Οταν πέφτει το φως της μέρας, η μεταμόρφωση της πόλης είναι αντιφατική. Αλλά εκείνο το βράδυ που είχα προορισμό τη Δημοτική Πινακοθήκη στη γωνία Λεωνίδου και Μυλλέρου στο Μεταξουργείο, ήταν τέτοιο το μπλε φως της νύχτας που έβαφε τα πάντα με βαθιές σκιές.
του Νίκου Βατόπουλου
Είχα σκοπό να περπατήσω από τις άκρες του Κεραμεικού ώς το βαθύ Μεταξουργείο και τίποτε δεν μου έδινε μεγαλύτερη χαρά από την αίσθηση της αθηναϊκής νύχτας να με τυλίγει σε βελούδινο γάντι, αρωματισμένη με τις ήπιες ανάσες του χειμώνα.
Υπήρχε σιγαλιά, με ελάχιστους διαβάτες, και αν και ήταν νωρίς το βράδυ, είχα την αίσθηση πως ήμουν σχεδόν μόνος. Μυκάλης και Κεραμεικού, το όμορφο παλιό σπίτι, ήταν σαν τραυματισμένο έμβλημα. Δίπατο, με μαγαζιά ή αποθήκες άλλοτε στο ισόγειο, ήταν διπλοκατοικία όπως τα περισσότερα, ένας οργανωμένος μικρόκοσμος, με κάμαρες, σκάλες, μπαλκόνια, πλυσταριά.
Το παρατηρούσα μέσα στη νύχτα, με το χρυσό φως της λάμπας του δρόμου να το λούζει με μυστηριακές φωτοσκιάσεις. Οι παλιές λαμαρίνες στο ισόγειο έτριξαν και μια ανθρώπινη σκιά ξετρύπωσε στον δρόμο. Αυτό ήταν κάποτε ένα σπίτι του Κεραμεικού
Θυμήθηκα το αξεπέραστο διήγημα του Μιχαήλ Μητσάκη «Ζωγραφιά νυκτερινή», που σε ηλικία 25 ετών περιγράφει την Ομόνοια του 1893, τη νύχτα με πλήρη αισθησιακή εξάρτυση. Ενιωσα αυτά που έγραφε για «τα πέριξ οικήματα» που ήταν «βωβά», τα «παράθυρα κλειστά», οι «πόρτες σφαλισμένες», να «εγείρουν αμαυράς τας όψεις των». Με απόσταση πάνω από έναν αιώνα, έβλεπα τις μπλε και χρυσές σκιές της νύχτας να μεταμορφώνουν την Αθήνα, και ενώ δεν ήμουν στην Ομόνοια με τις άμαξες και τα γαλακτοπωλεία, ένιωθα την ίδια ανάσα.
Ο Κεραμεικός που έβλεπα ήταν ένα θεατρικό σκηνικό, σαν θραύσματα από σκηνικά όπερας του 19ου αιώνα, ανάκατα με λαϊκές πολυκατοικίες του ’70, χέρσα οικόπεδα από κατεδαφίσεις, με φρέσκια χειμωνιάτικη χλόη και φυλλοβόλα δέντρα που άπλωναν τα κλωνάρια τους στις λευκές μεσοτοιχίες που έμοιαζαν με σεντόνια απλωμένα.
Ζούσα μια παραίσθηση, αλλά το είχα αποφασίσει να αφεθώ σε αυτήν την αστική φαντασίωση που έφερνε την ψευδαίσθηση ενός απεικάσματος του Κεραμεικού.
Ωστόσο, όσο περπατούσα σε εκείνα τα δρομάκια, με ονόματα τόσο ατμοσφαιρικά, Μυκάλης, Μυρωνίδου, Αρτεμισίου, Πλαταιών, είχα ολοένα και πιο έντονη την πεποίθηση ότι ζούσα μια αλήθεια, όσο μελαγχολική κι αν ήταν, με τα ερειπωμένα σπίτια, πολλά από τα οποία έφεραν πλήρες το λεξιλόγιο του κάλλους από ένα βαθύ και ασαφές παρελθόν.
Είχα ολόγυρα τα ξέφτια μιας Αθήνας σε υποχώρηση, και τα παλιά τα σπίτια, μιας παλαιότητας σχεδόν συγκινητικής, με υγρασία και μυστικές κόγχες, αθέατες από τους έρημους δρόμους, έμοιαζαν με εκείνους τους ιππείς που έχασκαν νεκροί μετά τη μάχη. Σε εκείνο το πεδίο των μαχών για την τιμή των όπλων, η Αθήνα στα μικρά δρομάκια του Κεραμεικού είχε μια περίεργη ησυχία. Κοιτούσα τα σπίτια και έβλεπα ασπίδες και θυρεούς αφημένους σε ένα τοπίο σιωπής.
Αλλά η πόλη ζει. Η νύχτα την αλλάζει. Προχωρούσα προς τη Δημοτική Πινακοθήκη, εκεί που ήξερα ότι υπάρχει φως, και οι διαβάτες πύκνωναν όσο βάδιζα προς την καρδιά του Μεταξουργείου. Λίγοι ίσως γνωρίζουν σε ποιο σημείο ο Κεραμεικός σβήνει μέσα στο Μεταξουργείο, και το αντίστροφο, αλλά λίγη σημασία έχει.
Ημουν πλημμυρισμένος από πλήθος εικόνες συγκινητικής ομορφιάς, μέσα στην επιθετική, ενίοτε, συνύπαρξη με εικόνες τραχιές, αλλά αυτή ακριβώς η αντίθεση με έπειθε για την αξία όσων είχα συλλέξει ως ερεθίσματα. Αναλογιζόμουν ποια μπορεί να είναι η τύχη όλων αυτών των αστικών ερειπίων, σε δρόμους που κάποτε ήταν μια ήσυχη γειτονιά και που τώρα προβάλλουν ως δραματικά σκηνικά και γεννούν σκέψεις, προκαλούν αισθήσεις, αναβλύζουν συγκίνηση.
πηγή: Έντυπη Καθημερινή