Ο Νίκος Τζουμανέκας ήταν 28 ετών όταν επιβιβάστηκε στο «Πατρίς», το πλοίο που μετέφερε μετανάστες από την Ευρώπη στην Αυστραλία τη δεκαετία του ’60. Ύστερα από 24 ημέρες, ο γεωργός από τη Θήβα έφτασε στη Μελβούρνη, όπου ζούσε ήδη ο μεγάλος του αδελφός.
της Σελάνας Βρόντη
Ήταν ένας ανάμεσα στους περίπου 2.000 επιβάτες – δεν ήταν μόνο Έλληνες, αλλά και κάτοικοι άλλων μεσογειακών χωρών. «Ήταν ένα ευχάριστο ταξίδι, δεν είχαμε τρικυμία. Μια ορχήστρα έπαιζε μουσική. Θυμάμαι που χόρευα με μια Σπιανόλα», μου λέει στο τηλέφωνο, συνταξιούχος πια, αναπολώντας πάντα την πατρίδα του, την οποία άφησε πίσω το 1964.
Ο Πέτρος Γυφτόπουλος είχε την ίδια ακριβώς ηλικία με τον Νίκο όταν προσγειώθηκε, σχεδόν πενήντα χρόνια μετά, στη μακρινή χώρα των καγκουρό και των κοάλα. Στο πλευρό του ήταν η 22χρονη σύζυγός του, Μυρτώ. Το ζευγάρι δεν γνώριζε κανέναν εκεί, δεν είχαν ούτε έναν συγγενή ή φίλο. Πήραν τις βαλίτσες τους και έκλεισαν δωμάτιο σε ξενοδοχείο. «Αισθανόμασταν τρόμο», θυμάται σήμερα για εκείνες τις πρώτες ημέρες που μέσα στη θύελλα της οικονομικής κρίσης άφησαν οριστικά την Αθήνα.
Και οι δύο αυτοί άνθρωποι, όπως πολλοί άλλοι, πήγαν στην Αυστραλία για να εξασφαλίσουν ένα καλύτερο μέλλον. Πώς βίωσε ο καθένας την εμπειρία της μετανάστευσης; Σε τι διαφέρουν οι νέοι απόδημοι από τους παλιούς; Τι δυσκολίες αντιμετώπισε ο ένας και τι ο άλλος; Ποια Ελλάδα άφησαν πίσω τους;
Ο ξενιτεμός σαφώς διαφέρει από γενιά σε γενιά και από άτομο σε άτομο, αλλά κάποιες καταστάσεις παραμένουν ίδιες, όπως ο πόνος της νοσταλγίας και ο φόβος για το άγνωστο. Υπάρχουν, ωστόσο, βασικές διαφορές: Οι παλιοί, μη γνωρίζοντας τη γλώσσα, βρέθηκαν γρήγορα να ζουν απομονωμένοι. Οι νέοι μετανάστες δεν έχουν αυτό το πρόβλημα, αλλά αντιμετωπίζουν ένα άλλο: το αυστραλέζικο κράτος δεν έχει σήμερα τόση ανάγκη από εργατικό δυναμικό.
Τότε και τώρα
«Μείναμε στο ξενοδοχείο και άρχισα να στέλνω βιογραφικά», συνεχίζει ο Πέτρος. «Μέσα σε μία εβδομάδα βρήκα δουλειά. Ευτυχώς που υπήρχε ζήτηση για τις ειδικότητές μας: εγώ έχω σπουδάσει χημικός μηχανικός και η Μυρτώ ψυχολογία. Ωστόσο στην Ελλάδα εγώ δούλευα στην τηλεόραση και η γυναίκα μου ήταν αεροσυνοδός. Και οι δυο μας όμως θέλαμε να ασχοληθούμε με αυτό που σπουδάσαμε.
Δεν φύγαμε από την Ελλάδα από ανάγκη επιβίωσης, αλλά επειδή νιώθαμε τρομερή ανασφάλεια για το μέλλον».
Και η ιστορία του Νίκου Τζουμανέκα;
«Είχαμε στρέμματα στην Ελλάδα, αλλά δεν μπορούσαμε να ζήσουμε πουλώντας κρεμμύδια. Ακούγαμε τότε ότι στην Αυστραλία υπήρχαν λεφτά με τη σέσουλα. Έτσι ήρθα κι εγώ. Στην αρχή δούλεψα στη σήμανση στα τρένα. Δεν ήξερα αγγλικά. Το αφεντικό μου, ένας Ρώσος, με πλησίασε, μου έδειξε τα εργαλεία που θα χρειαζόμουν για τη δουλειά και μου έμαθε τις ονομασίες τους: shovel (φτυάρι), pick (γκασμά), pliers (τανάλια). Μετά τα τρένα, έπιασα δουλειά σε εργοστάσια. Δουλεύαμε σκληρά τότε».
Οι συνθήκες διαβίωσης δεν ήταν εύκολες. «Μέναμε σε ένα σπίτι τρεις οικογένειες, μοιραζόμασταν όλοι ένα ψυγείο. Βγάζαμε ελάχιστα χρήματα: 32 δολάρια την εβδομάδα. Το ενοίκιο τότε ήταν 5 δολάρια την εβδομάδα, ένα αρνί 17 κιλών κόστιζε περίπου το ίδιο. Με τον καιρό αυξήθηκαν τα μεροκάματα. Μέχρι που φτάσαμε να παίρνουμε 1.000 δολάρια την εβδομάδα. Σήμερα το αρνί κοστίζει 180 δολάρια. Τότε τα σπίτια έκαναν 8.000 δολάρια, τώρα κοστίζουν περίπου 1,5 εκατομμύριο».
Ο Πέτρος και η Μυρτώ ακολούθησαν πιστά τις οδηγίες για να καταφέρουν να μπουν στη χώρα. Υπάρχουν διαφόρων ειδών βίζες για την Αυστραλία, αυτοί έβγαλαν τη skill visa, αυτή της ειδικότητας, πληρώνοντας από την τσέπη τους 5.000 αυστραλέζικα δολάρια, δηλαδή περίπου 3.500 ευρώ. «Το σύστημα μετανάστευσης έχει δυσκολέψει αρκετά. Παλιά αρκούσε μια πρόσκληση από έναν συγγενή», λέει ο ίδιος, που ύστερα από τέσσερα χρόνια στην Αυστραλία δικαιούται να κάνει αίτηση για υπηκοότητα.
Ο Νίκος Τζουμανέκας, από την άλλη, ορκίστηκε Αυστραλός το 1968. Πάντα όμως θα νιώθει Έλληνας. «Η πατρίδα είναι πατρίδα. Ξέρεις τι είναι να πεθαίνουν οι γονείς σου και να μην μπορείς να τους δεις; Μεγάλος πόνος», εκμυστηρεύεται. Η μοναξιά και η νοσταλγία συναντώνται και στους νεότερους – είναι, φαίνεται, η κατάρα του Έλληνα. «Αν δεν υπήρχε το Skype και το Facebook, δεν θα ζούσα εδώ», μου λέει η Μυρτώ και ο Πέτρος προσθέτει ότι το ταξίδι στην Ελλάδα είναι πιο οικονομικό και πιο γρήγορο σε σχέση με παλιά. «Σε είκοσι ώρες είσαι πίσω. Υπάρχει ο πόνος της ξενιτιάς, αλλά ξεχνιέσαι γιατί, χάρη στα σύγχρονα μέσα, έχεις καθημερινή επαφή με όσα συμβαίνουν στη χώρα σου».
Οι νέοι απόδημοι έχουν υπέρ τους και το ότι βρέθηκαν σε ένα περιβάλλον φιλόξενο, με την ελληνική κοινότητα έτοιμη να προσφέρει στήριξη. «Οι παλιοί μάς υποδέχτηκαν εδώ με περισσή φιλοξενία και αγάπη. Μας βοήθησαν ψυχολογικά. Και μόνο να ξέρεις ότι μοιράζεσαι με κάποιον την ίδια πατρίδα και την ίδια κουλτούρα είναι σημαντικό», επισημαίνει η Μυρτώ. Είναι ευτυχισμένοι; «Η απόφαση που πήραμε ήταν η πιο σοφή. Βέβαια, με την απόσταση την έχουμε εξιδανικεύσει την Ελλάδα, όσο κι αν φίλοι και συγγενείς μάς επαναλαμβάνουν ότι καλά κάναμε που φύγαμε…»
Ο Νίκος Τζουμανέκας προσπάθησε δύο φορές να επιστρέψει μόνιμα στην Ελλάδα. Την πρώτη φορά πήγε να εργαστεί σε ένα σωληνουργείο στη Θήβα, αλλά, όταν βρέθηκε μάρτυρας σε ένα εργατικό ατύχημα, αποφάσισε να επιστρέψει. «Ο εργάτης αυτός πήρε ελάχιστη αποζημίωση. Αναρωτήθηκα πώς θα ζούσα εγώ αν μου συνέβαινε κάτι τέτοιο. Στην Αυστραλία σε μια αντίστοιχη περίπτωση θα ήμουν διασφαλισμένος εφ’ όρου ζωής».
Στην επιστροφή του στη Μελβούρνη ανέλαβε μια επιχείρηση με είδη προικός. Με ένα φορτηγό με την επιγραφή «Συμπέθερος» πουλούσε από πόρτα σε πόρτα παπλώματα, σεντόνια, πετσέτες κ.ά. Κατάφερε έτσι να έχει περίπου 500 πελάτες. «Δουλεύαμε υπερωρίες, γι’ αυτό από τα παιδιά μας σήμερα δεν λείπει τίποτα», λέει ο Νίκος, που πιστεύει ότι η καινούργια φουρνιά μεταναστών είναι πιο… καλομαθημένοι.
«Πολλοί σπουδασμένοι παραπονιούνται όταν αναγκάζονται να δουλέψουν ως οικοδόμοι ή ταξιτζήδες και μου λένε: “Αν ήθελα έτσι τη ζωή μου, έμενα και στην Ελλάδα”». ■
πηγή:Περιοδικό “Κ” της Κυριακάτικης Καθημερινής