Ακόμη και από το τρόλεϊ μπορούσε να δει κανείς τον κόσμο που καθόταν μέσα στο καφενείο. Ήταν ένα από τα μεγαλύτερα της Αθήνας, παλιομοδίτικο για τα σημερινά μάτια, με ανδρική πελατεία, με καπνό, μαρμάρινα τραπεζάκια, απλωμένες εφημερίδες και μερικές ρεπούμπλικες.
του Νίκου Βατόπουλου*
Αν περάσετε σήμερα, από τη γωνία Πατησίων και Αγίου Μελετίου, εκεί όπου στεγαζόταν το μεγάλο καφενείο, θα δείτε τη γνώριμη εγκατάλειψη που έγινε δεύτερο δέρμα της πόλης. Με γοήτευε πάντα αυτό το κτίριο, που ήταν μέσα στο κάδρο των πρώτων εικόνων που είχα από την πόλη, καθώς βρίσκεται πολύ κοντά στη Φωκίωνος Νέγρη που μάζευε τα παιδιά γύρω από το άγαλμα του σκύλου.
Αλλά αυτό το γωνιακό κτίριο στη στροφή της Πατησίων προς την Αγίου Μελετίου είχε μια ταπεινή μεγαλοπρέπεια. Σε αυτό συνέβαλε η θέση του, σε μεγάλο άξονα προβολής και η ημικυκλική απόληξη που έδινε στο κτίριο έναν αέρα αστικού εμβλήματος.
Πάντα το παρατηρώ όταν τυχαίνει να περνάω από εκεί αλλά πρόσφατα κοιτούσα φωτογραφίες από εκείνο το παλιό καφενείο, που είχε τραβήξει ο Αλέξανδρος Ισαρης το 1981. Είχαν παρουσιαστεί στην πρόσφατη έκθεσή του «Εικόνες μιας ζωής, φωτογραφίες 1969-2017» στην Gallery 7 και στον κατάλογο υπάρχουν τέσσερις φωτογραφίες από το καφενείο Πατησίων και Αγίου Μελετίου.
Στάθηκα σε μία φωτογραφία, γιατί μου άρεσε η ατμόσφαιρα και όλα όσα έφερνε από το μακρινό 1981. Ο κύριος στη φωτογραφία φορούσε κοστούμι με γιλέκο και γραβάτα, ήταν πλήρως απορροφημένος στην ανάγνωση της εφημερίδας, κάπνιζε και δίπλα είχε ένα πακέτο κασετίνα όπως και ένα μπουκάλι μπίρα. Στο βάθος, άλλοι θαμώνες, αλλά μέσα από τα παράθυρα ζωντάνευε η Πατησίων. Εβλεπα το απέναντι κτίριο, που διασώζεται ώς σήμερα, την παλιά πολυκατοικία, όπου είχε μείνει ένα διάστημα ο Ιωάννης Μεταξάς, και που, όπως μαρτυράει η φωτογραφία, στέγαζε τις επιπλώσεις Συρίγος επί της Πατησίων και το μεγάλο κατάστημα ταπήτων «Ανατόλια» ακριβώς στη γωνία.
Πατησίων και Αγίου Μελετίου. Κτίριο της δεκαετίας του ’20, αφημένο στη φθορά του χρόνου.
Αυτή η απέναντι πολυκατοικία έχει μορφολογική συγγένεια με το κτίριο του καφενείου και μία νοητή γέφυρα τα ενώνει. Σαν να γεννήθηκαν με την ίδια θερμοκρασία σε μια κοινή δεξαμενή αστικής ζωής. Περασμένα τα μεγαλεία της Πατησίων. Μεγαλείο ήταν η χωρίς ρωγμές κανονικότητα, η αίσθηση ότι περπατάς στον δρόμο και οι διαβάτες έχουν κοινούς κώδικες. Αυτό ούτως ή άλλως χάνεται στις μεγαλουπόλεις, αλλά στην περίπτωση της Πατησίων μιλάμε για εκβραχισμό της αστικής τάξης.
Οι φωτογραφίες του Αλέξανδρου Ισαρη μου θύμισαν όσα έχει αποθησαυρίσει η τέχνη από τη ζωή στην πόλη που έχει πλέον διαφύγει. Φωτογραφίες σκόρπιες σε κουτιά, σε λευκώματα, σε πατάρια, φωτογραφίες σε πακέτα με σπάγκο για ανακύκλωση ή για παλαιοπωλείο μετά θάνατον, φωτογραφίες που κάποτε γυρίστηκαν ανάποδα για να γράψει ένα χέρι: «Αθήνα, 25 Νοεμβρίου 1951».
Όλος αυτός ο πλούτος που είχε κάποτε τη σημασία και το βάρος μιας καθημερινής οργάνωσης για ανθρώπους που πλέον δεν ζουν αλλά που το αποτύπωμά τους ακόμη ανιχνεύεται, συμπυκνώνεται, εν προκειμένω, στη γεμάτη ομίχλη από τους καπνούς άφιλτρων σιγαρέτων στο καφενείο, γωνία Πατησίων και Αγίου Μελετίου. Τα βήματα που έφταναν ώς την είσοδο, που μετά το 1970 είχε γείτονα το θρυλικό «Μπρόντγουεϊ», έχουν αφήσει ίχνη σε ένα άυλο σώμα της πόλης. Αυτό που βλέπουμε τώρα είναι η τελική πράξη αποκαθήλωσης του 20ού αιώνα με έναν τρόπο αναμφισβήτητα άδοξο και άχαρο.
Η Πατησίων είναι μεγάλο κεφάλαιο αλλά δυστυχώς λίγοι το αντιλαμβάνονται. Μόνο όσοι έζησαν τις καλές μέρες και όσοι συναισθάνονται τους αστικούς κραδασμούς και την υγρασία των πόλεων που γηράσκουν είναι σε θέση να εκτιμήσουν το άρρητο και να διακρίνουν αυτό που μπορεί να αναγεννηθεί.
*Από την Έντυπη έκδοση της εφημερίδας “Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ”