Γεννήθηκα και μεγάλωσα σε μια εποχή όπου όλοι λέγανε ότι ήταν δύσκολα, μόνο που τελικά δύσκολο είναι αυτό που δεν έχεις ζήσει. Σαν γελοιογραφία του Αρκά με τον προφήτη. Αν η εφετινή χρονιά σου φαίνεται χάλια, του χρόνου θα φαντάζει υπέροχη.
γράφει ο Αιρετικός
Η Ελλάδα είχε το δικό της Αμερικάνικο όνειρο. Ήταν χάλια, αλλά είχε ένα πλεονέκτημα. Δεν συνέβαινε κάτι που να σου ανατρέψει τον χαλεπό σχεδιασμό. Η αλήθεια ήτανε πως και το παραμικρό να συνέβαινε, το Ελληνικό – Αμερικάνικο όνειρο θα κατέρρεε αμέσως. Ήτανε η εποχή που περνούσαμε όμορφα στις μακριές φτωχικές μας διακοπές της κλασσικής ελληνικής οικογένειας του υπαλλήλου συζύγου, της μη εργαζόμενης από αντίληψη συζύγου και των δύο συνήθως παιδιών.
Ακόμα και τώρα αναρωτιέμαι, πως οικογένειες τόσο ζορισμένες, ερχόταν στο χωριό μου και νοικιάζανε σπίτι για έναν μήνα. Εδώ μπαίνει ο Αρκάς. Οι μνήμες υπανάπτυξης των παιδικών μου χρόνων, μου φαίνονται μαγεία σήμερα.
Κάποτε πιστεύαμε ακόμα και στον Άγιο Βασίλη. Οι αστοί δεν ήταν τόσο πολλοί και φροντίσαμε να μεγεθύνουμε τις πόλεις μας. Ξεκινούσαμε από το χωριό, φαμίλιες νεότευκτες και δημιουργούσαμε μικρά «γκέτο», αγοράζοντας ή νοικιάζοντας σπίτια στην ίδια συνοικία που λόγω ενός αόρατου φόβου του μεγέθους της πόλης, βρισκόταν δίπλα στο ΚΤΕΛ του νομού.
Ο πατέρας δούλευε επειδή η ανεργία δεν ήταν τότε 20,9% και γενικά αν ήθελες να δουλέψεις έβρισκες σχετικά εύκολα δουλειά. Κάποτε αν έλεγες «κάνω ότι δουλειά να είναι» σε θεωρούσανε ή τελειωμένο ή μετανάστη. Τώρα όλοι κάνουνε ότι δουλειά να είναι, μόνο που δεν υπάρχουν πια δουλειές.
Με όλα αυτά και με την ανοικοδόμηση της τότε εποχής, ή ορθή κοινωνική στάση ήταν η λήψη δανείου για την αγορά οικίας και η μέχρι τώρα απορία μου είναι πως μέσα σε τέτοιο οικονομικό χάλι, τα δάνειο εξοφλείτο κάθε μήνα ανελλιπώς, η οικογένεια διατρεφόταν ικανοποιητικά με δωρεά των βασικών τροφίμων από τους παππούδες στο χωριό και φυσικά όλοι περίμεναν την μαγική εποχή του καλοκαιριού για τις μηνιαίες διακοπές.
Η αλήθεια είναι πως ο πατέρας μου, δημόσιος υπάλληλος, έπαιρνε ακριβώς 3.600 δρχ., εξού τρεις και εξήντα. Η άλλη αλήθεια ήτανε πως αν του κόβανε ένα κατοστάρικο από τον μισθό, το όλο οικοδόμημα θα κατέρρεε την άλλη ημέρα, επειδή ο οικογενειακός προϋπολογισμός ήτανε πάντοτε ισοσκελισμένος, χωρίς ίχνος αποταμίευσης. Αυτό ήταν αδιανόητο να συμβεί ακόμα και στα πέτρινα χρόνια, ο δε μισθωτός είχε να περιμένει κάθε τριετία και ένα μικρό χαρτζιλίκι που το λέγανε αύξηση μισθού λόγω ωρίμανσης.
Κάποια στιγμή έφυγε η δραχμούλα και μπήκαμε στην ενιαία ευρωπαϊκή νομισματική μονάδα. Μας βάλανε στην μόχλευση και εμείς νομίσαμε πως την ανακαλύψαμε.
Νομίσαμε πως δουλειά είναι να αγοράζεις σήμερα μετοχές σε μία α΄ τιμή και αύριο να τις πουλάς σε τιμή 2α, απορούσαμε δε πως οι άλλοι δεν το είχανε ανακαλύψει. Είχαμε πάρει θέση business στο αεροπλανάκι και δεν το είχαμε καταλάβει, ή μάλλον δεν το ξέραμε. Με κάποια από τα κέρδη τρέξαμε να αγοράσουμε σπίτια, παίρνοντας τεράστια δάνεια, επειδή επρόκειτο για μοναδικές κατασκευές με θέα το ρέμα, ή συνήθως πάνω στο μπαζωμένο ρέμα. Ποιος σκεπτόταν. Του χρόνου το σπίτι θα άξιζε τουλάχιστον 30% περισσότερο από φέτος, σε τρία χρόνια είχαμε πάρει το κεφάλαιο πίσω αν θέλαμε και μας έμενε η αξία του σπιτιού.
Όλα πηγαίνανε καλά μέχρι που βρέθηκε ο τελευταίος πρόθυμος ηλίθιος. Όταν ήρθε η ώρα να πληρώσει τη δόση του δανείου πήγε καμαρωτός – καμαρωτός στην τράπεζα και «πέταξε» στο γκισέ τη χρηματιστηριακή του θέση του προηγούμενου μήνα. -Πούλα εκατό κομμάτια, πλήρωσε τη δόση του δανείου και τα υπόλοιπα δώστα μου μετρητά να βγάλουμε κανένα γούστο. –Τα εκατό κομμάτια έχουν τιμή 20% λιγότερο από τον προηγούμενο μήνα; -Δεν μπορεί, πάλι οι Αμερικάνοι θα τα μπλέξανε στην Wall Street. –Άστα όλα για τον άλλο μήνα να ρεφάρουμε. Στο μεταξύ, ευκαιρία να βγάλουμε κάτι παραπάνω, ας κάνουμε «μουαγιέ» στα χαρτιά που πέσανε, να βγάλουμε τα διπλά σε λίγες μέρες. –Η κρίση είναι ευκαιρία.
Η κρίση είναι ευκαιρία. Μία από τις μεγαλύτερες κοτσάνες που έχει ειπωθεί παγκόσμια και φοβάμαι πως την είπε Έλληνας. Η κρίση είναι ζημιά, η αρρώστια δεν είναι ευλογία, στο ζόρι δεν μας δοκιμάζει ο Θεός αλλά εμείς τα κάναμε μαντάρα, δεν υπάρχει Άγιος Βασίλης, τα τρία γουρουνάκια έγιναν πιτόγυρο και ο κακός λύκος τα είχε βάλει με την κοκκινοσκουφίτσα επειδή προωθούσε μόνη της άγρια φρούτα του δάσους συσκευασμένα, χωρίς να τα περνάει από το χονδρεμπόριο και χωρίς να δίνει προμήθεια.
Στην προκειμένη περίπτωση, τα «χαρτιά» της ταχέως αναπτυσσόμενης πλεκτοβιομηχανίας ήταν για προσανάμματα, συνεπώς η αξία τους άγγιξε πλέον την πραγματικότητα η οποία δεν ήταν 50€ ανά μετοχή αλλά 0,10€, το «ανάκτορο» το οποίο έπρεπε να πουληθεί επειδή δεν υπήρχε μία για το δάνειο, δεν έπιανε το 500 χιλιάρικα της εμπορικής του αξίας, ούτε τα 150 καν της αντικειμενικής του και βασικά δεν το ήθελε κανείς ούτε τζάμπα, επειδή στο μεταξύ είχε πλημμυρίσει μια – δυο φορές από το μπαζωμένο ρέμα και κάπου εκεί το όνειρο έγινε ο Ελληνικός εφιάλτης.
Κουράστηκα να δουλεύω για όλο και λιγότερα χρήματα, όλο και περισσότερο.
Κουράστηκα να φθάνω την σύνταξη και αυτή να φεύγει μερικά χρόνια μπροστά. Σύνταξη στα 67. Έχετε δει 67άρη εργάτη ή ακόμα και εργαζόμενο σε γραφείο ή έστω δημόσιο υπάλληλο;
Κουράστηκα να χαιρετάω τα παιδιά μου και τα παιδιά των συγγενών μου και των φίλων μου κάθε γιορτές και καλοκαίρι, λες και έχουμε άτυπες συγκεντρώσεις στο αεροδρόμιο. Ντρέπομαι να τους λέω να μην ξαναγυρίσουνε πίσω.
Κουράστηκα να βλέπω τηλεοπτικά δικαστήρια με πιθανούς ενόχους από την εποχή του Ομέρ Βρυώνη που τα αδικήματά τους παραγράφηκαν, μιας και δεν υπάρχουν πλέον χρήματα για σίριαλ. Όσοι κινδύνευαν πραγματικά, έλαβαν την Θεία χάρη της παραγραφής, οπότε δεν έχουν πια σημασία τα ονόματα. Το εικονικό τιμολόγιο προ εξαετίας δεν αποτελεί πλέον στοιχείο, να είχε φροντίσει η Εφορία να το είχε βρει έγκαιρα.
Κουράστηκα να με θεωρούν τόσο ηλίθιο ώστε να ασχολούμαι με ανοησίες, όταν δίπλα μου σκάνε βόμβες. Δεν με ενδιαφέρει πόσο κάνει η σακούλα και τα σούπερ μάρκετ χρησιμοποιούν βιοδιασπώμενες σακούλες εδώ και χρόνια. Συνεπώς, ας ξανασυζητήσουμε για τις νέες μειώσεις των συντάξεων και ας αφήσουμε για λίγο το επείγον θέμα της πλαστικής σακούλας.
Κουράστηκα να δουλεύω με ελάχιστα, επειδή στην παραμικρή αντίδραση θα βρεθώ άνεργος, κουράστηκα να με λένε και να με πληρώνουν για ημιαπασχολούμενο και να δουλεύω δεκάωρο, παίρνοντας ψίχουλα.
Κουράστηκα τη δανεική ζωή και νοιώθω βλάκας που πίστεψα στην ιδανική ζωή.
Υ.Σ. Βαρέθηκα τα ίδια και τα ίδια, τα δάκρυα να κάνω μπιχλιμπίδια, τα λόγια μοναχά μας απομείνανε κι οι θεωρίες, στην πράξη μας χαλάνε οι θεσμοί.
Συνέχεια μου έρχεσαι από πίσω, δεν έχω πια το σάλιο να σε φτύσω, πώς γίνεται στον ένα παλαβιάρη, εξήγησέ μου κουτόχορτο χιλιάδες να βοσκάν.
Στίχοι και Μουσική: Νικόλας Άσιμος
πηγή: www.e-forologia.gr
Οι αναδημοσιεύσεις Άρθρων Γνώμης , δεν απηχούν κατ’ ανάγκη και τις απόψεις της Ομάδας “forolineυζήν”.