι σαν κι ετούτο.

Ανάμεσα στις πολλές του χρήσεις, έχει υπάρξει για τριάντα περίπου χρόνια Γυμνάσιο (1852-1880), ύστερα Φρουραρχείο (1881) και Κακουργιοδικείο (1890-1910), ενώ το 1922 φιλοξενήθηκαν εδώ, οικογένειες προσφύγων. Εντέλει κατασχέθηκε λόγω χρεών από το ΙΚΑ και αγοράστηκε το 1959 από την Εθνική Τράπεζα σε πλειστηριασμό, η οποία το αποκατέστησε με μεγάλο σεβασμό στην ιστορία του.

Λίγο πιο κάτω, στον ίδιο δρόμο (Θουκυδίδου 9), βρίσκεται το παλαιότερο ιδιωτικό σχολείο της χώρας: η Σχολή Χιλλ. Η οποία ιδρύθηκε το 1831, από το ζεύγος των Αμερικανών ιεραποστόλων Τζων και Φάννυ Χίλλ -οι οποίοι έκαμαν αίσθηση στην Αθήνα, καθώς έφεραν την πρώτη κουνιστή πολυθρόνα που θεωρήθηκε τότες ένα θαύμα της τεχνικής. Κάτι σαν τα γυαλιά εικονικής πραγματικότητας για εσένα. Ή την έξυπνη σήτα για τη γιαγιά σου.





Παράλληλα με το ονομαστό παρθεναγωγείο τους, οι Χιλλ λειτούργησαν το 1833 και ένα δημοτικό για άπορα παιδιά που έφθασε τους εξακόσιους μαθητές. Ήταν τέτοια η επιτυχία του εκπαιδευτικού τους φορέα και τόση η εκτίμηση που κέρδισαν σε σύντομο χρονικό διάστημα, που το 1834 ο Όθωνας (που είχε ελαφρώς φρίξει με την αμορφωσιά του νέου του βασιλείου) τους έκαμε πρόταση να δεχτούν κορίτσια από διάφορες επαρχίες της χώρας προκειμένου οι Χιλλ να τις εκπαιδεύσουν για να γίνουν δασκάλες και να μεταλαμπαδεύσουν τη γνώση στις ιδιαίτερες πατρίδες τους. Πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα μέσω διάχυσης.

Αρχικά η Σχολή στεγαζόταν σε έναν τούρκικο πύργο κοντά στους Αέρηδες, αλλά σύντομα μεταφέρθηκε στη Θουκυδίδου όπου το 1835 απέκτησε το πρώτο της κτήριο. Αυτό που βλέπεις σήμερα είναι κατά πολύ νεώτερο και χτίστηκε το 1937 σε σχέδια του αρχιτέκτονα Γεωργίου Διαμαντόπουλου.

Στο κυλικείο που βρίσκεται στο προαύλιο, έχουν αναρτηθεί χαρτόνια με λέξεις και φράσεις που θα πρέπει να χρησιμοποιούν τα παιδιά όταν απευθύνονται σε τρίτους για να ζητήσουν κάτι. “Παρακαλώ, θέλω…” και “Ευχαριστώ”! Μοιάζουν κι αυτές να προέρχονται από μίαν άλλη εποχή. Τότες που οι άνθρωποι εκτιμούσαν περισσότερο τον πληθυντικό ευγενείας, τα παιδιά μάθαιναν να λένε ευχαριστώ και να δίνουν προτεραιότητα στους μεγαλύτερους και οι τρόποι καλής συμπεριφοράς έχαιραν εκτίμησης -ακόμα και από τα λαϊκότερα στρώματα της κοινωνίας, που αναγνώριζαν τη σημασία της καλής διαγωγής. Και του σεβασμού. Στον άλλον και εντέλει στον ίδιο σου τον εαυτό.

Μετά το θάνατο του Τζων και της Φάννυ Χιλλ, τη Σχολή ανέλαβε η ανιψιά τους Μπέσσυ Μάσσον, ενώ μέχρι και σήμερα διευθύνεται από την πέμπτη και έκτη γενιά της οικογένειας.

Το 1885, στο πίσω μέρος της αυλής ανεγέρθηκε το παρεκκλήσι του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου εις μνήμην του ζεύγους των ιδρυτών.

Κι αν τυχόν τόχεις απορία πώς έγινε και κέρδισαν την αποδοχή της αθηναϊκής κοινωνίας, δύο άνθρωποι που ήρθαν ως ιεραπόστολοι άλλου δόγματος σε μία -αρκετά φανατική- χριστιανορθόδοξη χώρα, η απάντηση αγαπητέ αναγνώστα είναι απλή: όταν η προσφορά είναι ειλικρινής και δεν νοθεύεται από υστερόβουλες σκοπιμότητες, τότες μπορείς να υπερβείς τα στεγανά, να χτίσεις γέφυρες και να συναντήσεις τον άλλον. Άλλωστε αυτό δεν είναι και το νόημα;

Τα δύσκολα χρόνια της κατοχής, στη διεύθυνση της σχολής βρέθηκε η Μπέσση Αλιβιζάτου, απόγονος και αυτή των ιδρυτών. Το κτήριο επιτάχθηκε από τους Γερμανούς, οι οποίοι του προκάλεσαν μεγάλες φθορές. Με μεγάλη προσπάθεια και αγώνα, το σχολείο αποκατέστησε την ομαλή του λειτουργία μετά την αποχώρηση των ναζιστικών στρατευμάτων.

Κι έχει ως σήμερα αποτελέσει φυτώριο πολλών σπουδαίων προσωπικοτήτων, όπως η Κυβέλη και η Κατίνα Παξινού, η Ελένη Παπαδάκη, η Ελένη Μπούκουρα-Αλταμούρα, αλλά και η Μυρτιώτισσα που σε ένα στίχο της λέει “Να και της Πλάκας το παλιό της Χιλλ σκολείο, σαν κάστρο / που μ’είχανε κλεισμένη, / με παίδευε η δασκάλα μας, τι ως φαίνεται δεν ήμουνε / για γράμματα φτιαγμένη.”

Ακόμα και τα καλύτερα σχολεία, γίνονται πολλές φορές καταναγκασμός. Πόσο μάλλον, τα πιο δεύτερα. Σαν αυτό που πήγα εγώ. Που ήτανε γκρίζο κι άχαρο, με κάγκελα παντού σαν φυλακή. Ή εκείνο που πήγε ο μπαμπάς μου στην Αθήνα της δεκαετίας του σαράντα. Τρία παιδάκια ανά θρανίο, εξήντα πέντε σε κάθε τάξη και ο χάρακας, ουχί μονάχα εργαλείον δια το σχεδιασμόν γεωμετρικών τινών σχημάτων, αλλά και μέσον συμμορφώσεως ατιθάσων παίδων.

Μην επιμένεις, δεν θα σου σχολιάσω τη φοίτηση των τέκνων του πρωθυπουργού μας στη Σχολή Χίλλ. Θα ευχηθώ απλώς να μάθουν -όπως εύχομαι να διδάσκονται και όλα τα παιδιά- ότι ο σεβασμός αποτελεί θεμέλιο για την κοινωνική πρόοδο και ότι ο αγώνας δεν συνδέεται με τις καταλήψεις, τις πορείες, τις μαγκιές και τις φωνασκίες (όπως αυτές με τις οποίες δηλητηριαζόταν διαρκώς το δικό μου το δημόσιο σχολείο στις αρχές της δεκαετίας του ’90 και έκλεινε επί μακρόν), αλλά κυρίως με την προσπάθεια, την εργασία και τη συνέπεια. Υποσχέθηκα ότι δεν θα σχολιάσω, αλλά με έναν τρόπο σχολίασα.

Οδός Κωνσταντίνου Τσάτσου 9. Ένα όμορφο νεοκλασικό από εκείνα που ευτυχώς διασώθηκαν και το οποίο στεγάζει σήμερα το ξενοδοχείο “Alice in Athens”. Έλα να περάσουμε στην πίσω αυλή.

Το ξενοδοχείο διαθέτει λίγα δωμάτια, διακοσμημένα με γούστο και ενδιαφέρουσα αισθητική. Η αυλή είναι σχετικά μικρή, αλλά έξυπνα αξιοποιημένη με μεγάλα τραπέζια, καρέκλες και γλάστρες.

Σκέφτομαι πόσο ωραίο θα ήταν να διέθεταν περισσότερα σπίτια τέτοιες μικρές εσωτερικές αυλές -όπως πολλές οικίες στον ευρωπαϊκό Βορρά- ώστε να μπορείς το απόγευμα να βγαίνεις και να απολαμβάνεις τον χαριτωμένο αστικό σου παράδεισο. Δυστυχώς στη συντριπτική μας πλειονότητα είμαστε καταδικασμένοι σ’ένα στενάχωρο μπαλκόνι, όπου προσπαθούμε με λίγες γλάστρες να ξορκίσουμε το τσιμέντο που μας κατακλύζει από παντού.

Μεσοτοιχία με την αυλή του ξενοδοχείου, μία κατά πολύ νεώτερη πολυκατοικία, του στρέφει σχεδόν προσβλητικά το φωταγωγό της. Ναι, έπρεπε κάπως να λύσουμε το οικιστικό μας πρόβλημα για να αντιμετωπίσουμε την αστυφιλία και την έλευση των προσφύγων. Αλλά χάθηκε ο κόσμος να βρούμε έναν άλλο τρόπο να το κάμουμε; Λιγότερο νοσηρό για τις πόλεις και τις ζωές μας;

Η μεγάλη ειρωνεία είναι ότι ο τρόπος βρισκόταν μπροστά στα μάτια μας: το υπόδειγμα ήταν εδώ, αισθητικά άρτιο και απολύτως συνεπές με το κλίμα και τις ανάγκες μας. Αλλά επιλέξαμε -και με την τεράστια ευθύνη και ανοχή των κυβερνώντων μας- να το απορρίψουμε.

Η οδός Αγγέλου Γέροντα σπανίως μπαίνει στις δικές μου διαδρομές. Είναι άλλωστε ένα πολύ μικρό στενό, κάθετο στην Κυδαθηναίων, το οποίο ξεκινά από την Πλατεία Φιλομούσου και καταλήγει στην οδό Χιλλ. Εδώ, στο νούμερο 6, βρίσκεται ένα εντυπωσιακά φροντισμένο κτήριο με ευχάριστο κίτρινο χρώμα και έντονα πράσινα παραθυρόφυλλα.

Πρόκειται για ένα τριώροφο νεοκλασικό που ανάγεται στην προεπαναστατική περίοδο, αλλά έχει υποστεί διάφορες προσθήκες και τροποποιήσεις. Σήμερα στεγάζει το Πολιτιστικό Ίδρυμα του Ομίλου Πειραιώς, για το οποίο τρέφω μεγάλο σεβασμό (κυρίως λόγω των υπέροχων θεματικών μουσείων που έχει σιάξει σε διάφορες περιοχές της χώρας). Να περάσουμε στα ενδότερα;

Η μαρμαροσκέπαστη αυλή είναι μάλλον στενή, αλλά σου συμπληρώνει την εικόνα του κτηρίου και σου επιτρέπει να καταλάβεις πόσο ανοιχτό και διαμπερές είναι προς όλες τις κατευθύνσεις.

Τα πολλά και μεγάλα παράθυρα είναι θαρρώ ένδειξη ανοιχτοσύνης. Μίας κοινωνίας -που εν αντιθέσει με πολλές ανατολίτικες με τις οποίες ήλθε σε επαφή ως αποτέλεσμα της ιστορικής συγκυρίας- φαινόταν πάντα πιο πρόθυμη να δείξει και να φανεί. Αλλά και να απολαύσει. Το ζεστό φως και το δροσερό αεράκι.

Στέκομαι για λίγο πίσω από την πόρτα. Και φαντάζομαι το κουβεντολόι με τη γειτόνισσα που πέρασε να ρωτήξει αν μας βρίσκεται λίγο κύμινο, το καλημέρισμα με τον παγοπώλη που βάζει τα γάντια του, κόβει τον πάγο και μας τον εδίνει για να τον τοποθετήσουμε στην παγονιέρα ή τον γαλατά που περνά κάθε δεύτερη μέρα για να μας γιομίσει τα κανάτια μας με γάλα. Και χαμογελώ.

Οδός Τριπόδων 23. Σε ένα από τα πιο κεντρικά σημεία της Πλάκας, στον αρχαιότερο δρόμο της πόλης βρίσκεται ένα μουσείο άγνωστο για τον περισσότερο κόσμο. Πρόκειται για το τρισχαριτωμένο Μουσείο Σχολικής Ζωής και Εκπαίδευσης που στεγάζεται σε ένα διατηρητέο νεοκλασικό του 1850.

Όταν κοιτάζει κανείς την πρόσοψη -που δείχνει να είναι κολλημένη στα εκατέρωθεν κτήρια, σχηματίζοντας ένα οικιστικό συνεχές- μήτε που μπορεί να φανταστεί πως κι ετούτο το κτήριο διαθέτει μία ωραιότατη εσωτερική αυλή, την οποία συναντάς αφού διέλθεις την κεντρική εξώπορτα και διασχίσεις ένα μακρύ διάδρομο.

Οι επεμβάσεις που έχουν γίνει είναι λίγες και το κτήριο παραμένει πιστό στις βασικές του γραμμές με την απλότητα και τη συνέπεια μίας άλλης εποχής. Όταν δεν άνοιγες οθόνες για να συναντήσεις τον άλλον, αλλά το παράθυρο για να αναπνεύσεις τη γλυκιά μελωδία της λατέρνας.

Κι ύστερα να ρωτήσεις με παράπονο “Μ’αγαπάς κι εσύ Αντωνάκη μου;”. Η ερώτηση παραμένει πάντα σημαντική, έστω κι αν όλα τα υπόλοιπα αλλάξανε τόσο.

Η Βύρωνος είναι εκείνο το πολυσύχναστο δρομάκι ανάμεσα στο Μνημείο του Λυσικράτη και τη Μακρυγιάννη. Στον αριθμό 16, βρίσκεται ένα νεοκλασικό που ευτύχησε να ανακαινισθεί προκειμένου να εξυπηρετήσει τις σύγχρονες ανάγκες των νέων ενοίκων του, αλλά χωρίς να απωλέσει τα βασικά στοιχεία της ταυτότητάς του.

Διέρχεσαι την εξωτερική πόρτα, διασχίζεις ένα μικρό διάδρομο και σύντομα βρίσκεσαι σε μία σχετικά ευρύχωρη αυλή. Τριγύρω της, αναπτύσσονται διάφορα κτίσματα που δημιουργούν μία εσωτερική γειτονιά.

Σήμερα, στο ισόγειο, υπάρχουν τρεις κατοικίες, ενώ τα κλιμακοστάσια οδηγούν σε ακόμα δύο ανεξάρτητες κατοικίες στον όροφο.

Σε όποια από αυτές τις κατοικίες κι αν διαμένεις, θα πρέπει να διασχίσεις την αυλή προκειμένου να καταλήξεις στην εξώπορτα και να βγεις στο δρόμο.



Αυτή η σταδιακή μετάβαση από τον ιδιωτικό χώρο στο δημόσιο, σου δίνει την αίσθηση μίας ομαλότερης έκθεσης και δημιουργεί ένα μικρο-κλίμα κοινωνικής οικειότητας που λείπει από τις μεταγενέστερες μορφές κτηρίων κατοικιών.

Από τη μία, δημιουργεί τις προϋποθέσεις για έναν πιο συνεκτικό κοινωνικό ιστό (τύπου “σου χτυπάω να δω αν είσαι καλά”, “σου προσφέρω ένα πιάτο φαΐ”, “σου’ρχομαι για έναν καφέ να τα πούμε”) και από την άλλη μπορεί να αποτελέσει τον καμβά για καθημερινές προστριβές, κουτσομπολιά και λυσσαλέους καβγάδες.

Αυλές σαν κι ετούτη αποτελούν τη μετεξέλιξη του “αιθρίου” που είχαν στο κέντρο τους οι οικίες της αρχαιότητας -ένδειξη της ιστορικής συνέχειας που επιβεβαιώνεται ακόμα και με τις πιο ανέλπιστες λεπτομέρειες αυτής της χώρας.

Λίγο παραδίπλα, βρίσκεται ένας από τους πιο αγαπημένους μου δρόμους της πόλης: η μικροσκοπική Βάκχου. Που αν θελήσεις ποτέ -λέμε τώρα- να μου χαρίσεις ένα σπίτι στο κέντρο, θα σε παρακαλούσα να αναζητήσεις κάποιο, σε ετούτο το στενάκι. Στο νούμερο 5, βρίσκεται μία ταπεινή αλλά εξέχουσα αυλή. Στο κεντρικό της οίκημα, στεγάζεται το 17ο Σύστημα Προσκόπων Ακροπόλεως.

Με καρδιά από τόλμη γεμάτη,
με ματιά σαν αστράφτει γοργή,
το καθήκον ο Πρόσκοπoς πράττει,
όπου χρέος σεμνό τον καλεί.

Τα φτωχικά σπιτάκια τριγύρω από την αυλή κατοικούνταν από πεντέξι οικογένειες. Κι αν σου φαίνονται σήμερα σαν παραπήγματα και σου κάμουν κοντράστ με τα εντυπωσιακά νεοκλασικά που βλέπαμε πριν, θα πρέπει να καταλάβεις: πως η Αθήνα έχει υπάρξει κάμποσες φορές φτωχομάνα, υποδεχούμενη επαρχιώτες, πρόσφυγες και μετανάστες. Που στέγαζαν τις μετέωρες ζωές τους μέσα σε στριμωγμένες κάμαρες, κάτω από πρόχειρες οροφές.

“Γειτονιά, ο δρόμος σου στενός, παγωνιά και γκρίζος ουρανός, μαύρη ζωή, βράδυ πρωί, μια συντροφιά, μία συννεφιά”. Αυτήν την Άγια Υπομονή, τραγούδησε ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης παρέα με την Αλίκη Βουγιουκλάκη το 1964, σε ετούτη εδώ την αυλή.

Πρυτανείου 1 & Επιχάρμου. Εδώ απάνου στο θρυλικό και αριστοκρατικό Ριζόκαστρο (τη γειτονιά που βρισκόταν στα ριζά του Κάστρου της Ακροπόλεως) σε μία περιοχή που από τα βυζαντινά τα χρόνια φιλοξενούσε τις πιο αρχοντικές οικογένειες, βρίσκεται ο Άγιος Νικόλαος ο Ραγκαβάς.

Στη χιλιετή του ιστορία, τούτος ο θαυμάσιος ναός, έχει ζήσει θριάμβους και καταστροφές. Το Σεπτέμβρη του 1687, τα βλήματα του Μοροζίνι επέφεραν σημαντικά τραύματα στην τοιχοδομία και το ιερό. Τον Ιούνη του 1822 η καμπάνα του ήχησε για την (προσωρινή) απελευθέρωση της Αθήνας από τους Οθωμανούς -γεγονός με μεγάλο συμβολισμό, καθότι επί Τουρκοκρατίας οι καμπάνες είχαν αφαιρεθεί και δεν επιτρεπόντουσαν κωδωνοκρουσίες. Τον Μάρτη του 1833, η καμπάνα ήχησε για την υποδοχή των Βαυαρών που θα παραλάμβαναν και επισήμως την Ακρόπολη από τους Τούρκους. Και τον Οκτώβρη του 1944 και πάλι, όταν οι Γερμανοί έφευγαν ηττημένοι από την πολύπαθη πόλη.

Κάποτες ο ναός διέθετε μεγαλοπρεπή προαύλιο χώρο και δέσποζε στο ύψωμά του. Σήμερις, η αυλή του είναι πολύ μικρότερη, αλλά καταπράσινη και ευωδιαστή. Αν σκαρφαλώσεις στο καμπαναριό, μπορείς να απολαύσεις μία θέα της Αθήνας, από εκείνες που σε παρηγορούν. Πως κι αν γιγαντώθηκε κι ασχήμηνε η πόλη, ο ουρανός της -αυτός ο λαμπερός αττικός ουρανός- συνεχίζει όσο μπορεί να την εκολακεύει.

Ισορροπώντας στα παλιά, μεταλλικά σκαλιά κοιτάζω μέσα από το άνοιγμα. Του χαμογελάω και μου χαμογελά. Γεια σου, ουρανέ!

Στη συμβολή της Θρασυβούλου με την Αλιμπέρτη, ο έτερος βυζαντινός ναός του Ριζόκαστρου: η Παναγιά η Χρυσοκαστριώτισσα του 12ου αιώνα. Που λέγεται έτσι, διότι εδώ μεταφέρθηκε από τον Παρθενώνα, η εικόνα της Παναγίας, όταν η Ακρόπολη καταλήφθηκε από τους Φράγκους το 1204.

Παρότι η εκκλησία έχει υποστεί σημαντικές μετατροπές και αλλοιώσεις, η ιστορία της παραμένει μακραίωνη και συγκινητική. Ακόμα και τα χρόνια που είχε μείνει δίχως οροφή, οι πιστοί συνέχιζαν ν’ανάβουν τα καντηλάκια της και να την επισκέπτονται.

Η αγιογράφησή της -παρότι αρκετά πιο σύγχρονη από την τοιχοποιία της- συνδυάζει στοιχεία βυζαντινά με δυτικότροπες φόρμες. Κάπου ανάμεσα ήμασταν πάντοτε και κάπου ανάμεσα παραμένουμε.Κι είναι αυτό μας το ανάμεσα, η προίκα και το άχτι μας.

Δένονται όλα στο κοινωνικό μας DNA, σαν έλικας αναφορών, ταλέντων και παθών. Τάχουμε ξαναπεί και τάχουμε συμφωνήσει: πως είμαστε ικανοί για το καλύτερο και το χειρότερο. Ενίοτε, ομού και ταυτοχρόνως.

Τρυπώνω στην αυλή, παραπλεύρως του ναού και ακολουθώ τις καμπυλωτές γραμμές των παραθύρων και των κεραμιδιών του.

Ξωπίσω του, οι βοηθητικοί χώροι θυμίζουνε τους αφαιρετικούς όγκους των νησιώτικων σπιτιών μας. Που λάμπουν κάτω από τον ήλιο του Αιγαίου.

Μία σκεβρωμένη σκάλα οδηγεί στο παραπάνω. Οι ευθείες συναντούνε τις καμπύλες. Διότι όλα χρειάζονται. Και ο χάρακας και ο διαβήτης. Και η σύντομη οδός και η παράκαμψη.

Ναι, οι εκκλησίες ήσαν πολύ σημαντικές. Και για αιώνες, το θρήσκευμα ήταν που όριζε το ποιος είσαι και το πούθε ανήκεις -πιότερο κι από τη γλώσσα που μιλούσες. Σε ενορίες ήταν χωρισμένες οι κοινότητες. Στις αυλές τους, τα παντρολογήματα και τα βαφτίσια. Οι Αναστάσεις, οι Χαιρετισμοί και οι αποχαιρετισμοί.

Όλα κάτω από τη σκέπη του Θεού. Με την ελπίδα ότι τα βλέπει, τ’αναγνωρίζει και τα διευθετεί με τρόπο δίκαιο. Κοιτάζω το μεγάλο μάτι που κυριαρχεί στο εκκλησάκι του Αγίου Συμεών, στ’Αναφιώτικα. Και σκέφτομαι πόσες γενιές κατοίκων αυτής της πόλης εναποθέσαν τις ελπίδες τους στη θεία χάρη.

Να και ο ναός της Αγίας Άννας -Διοσκούρων και Θεωρίας, σε εκείνες τις ανηφοριές προς την Ακρόπολη που ενθυμούμαι από τα μικράτα μου, στις κυριακάτικες βόλτες με τον μπαμπά μου. Την εποχή που όλα, μου ήταν καινούργια και θαυμάσια. Αυτά που μου έλεγε τότες, φθάνω να τα καταλάβω σήμερα. Διότι είναι -ξεύρεις- και κάποιες συζητήσεις που γίνονται σε διαφορετικούς χρόνους κι απέχει πολλές δεκαετίες ο ένας συνομιλητής από τον άλλον. Αλλά θαρρώ πως σημασία έχει να λάβει το μήνυμα. Όταν και όποτε μπορέσει κανείς.

Μπορεί αλλιώς να τάβλεπα τότες τα πράματα, αλλά τούτο δα το θυμάμαι. Την εβλέπεις την εικόνα πούναι ντυμένη μες τ’αστέρια; Ύψωσε ντε το βλέμμα σου επάνω.

Ένας γαλάζιος έναστρος ουρανός. Σαν οροφή σε παιδικό δωμάτιο. Σαν εικονογράφηση παραμυθιού. Ναι, το θυμάμαι καλά. Πάντα μού άρεσε.

Και το πολύφωτο στη μέση που στάζει δροσιές. Σαν δάκρυα νεράιδας, σαν τις σταγόνες που κρέμονται το πρωί από τα υγρά φύλλα.

Όλο και λέω να σ’αφήσω, όλο και ξεμυαλίζομαι. Γιατί έχουνε θέλγητρα πολλά, τούτες της πόλης οι αυλές. Κι ακόμα μια, κι αυτή και η άλλη. Τρυπώνω εδώ, μετά αλλού κι ύστερα παραπέρα.

Αναφιώτικα, οδός Πρυτανείου 9. Παραδοσιακό σπίτι μιας περιοχής που κεντήθηκε ωσάν τον ιστό της αράχνης δίπλα στο βράχο της Ακρόπολης, από νησιώτες μαστόρους της Ανάφης και άλλων αιγαιοπελαγίτικων καταγωγών.

Σπίτια πιο απλά, πιο λαϊκά, μ’ασβεστωμένες τις επιφάνειές τους και προφανή την πρόθεση. Να γίνει ο τόπος αυτός, αναφορά σε άλλον τόπο. Για να γλυκάνει κάπως ο ξενιτεμός. Γύρω από την αυλή, κάμαρες και σπίτια στην ίδια λογική της εσωτερικής γειτονιάς.

Το σύμπλεγμα αυτό ανήκει πλέον στο Υπουργείο Πολιτισμού, που στεγάζει εδώ το Τμήμα Εκπαιδευτικών Προγραμμάτων και Επικοινωνίας.

Διάσπαρτες στην αυλή, γυναικείες μορφές. Απολαμβάνουν το προνόμιο της ησυχίας. Σε μία Αθήνα πολύβουη και (δια)ταραγμένη. Αλλά μην σου φύγει λέξη, ας τις αφήκουμε στη μακαριότητά τους. Δεν χρειάζεται να ξεύρουν τα όσα συμβαίνουν παραπέρα. Τις μεγαλοσχημίες, τους διχασμούς και τις αμετροέπειες.

Είναι μεγάλη πολυτέλεια να μην σε αφορούνε τέτοιες θλίψεις.

Προτελευταία στάση, Πολυγνώτου 3. Ένα σπίτι από τα πιο εντυπωσιακά. Που είναι στ’αλήθεια μεγάλη τύχη, να μπορέσεις να το θαυμάσεις εκ των έσω.

Χτισμένο στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, διαθέτει ωραιότατη αυλή και αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα αθηναϊκής αρχιτεκτονικής.

Από το 1992, φιλοξενεί την Εταιρία Φίλων Παναγιώτη Κανελλόπουλου, που έχει αναπτύξει αξιόλογη δράση για τη διατήρηση της παρακαταθήκης του πολιτικού ανδρός στην πολιτική και πνευματική ζωή του τόπου.

Ανεβοκατεβαίνω τις σκάλες, μπαινοβγαίνω στα δωμάτια και νομίζω πως βρίσκομαι σε ένα κουκλόσπιτο.

Το κτήριο ανακαινίσθηκε με έξυπνο και συνεπή τρόπο. Με μεράκι και συναίσθηση.
Ναι, θα μπορούσε αυτή η πόλη, αυτή η χώρα να ήσαν καλύτερες. Για την ακρίβεια, ήσαν κάποτε καλύτερες. Φτωχές και ταλαιπωρημένες μεν, αλλά έντιμες στην αναμέτρησή τους με την αισθητική και τον αυτοπροσδιορισμό τους.

Γιατί αν υπάρχει κάτι σπουδαίο, κάτι αληθινά σημαντικό, τότες αυτό είναι το μέτρο. Που ορίζει τις συμμετρίες, τις ισορροπίες και τις συναινέσεις. Που χαράσσει τη γραμμή ακριβώς εκεί που πρέπει. Όχι στις άκρες και στα περιθώρια, όχι στις μουτζούρες και στα συνθήματα. Αλλά στο κέντρο. Στην αυλή της συνάντησης και όχι στα κάγκελα της περιχαράκωσης. Στο μαζί και όχι στο χώρια. Στην αρμονία που σου διδάσκει αυτή η πόλη, ακόμα και όταν δυσκολεύεσαι τόσο να τη βρεις.

ΥΓ. Η βόλτα αυτή έγινε δυνατή χάρις την εξαιρετική πρωτοβουλία των Atenistas. Οι οποίοι οργάνωσαν και συντόνισαν την ελεύθερη είσοδο σε αυλές της Αθήνας που υπό κανονικάς συνθήκας παραμένουν (οι περισσότερες) μη προσβάσιμες για το κοινό. Κι ήταν δώρο θαυμάσιο και σπάνιο, αυτή η δυνατότητα. Διότι με έναν τρόπο επέστρεψα. Όχι σε τόπους, μήτε σε χρόνους. Αλλά σε διηγήσεις πούχουν για μένα σημασία. Και που τις φέρω μαζί μου ως κάτοικος τούτης της ταλαιπωρημένης, άσχημης, όμορφης, μονάκριβής μου πόλης.



Leave A Reply

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.