Από τη γωνία Λεπενιώτου και Ηβης, στου Ψυρρή, παρατηρούσα το παλιό σπίτι. Είναι διώροφο και έρημο, αλλά έβρισκα ότι είχε μοναδικότητα καθώς ήταν ένα από τα λίγα στην περιοχή που ερχόταν ατόφιο από το παρελθόν.
του Νίκου Βατόπουλου
Από το σημείο που στεκόμουν, απέναντι σε αυτό το γοητευτικό ερείπιο, οι ακτίνες του ηλίου, εκείνο το φωτεινό πρωινό, το κρατούσαν σε συνθήκες chiaroscuro. Σαν μια βαριά κουρτίνα έπεφτε η σκιά πάνω στην πρόσοψη και το χάραζε στα δύο. Η δεξιά πλευρά ήταν σκοτεινιασμένη και η αριστερή άνοιγε στο φως. Ο ήλιος μου έφερνε σε περίλαμπρη θέα τη μισοσβησμένη επιγραφή του ισογείου, πάνω από τη σφραγισμένη εξώθυρα, που έγραφε «Παλαιοπωλείο», με γράμματα στο χέρι, τραβηγμένα πρόχειρα με πινέλο.
Υπήρχε μια αίσθηση χειροποίητου που τύλιγε αυτό το σπίτι στου Ψυρρή. Και επιπλέον, ανάμεσα σε τόσες πολεοδομικές αυθαιρεσίες στα δρομάκια αυτής της συνοικίας, αυτό το ερείπιο της παλιάς Αθήνας, εγκαταλειμμένο από όλους και αποσυρμένο από τον βόμβο της ζωής, ήταν το μόνο, στα δικά μου μάτια, τουλάχιστον, που διέσωζε κάποια παράσημα αξιοπρέπειας και αυτοσυγκράτησης.
Υπήρχε σοφία και μια στοχαστική ενατένιση της ζωής, όπως και σε όλα τα σπίτια του λαϊκού νεοκλασικισμού, που έδιναν σε κάθε αθηναϊκή συνοικία το μέτρο και τον κανόνα. Αυτά σαρώθηκαν, αλλά να, που ορισμένες φορές υπάρχει μία έκλαμψη έστω και αν προέρχεται από ένα ετοιμόρροπο σπίτι.
Σκεφτόμουν, καθώς το περιεργαζόμουν: αν ποτέ αποκατασταθεί αυτό το σπίτι της οδού Λεπενιώτου 30, θα χαθούν για πάντα τα ίχνη του αρχικού χρώματος, που μπορούσα έστω και από σχετική απόσταση να διακρίνω. Και έβλεπα εκείνα τα υδροχρώματα των αρχών του 20ού αιώνα, τη βαθιά εκείνη τερακότα του αθηναϊκού κλασικισμού, που ερχόταν από την αγάπη και τον θρήνο για την Πομπηία και εξέβαλε σε θριγκούς και μετόπες και ζωφόρους αστικών και λαϊκών σπιτιών της Αθήνας. Εβλεπα τα επίκρανα και τα κυμάτια αιματοβαμμένα στο κεραμιδί χρώμα της παλιάς Αθήνας, αχνοσβησμένα και αποφλοιωμένα, σαν ίχνη από ζωγραφική σπηλαίων.
Και όμως ήμουν στου Ψυρρή, τα καταστήματα άνοιγαν να υποδεχθούν τη μέρα, τα νυχτερινά μαγαζιά ζούσαν την ηρεμία της απραξίας.
Και εκεί ψηλά, στη ζωφόρο με τις ρομαντικές γιρλάντες που στεφάνωναν αυτό το σπίτι της Αθήνας, διέκρινα τις δύο μορφές που εξαρχής δεν είχα προσέξει. Ηταν δύο μάσκες, θηλυκά προσωπεία από πηλό, που σαν σφραγιδόλιθοι έδεναν την κεραμική ανθισμένη κορδέλα. Αυτές οι ασώματες Καρυάτιδες, κεφαλές Ατθίδων, είχαν όλη την κλασική αίσθηση της ομορφιάς αλλά καθώς προέβαλλαν σαν φρουροί και επόπτες, χωρίς σώμα να τις στηρίζει, έμοιαζαν ένθεες και στυλιστικά, αν και κλασικές, έφεραν τα νάματα μιας πρόωρης αρ νουβό.
Δεν περίμενα να βρω αυτές τις Ατθίδες σε ένα ερείπιο του Ψυρρή. Υπήρχε μια τραγικότητα σε ένα σκηνικό αστικού δράματος, που το τόνιζε η ερείπωση. Ηταν μία αποθέωση του ρομαντικού πνεύματος. Υπήρχε κάλλος και πένθος, ηρωισμός και εγκατάλειψη.
Το μπαλκόνι, απλό, χωρίς φουρούσια, με τα κάγκελα της συμβατικής έλικας, είχε χορταριάσει. Και καθώς το παρατηρούσα, το βλέμμα μου κινήθηκε προς την παραστάδα κάτω από τη δεξιά Ατθίδα, που σκίαζε το απέναντι κτίριο.
Αυτή η δωρική παραστάδα, σαν ψευδοκίονας, είχε δύο μικρές ροζέτες κάτω από το επίκρανο και στη μέση είχε το μεγάλο κόσμημα δεμένο σαν σε πόρπη.
Να, λοιπόν, που σε ένα μάλλον μικροαστικό σπίτι στου Ψυρρή, που στο ισόγειο θα είχε κάποιο μαγαζί ή εργαστήρι, ξεδιπλωνόταν η διάθεση του μάστορα ή του εμπειροτεχνίτη, ο οποίος στον σοβά τραβούσε τα κοσμήματα και τις συνθέσεις που έβλεπε στην επίσημη Αθήνα, πήλινη ή μαρμαρόγλυπτη.
Ηταν η πεμπτουσία του νεοκλασικισμού της γειτονιάς και της μικρής κλίμακας, και την έβλεπα μπροστά μου, ερειπωμένη και χορταριασμένη.
πηγή: Έντυπη Καθημερινή