Εκεί κάπου στα 15 σου χρόνια, θέλεις να προκαλέσεις, θέλεις να αλλάξεις τον κόσμο, τα θέλεις όλα και τα θέλεις τώρα. Η΄ τουλάχιστον γυρνώντας τον χρόνο πίσω, αυτό θυμάμαι. Και όχι μόνο για μένα. Αλλά για τους περισσότερους της δικής μου γενιάς.
του Γιώργου Σκίντσα
Λογικό είναι όμως στην ηλικία αυτή να μην ξέρεις τι εργαλεία θα χρησιμοποιήσεις και πως θα τα χρησιμοποιήσεις. Οπότε είναι φορές που αφήνεις να κάνουν κάποιο άλλοι την δουλειά αυτή. Στα 1982 – 1983 όταν είχε κυκλοφορήσει το άλμπουμ «Μουσικές Ταξιαρχίες» από τις Μουσικές Ταξιαρχίες του Τζίμη Πανούση ήταν μέγιστη ηδονή να ακουμπάς την βελόνα του πικ απ στο «Ερωτικό» και να ακούς στη διαπασών τον στίχο «Κι εγώ σ’ αγαπώ…..» (σ.σ. το υπόλοιπο δεν γράφεται). Από το ρετιρέ της Αγίου Μελετίου, κάτω στα Σεπόλια, να το βάζουμε με τον Μιχάλη όσο το δυνατόν πιο δυνατά, να ανοίγουμε τα παράθυρα για να ακουστεί σε όλη τη γειτονιά. Θέλαμε να προκαλέσουμε. Θέλαμε να γίνει θέμα, να το μάθουν οι γονείς μας, ότι κάναμε κάτι αντισυμβατικό. Ότι δεν ήμασταν σαν και αυτούς.
Ο Τζίμης Πανούσης μάς είχε δώσει το άλλοθι: «Μα δεν το λέμε εμείς. Ένα τραγούδι ακούμε. Άλλος το λέει». Εδώ βρίσκεται όλη η ουσία του έργου του Τζίμη Πανούση. Ελεγε αυτά που οι περισσότεροι θέλαμε να πούμε αλλά δεν τολμούσαμε. Και αυτό στο βάθος του το αναγνώριζαν όσοι ήταν απέναντι του. Ο Τζίμης Πανούσης είχε ανακαλύψει το τρολάρισμα σε μια εποχή που ο ηλεκτρονικός υπολογιστής μας φάνταζε σαν διαστημόπλοιο. Σατιρικός καλλιτέχνης, χιουμορίστας, αντισυμβατικός ο καθένας μπορεί να του αποδώσει την ιδιότητα που επιθυμεί, αλλά πρωτίστως ο Τζίμης τρόλαρε τον εαυτό του, την ζωή του, τα πιστεύω του, τα θέλω του. Και μέσα από αυτό το αυτοτρολάρισμα του, κατόρθωσε να εκφράσει ένα μέρος της γενιάς του.
Το θέμα εδώ δεν είναι ποσοτικό. Σαφώς και δεν εξέφραζε όλη την γενιά του, όλους του συνομίληκους του. Μια μειοψηφία εξέφραζε η οποία περνώντας τα χρόνια αυξήθηκε επειδή και ο Τζίμης Πανούσης έγινε εκούσια – ακούσια mainstream. Η΄ για να το πω διαφορετικά ήταν «υποχρεωτικό» να τον δεις και να τον ακούσεις τουλάχιστον σε μία εμφάνισή του.
Ο Τζίμης Πανούσης είναι – το έργο ενός καλλιτέχνη δεν ακολουθεί τον βιολογικό θάνατο του – ένας δημιουργός που κατόρθωσε να κάνει τον μέσο έλληνα να στραφεί προς το ροκ ασχέτως αν το αποδέχεται ή όχι αν το αντιλαμβάνεται ως κοινωνικό φαινόμενο ή μια νεανική τρέλα που θα περάσει γρήγορα.
Πολλοί στα social media με αφορμή τον θάνατό του, τον αποκάλεσαν σύγχρονο Αριστοφάνη. Αριστοφάνη της εποχής του. Δεν ξέρω αν στον ίδιο θα άρεσε αυτός ο χαρακτηρισμός. Αλλωστε αν τα social media καθρεφτίζουν την κοινωνία ή έστω ένα μέρος της, ανατρέχοντας κανείς σε αυτά το τελευταίο 24ωρο, θα πιστέψει ότι όλη η Ελλάδα, ζει και αναπνέει με τις Μουσικές Ταξιαρχίες και τον Τζίμη Πανούση. Φυσικά δεν συνέβη ποτέ κάτι τέτοιο. Ο θάνατος όμως «επιβάλλει» τα καλά λόγια ή τέλος πάντων ένα «έξυπνο» ή αυτοβιογραφικό κατευόδιο. Δεν είναι κακό αυτό. Αλλά νομίζω ότι ο ίδιος θα προτιμούσε αντί όλων αυτών να τον αποχαιρετήσουμε με τον στίχο «σε χάχανα και γέλια να πνιγώ» (σ.σ. «Ο λάκκος με τ’ αστεία»)
ΥΓ. Το άλμπουμ «Μουσικές Ταξιαρχίες» των Μουσικών Ταξιαρχιών , ακούγεται και σήμερα τόσο φρέσκο όσο τότε όχι μόνο στιχουργικά αλλά και μουσικά. Αυτό και μόνο δείχνει πόσο μπροστά ήταν ό Τζίμης Πανούσης και η παρέα του. Και επειδή όλοι μιλάμε για την περσόνα του, αξιομνημόνευτη είναι και η μουσική του παρακαταθήκη. Ο τρόπος που έδενε το ροκ με την παραδοσιακή μουσική και τους λαϊκούς ήχους. Σε αυτό όμως δεν ήταν μόνος του. Η παρέα δημιουργήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και εμφανίστηκε για πρώτη φορά στις 27.1.81 ως κουαρτέτο (Πανούσης, Βέκιος, Πολίτης, Δρόλαπας) στο ΑΧ ΜΑΡΙΑ. Στη συνέχεια, προστέθηκαν στο σχήμα οι Βαν Σβάρνας (σαξόφωνο) και Δημήτρης Παπαβασιλείου (πιάνο). Την πρώτη εμφάνισή τους με πλήρες σχήμα την έκαναν στο θέατρο ΡΙΑΛΤΟ στις 9.2.81.
πηγή: www.tovima.gr