Σαν μία σελίδα από βιβλίο για την Αθήνα του Οθωνα, ξέχωρη και μοναδική, να έχει πέσει στη γη, αφού πρώτα αιωρήθηκε, είναι η εικόνα που παρουσιάζει στα μάτια του περιπατητή το σπίτι της οδού Καλλέργη.
του Νίκου Βατόπουλου
Ποια είναι η οδός Καλλέργη; Η αλήθεια είναι ότι δεν είναι τόσο γνωστή, παρότι βρίσκεται στο κέντρο της Αθήνας, ανάμεσα στην Ομόνοια και στο Μεταξουργείο, ένας όχι μεγάλος δρόμος που συνδέει την Κεραμεικού με τη Μεγάλου Αλεξάνδρου. Θα ήθελα να δω προπολεμικές φωτογραφίες της, καθώς όσα σώθηκαν από το παρελθόν της μαρτυρούν αστικό επίπεδο υψηλό και αισθητική αρμονία, κατά το δυνατόν.
Αλλωστε, όλη αυτή η περιοχή υπήρξε περιοχή κατοικίας, και αυτό το σπίτι που αντίκριζα στον αριθμό 24 πρέπει να στέγασε κάποτε μια οικογενειακή ιστορία.
Αυτό που έβλεπα ήταν ένα καμένο σπίτι, πυρπολημένο κάποτε, αλλά όχι ολοσχερώς, ένα σπίτι μετέωρο χωρίς μεσοτοιχίες. Και ήταν αυτό το παράδοξο θέαμα, στην καρδιά της Αθήνας, να βλέπεις δύο οικόπεδα-αγρούς, αριστερά και δεξιά του σπιτιού της οδού Καλλέργη 24, μικροί αστικοί λειμώνες, χάσματα και κενά που έγιναν απρόσμενα ξέφωτα από τις κατεδαφίσεις. Θα ήταν κάποτε μία σειρά σπιτιών, ένα μέτωπο παλαιοαθηναϊκό, στη σειρά παραταγμένο.
Τα ίχνη των γειτονικών κατεδαφισμένων σπιτιών γαντζώνονται στους τοίχους του σπιτιού που κοιτούσα. Αριστερά, το σπίτι που γκρεμίστηκε ήταν μονώροφο, αυτό μαρτυρούν τα ίχνη του: η στέγη, το ερμάριο χαμηλά, το ταρατσάκι πίσω, σαν να έχεις ξεκολλήσει με πείσμα μια ζωή. Στα δεξιά, το σπίτι που κάποτε υπήρχε ήταν διώροφο, αλλά πιο χαμηλό από το σιωπηλό, αγέρωχο οίκημα που έβλεπα στον αριθμό 24.
Αν μου έδειχναν απλώς τη φωτογραφία του, θα μπορούσα να παραπλανηθώ και να έλεγα ότι είναι ένα σπίτι του Ναυπλίου. Τέτοια είναι η αυθεντικότητα της πρωτογενούς, αδιατάρακτης, ανόθευτης και ευγενούς αρμονίας από την καρδιά του πρωτο-νεοκλασικισμού. Είναι ένα παλιό σπίτι για τα δεδομένα της Αθήνας, ένα σπίτι με ακμαία τη λιθοδομή από το μέσον του 19ου αιώνα, με απόλυτα σαφείς τις αναλογίες, τα διαστήματα, τις παύσεις και τις εξάρσεις του.
Παρατηρούσα την απλότητα εκείνου του ξεχασμένου ρυθμού της πρώτης περιόδου, ίσως του πιο ελληνικού μέσα από την απέριττη λαμπρότητα μιας ιδιάζουσας ταπεινότητας. Είναι εκείνα τα σπίτια της Παλιάς Ελλάδας, και να, που έβλεπα ένα εξέχον δείγμα μπροστά μου, να αναφύεται σαν δέντρο που γλίτωσε από πυρπολημένο δάσος, μόνο αλλά ζωντανό.
Κοιτούσα τα πράσινα παραθυρόφυλλα, τα γερμανικά με τις μεγάλες γρίλιες, κάποια μισάνοιχτα, άλλα στη θέση τους και άλλα ξεχαρβαλωμένα. Τέσσερα παράθυρα στον όροφο με τις δωρικές παραστάδες, τρία παράθυρα στο ισόγειο δίπλα στην εξώθυρα που οδηγεί στην εσωτερική αυλή.
Ο εξώστης με τα δύο μαρμάρινα φουρούσια, κιλλίβαντες σωστοί με τους διπλούς έλικες, είχε την απλή σιδεριά με τα κυμάτια της πρώτης νεοκλασικής περιόδου.
Συγκίνηση προκαλεί η παλαιότητα της οικίας, το απέριττο της μορφής, η σιωπή που ανασαίνει κάθε πέτρα κάτω από τον ξεφλουδισμένο σοβά. Είναι ένα εικονοστάσι.
Αλλά ένα μεγάλο κομμάτι του σοβά, ζει ακόμη. Μοιάζει με χάρτη, σαν λάβαρο κατακρεουργημένο σε μάχη, θραύσμα μιας αστικής τοιχογραφίας, σαν πομπηιανό σπάραγμα σε ένα δρόμο της Αθήνας. Τυλίγει το βαθύ πράσινο στα παντζούρια του κάτω ορόφου, παλεύει με το χώμα και την πέτρα από κάτω, και σε όσα σημεία θριαμβεύει, ελευθερώνει ποτάμια ενός πηχτού κόκκινου ανακατεμένου με ροδί που συμπλέει με εκείνο το κίτρινο της μιμόζας, χρώμα κροκί μαζί με την οσμή της σκουριάς.
Είναι ένας συνδυασμός μεθυστικός, μια εσαεί νωπογραφία στην πρόσοψη ενός σπιτιού που κάποτε αγαπήθηκε και που τώρα το προσπερνούν βιαστικοί διαβάτες. Μένει εκεί, μόνο, χωρίς γείτονες, μάρτυς μιας Αθήνας παράδοξα οικείας.
πηγή: Έντυπη Καθημερινή