Σε μια πληθώρα από νέες ταινίες μία είναι εκείνηπου πραγματικά αξίζει: «The Post: Απαγορευμένα μυστικά».Ηδη στη λίστα των καλύτερων της χρονιάς!
«The Post: Απαγορευμένα μυστικά» (ΗΠΑ, 2017),
Οταν πριν από λίγο καιρό, με αφορμή την τελευταία ταινία του Στίβεν Σπίλμπεργκ «The Post: Απαγορευμένα μυστικά» (ΗΠΑ, 2017), έγραψα το άρθρο «Σωστή δημοσιογραφία» στη στήλη των «Γνωμών» του «Βήματος», αναφερόμουν κυρίως στη σημασία της ύπαρξης και μόνο αυτής της ταινίας, ανεξαρτήτως δηλαδή από το αν η ταινία είναι ή όχι αυτό που ονομάζουμε «καλή». Γιατί πιστεύω ότι σήμερα, ιδιαίτερα σήμερα, που τα έντυπα Μέσα και τα ΜΜΕ γενικότερα διαπερνούν περίοδο βαθιάς κρίσης σε πολλούς τομείς (ίσως τη βαθύτερη της ιστορίας τους), η απόφαση και μόνο ενός κινηματογραφικού συστήματος όπως το Χόλιγουντ να επιστρέψει στο παρελθόν και να ασχοληθεί με μια δημοσιογραφική επιτυχία εφημερίδας – επιτυχία που πόνεσε την αμερικανική κυβέρνηση όταν επιτεύχθηκε – είναι λόγος αρκετός για να υποκλιθείς μπροστά της.
Τώρα όμως που το «The Post» ανοίγει και στις αίθουσες, ήρθε η ώρα και της αναφοράς στην κινηματογραφική αξία της ταινίας, που αμέσως ξεκαθαρίζω ότι θεωρώ ότι ανήκει στις μεγάλες στιγμές του δημιουργού της, οι οποίες τελικά δεν είναι λίγες: «Η διάσωση του στρατιώτη Ράιαν», «Η λίστα του Σίντλερ», «Μόναχο» – για να αναφέρω κάποιες.
Να θυμίσω απλώς ότι η ταινία ασχολείται με ένα φοβερό πολιτικό σκάνδαλο που κάλυπτε πέντε προεδρίες των ΗΠΑ (Τρούμαν, Αϊζενχάουερ, Κένεντι, Τζόνσον και Νίξον), οι οποίες παρασκηνιακά υπερασπίστηκαν την ιδέα ενός πολέμου στο Βιετνάμ, ενώ δημοσίως δήλωναν το ακριβώς αντίθετο. Επί προεδρίας Λίντον Τζόνσον, ο τότε υπουργός Αμυνας Ρόμπερτ ΜακΝαμάρα διέταξε τη σύνταξη μιας αναφοράς που θα εξιστορούσε βήμα-βήμα όλα τα στάδια που είχαν προκύψει μέχρι το ξέσπασμα του πολέμου. Η άκρως απόρρητη αυτή αναφορά, με την ονομασία «The Pentagon Papers», μεγέθους 7.000 σελίδων, έπεσε στα χέρια των «New York Times» που δημοσίευσαν ένα ρεζουμέ της το 1971. Ωστόσο, έπειτα από απόφαση του Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου απαγορεύτηκε στους «Τimes» να δημοσιεύσουν οτιδήποτε σχετιζόταν με την υπόθεση. Τότε στη μέση μπήκε η «Washington Post» που, με απόφαση της θρυλικής εκδότριάς της Κάθριν Γκρέαμ, αποφάσισε να συνεχίσει τη δημοσιοποίηση των απόρρητων εγγράφων θέτοντας σε κίνδυνο το μέλλον της εφημερίδας.
«Ο μόνος τρόπος για να προστατέψεις το δικαίωμα να δημοσιεύεις είναι να δημοσιεύσεις»λέει ο διευθυντής της «Washington Post» Μπεν Μπράντλι (Τομ Χανκς), υπεύθυνος λίγο αργότερα και για τη δημοσιοποίηση του σκανδάλου Watergate στην ίδια εφημερίδα. Στη φράση του Μπράντλι, βέβαια, βρίσκει κανείς την ουσία του «The Post». Δουλειά των εφημερίδων δεν είναι να εξυπηρετούν τις κυβερνήσεις, αλλά τον λαό. Οποιος δεχτεί να μπει στο καθεστώς της αυτολογοκρισίας παύει να κάνει τη δουλειά του. Δύσκολο ακούγεται, όμως αυτό είναι. Συγχρόνως, μέσα από την ιστορία του συγκεκριμένου ρεπορτάζ βλέπουμε πως η Κάθριν Γκρέαμ, εκδότρια της «Post», μεταμορφώθηκε από αριστοκράτισσα με μικροαστικό τρόπο σκέψης (όπως συνέβαινε ακόμα και με τις πλούσιες γυναίκες εκείνης της εποχής) σε δυναμική εκδότρια που μπορούσε να επιβληθεί απλώς και μόνο με το βλέμμα. Λίγο ό,τι και να πει κανείς για τη Μέριλ Στριπ σε μια ακόμη σπουδαία στιγμή μιας σπουδαίας καριέρας. Οταν, για παράδειγμα, η Γκρέαμ παίρνει τη μεγάλη απόφαση της ιστορίας, ο τρόπος που η Στριπ το περνά στην οθόνη είναι σαν να σκίζει με ξυράφι την καρδιά σου.
Ακόμα και με το κόμπιασμά της μπορεί να προκαλέσει ανατριχίλα.
Ο Σπίλμπεργκ ήταν, είναι και κατά πάσα πιθανότητα θα είναι μέγας storyteller. Καταφέρνει να δημιουργήσει σασπένς μέσα από μια ιστορία που λίγο-πολύ γνωρίζουμε την κατάληξή της. Συγχρόνως δημιουργεί πηγαία συγκίνηση· μια απλή εικόνα των εφημερίδων την ώρα που εκτυπώνονται ήταν αρκετή για να σε κάνει να βουρκώσεις.
Ολα αυτά σε μια ταινία που δεν αρνείται τον ανταγωνισμό (κάθε άλλο μάλιστα), αλλά υπερασπίζεται την πλευρά της σωστής δημοσιογραφίας. Μας θυμίζει την αξία του δημοσιογραφικού κώδικα δεοντολογίας αλλά και τη σημασία της εξονυχιστικής και τεκμηριωμένης έρευνας προτού δημοσιευθεί το παραμικρό. Και λέει με σθένος ότι γενναιότητα δεν σημαίνει να κυνηγάς το λαβράκι που θα σηκώσει τις πωλήσεις σου, αλλά να δημοσιεύσεις τη σημαντική είδηση την οποία παράγοντες της εξουσίας θα προτιμούσαν να μη δουν δημοσιευμένη.
Το μότο της ταινίας είναι «Τυπώστε το!». Το δικό μου; «Δείτε το!» Βαθμολογία: 4 ½
«Western» (Γερμανία, 2017)
Στο «Western» (Γερμανία, 2017) της Βαλέσκα Γκρίζεμπαχ παρακολουθούμε τις καταστάσεις – δυσάρεστες και ευχάριστες – που δημιουργούνται ανάμεσα στα μέλη ενός γερμανικού συνεργείου που εργάζεται στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα με τους ντόπιους. Βαρόμετρο σε αυτούς τους γερμανούς κονκισταδόρ είναι ένας από τους εργάτες (Μάινχαρντ Νόιμαν), μια ψηλόλιγνη α λα Λούκι Λουκ φιγούρα, ένας αινιγματικός, σιωπηλός τύπος, του οποίου η ανασφάλεια και η αβεβαιότητα αποτελούν το περιεχόμενο πίσω από τη βιτρίνα της επίπλαστης σιγουριάς.
Συγκρούσεις, αντιζηλίες, πολιτισμικές διαφορές, γερμανική υπεροψία από κάποιους, χιούμορ από κάποιους άλλους, σιωπή και σοφία από κάποιους τρίτους. Στοιχεία που αναμειγνύονται έντεχνα και χωρίς ίχνος επιτήδευσης στο σέικερ της σκηνοθέτριας, η οποία, παρότι εδώ γυρίζει την πρώτη της ταινία, έχει ένα μεγάλο χάρισμα: δεν βιάζεται να πει αυτό που θέλει.
Αντιθέτως, με αργούς ρυθμούς και χαμηλούς τόνους καταφέρνει να το αφήσει να βγει μόνο του μέσα από μια ταινία έντονης προσωπικότητας, λιτή και στεγνή σαν το ύπαιθρο όπου είναι γυρισμένη. Το «Western» σε κερδίζει χάρη στην ικανότητα της σκηνοθέτριας (συν σεναριογράφος του «Τόνι Ερντμαν») να δέσει τη φύση με την πολιτική άποψη και την καθημερινότητα. Λένε ότι ο μόνος τρόπος για να μιλήσεις για τα μεγάλα θέματα είναι να εστιάσεις στα μικρά και αν όντως αυτό ισχύει, η Γκρίζεμπαχ πετυχαίνει διάνα. Βαθμολογία: 3
«Το δωμάτιο των θαυμάτων» («Wonderstruck», ΗΠΑ, 2017)
«Είμαστε όλοι στον βούρκο, αλλά κάποιοι κοιτάμε τα αστέρια». Η ποιητική αυτή φράση ακούγεται στο «Δωμάτιο των θαυμάτων» («Wonderstruck», ΗΠΑ, 2017) του Τοντ Χέινς, μια ταινία που πράγματι θέλει να κοιτάξει τα αστέρια και τα κοιτάζει, χωρίς όμως να γίνεται απολύτως αντιληπτό αν όντως τα βλέπει. Στην πραγματικότητα, έχουμε δύο ταινίες στη συσκευασία της μίας. Το παρόν είναι το 1977, όπου ένα αγοράκι (Οουκς Φέγκλεϊ) χάνει την ακοή του, το σκάει από το νοσοκομείο και ακολουθεί τη φωνή της καρδιάς του αναζητώντας τις ρίζες του στη Νέα Υόρκη μέσω ενός παλιού, ξεφτισμένου λευκώματος.
Στο παρελθόν, που είναι το 1927, ένα κωφάλαλο κοριτσάκι (Μίλισεντ Σίμονς), απομεινάρι μιας διαλυμένης οικογένειας, το σκάει από ένα σπίτι όπου κανείς δεν το θέλει και πηγαίνει στη Νέα Υόρκη αναζητώντας το όνειρο. Παρελθόν και παρόν κάποια στιγμή διασταυρώνονται, όμως οι δύο ιστορίες νιώθεις ότι δεν δένουν αρμονικά. Η ανάπλαση των εποχών είναι φυσικά άψογη (ο Χέινς του «Velvet Goldmine» και του «Ο παράδεισος είναι μακριά» είναι πάντα πολύ καλός σε αυτόν τον τομέα), ενώ το μέρος του 1927 είναι γυρισμένο έτσι ώστε να θυμίζει βωβό σινεμά. Αλλά τα αστέρια δεν φαίνονται και τόσο ξεκάθαρα, νιώθεις ότι για να τα δεις χρειάζεσαι τηλεσκόπιο. Παίζει και η Τζουλιάν Μουρ σε ρόλο κωφάλαλης. Βαθμολογία: 2
«Διπλός εραστής» («L’ amant double», Γαλλία, 2017)
Η πραγματική σπαζοκεφαλιά αυτής της εβδομάδας είναι ο «Διπλός εραστής» («L’ amant double», Γαλλία, 2017) του Φρανσουά Οζόν, ενός σκηνοθέτη που όσο περνούν τα χρόνια νιώθω ότι είναι ή του ύψους («Οκτώ γυναίκες») ή του βάθους («Σατανικοί εραστές»). Εδώ το στυλ και οι καλοστημένες σκηνές υποσκελίζουν την ιστορία και την ουσία της ταινίας, την οποία προσωπικά δεν βρήκα. Παρακολουθούμε μια γυναίκα (Μαρίν Βαχτ) που, για να λύσει κάποια ανεξήγητα προβλήματα με την υγεία της (προφανώς ψυχοσωματικά), αναζητεί τη βοήθεια ενός ψυχαναλυτή (Ζερεμί Ρενιέ) με τον οποίο συνάπτει, τελικά, σχέση. «Είσαι η ίασή μου» του λέει, όμως κατά βάθος συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο.
Οταν στο προσκήνιο εμφανίζεται ο δίδυμος αδελφός του ψυχαναλυτή, που είναι επίσης ψυχαναλυτής αλλά εντελώς διαφορετικός σε χαρακτήρα, τότε τα πράγματα αρχίζουν να περιπλέκονται σε εκνευριστικό σημείο. Για την ακρίβεια, νιώθεις ότι βλέπεις ταινία του Αλφρεντ Χίτσκοκ χωρίς τον Αλφρεντ Χίτσκοκ στη καρέκλα του σκηνοθέτη. Βέβαια, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει την ικανότητα του Οζόν να κατασκευάζει ομορφιά, ιδίως σεξουαλική ομορφιά, κάτι που φαίνεται όταν η Βαχτ και ο Ρενιέ καταλήγουν στο κρεβάτι. Βαθμολογία: 1 ½
«Του Θεού η χώρα» («In God’s won country», Αγγλία, 2017)
Πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του βρετανού σκηνοθέτη Φράνσις Λι, το «Του Θεού η χώρα» («In God’s won country», Αγγλία, 2017), που έχει ήδη διακριθεί σε αρκετά φεστιβάλ, είναι μια τραχιά, ωμή αλλά συγχρόνως λυρική ερωτική ιστορία ομοφυλοφίλων τοποθετημένη σε μια απόκρημνη περιοχή του Γιόρκσαϊρ της Αγγλίας. Ο ένας (Τζος Ο’Κόνορ) είναι ο γιος του ιδιοκτήτη μιας φάρμας, ο άλλος είναι ρουμάνος μετανάστης (Αλεκ Σεκαρεάνου) που έχει προσληφθεί εκεί. Η ανισορροπία των χαρακτήρων σύντομα θα φέρει σε δεύτερη μοίρα το πρωτόγονο πάθος, αλλά το φως της ελπίδας δεν θα σβήσει τελείως. Εμπνευσμένος από προσωπικά βιώματά του, ο Φράνσις Λι κατευθύνει με τρυφερότητα και κατανόηση τους δύο ήρωές του, αναζητώντας, όσο μπορεί, την αλήθεια του καθενός. Mια ειλικρινής ταινία, που κατορθώνει να ξεφύγει από τη σκιά του «Μυστικού του Brokeback Mountain», χωρίς ωστόσο να μπορέσει να φτάσει την αξία του.Βαθμολογία: 2 ½
ΕΠΙΣΗΣ ΣΤΙΣ ΑΙΘΟΥΣΕΣ
-Ο «Επιβάτης» («Commuter», ΗΠΑ, 2017) του Χάουμε Κολέ-Σερά. Εγκλωβισμένος σε ένα τρένο, ένας πρώην αστυνομικός (Λίαμ Νίσον) πρέπει σε ελάχιστο χρονικό διάστημα να βρει έναν άνθρωπο που δεν ξέρει, ειδάλλως θα χάσει τη γυναίκα και το παιδί του. Πολλές περιπέτειες του Χόλιγουντ στοιβαγμένες σε μια ταινία της οποίας το μεγάλο μειονέκτημα είναι ένα σενάριο – ελβετικό τυρί. Μπάζει από παντού. Βλέπεται ευχάριστα, αλλά είναι άδεια. Μια από τις αρκετές ταινίες του Κολέ-Σερά με πρωταγωνιστή τον Νίσον, πρώτη και καλύτερη των οποίων παραμένει ο «Αγνωστος». Βαθμολογία: 1 ½
-Το «Βitter harvest» (Καναδάς, 2017) του Τζορτζ Μέντελουκ. Μάλλον κοινότοπο love story περιτυλιγμένο στο αμπαλάζ μιας πολύ μέτριας αντισοβιετικής προπαγάνδας, καθώς η ιστορία τοποθετείται στην Ουκρανία της δεκαετίας του 1930, την εποχή των χιλιάδων εκτελέσεων που συνέβαιναν στο σταλινικό καθεστώς. Αν θέλετε να ξαναδείτε κάτι παρεμφερές, δείτε καλύτερα το «Δόκτωρ Ζιβάγκο». Παίζουν οι Μαξ Αϊρονς, Σαμάνθα Μπαρκς και Τέρενς Σταμπ.Βαθμολογία : 1
-Το «Jumanji: Καλώς ήρθατε στη ζούγκλα» («Jumanji: Welcome to the Jungle», ΗΠΑ, 2017), περιπέτεια φαντασίας του Τζέικ Κάσνταν με τους Γουέιν Τζόνσον, Τζακ Μπλακ, Κέβιν Χαρτ κ.ά. Βαθμολογία: –
Βαθμολογία
5: εξαιρετική, 4: πολύ καλή, 3: καλή, 2: ενδιαφέρουσα, 1: μέτρια, 0: απαράδεκτη
*Ο Γιάννης Ζουμπουλάκης είναι κριτικός κινηματογράφου στην εφημερίδα το ΒΗΜΑ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ