Σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου είναι εκείνη με την οποία συνομολογείται η διάρκεια αυτής μέχρι ορισμένο χρονικό σημείο ή μέχρι την επέλευση ορισμένου μέλλοντος και βεβαίου γεγονότος ή την εκτέλεση ορισμένου έργου, μετά την περάτωση του οποίου ή την επέλευση του βεβαίου γεγονότος ή του χρονικού σημείου παύει να ισχύει αυτοδικαίως.
του Ευάγγελου Χατζηπέτκου,λογιστή
Επομένως, η διάρκεια της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι σαφώς καθορισμένη είτε γιατί συμφωνήθηκε ρητά ή σιωπηρά, είτε γιατί προκύπτει από το είδος και τον σκοπό αυτής. Χαρακτηριστικό της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι ότι τα μέρη γνωρίζουν επακριβώς το χρονικό σημείο της λήξης της. Η σύμβαση αυτή παύει αυτοδίκαια, όταν λήξει ο χρόνος, για τον οποίο συνομολογήθηκε, χωρίς να χρειάζεται καταγγελία της και καταβολή αποζημίωσης
Περαιτέρω σύμφωνα με το άρθρο 3 του ΠΔ 81/2003 ορίζονται τα εξής:
α) «εργαζόμενος ορισμένου χρόνου», κάθε φυσικό πρόσωπο που έχει σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, συναφθείσα απευθείας μεταξύ του εργοδότη και του εργαζομένου, η λήξη της οποίας καθορίζεται από αντικειμενικούς όρους, όπως παρέλευση συγκεκριμένης ημερομηνίας ή αποπεράτωση συγκεκριμένου έργου ή πραγματοποίηση συγκεκριμένου γεγονότος.
β) «συγκρίσιμος εργαζόμενος αορίστου χρόνου», κάθε φυσικό πρόσωπο που έχει σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου στην ίδια εκμετάλλευση ή επιχείρηση και απασχολείται σε ίδια ή παρόμοια εργασία, λαμβανομένων υπόψη των προσόντων ή των δεξιοτήτων του. Όπου δεν υπάρχει «συγκρίσιμος εργαζόμενος αορίστου χρόνου» στην ίδια εκμετάλλευση ή επιχείρηση, η σύγκριση πρέπει να γίνεται με αναφορά στην οικεία συλλογική σύμβαση ή όταν δεν υπάρχει τέτοια, με αναφορά στην εκάστοτε Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας.
2. Ετήσια άδεια εργαζομένων με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου
Όσον αφορά στους όρους απασχόλησης, οι εργαζόμενοι με σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου δεν επιτρέπεται, εκ μόνου του λόγου ότι η σύμβαση ή σχέση εργασίας τους είναι ορισμένου χρόνου να αντιμετωπίζονται δυσμενώς σε σχέση με τους «συγκρίσιμους εργαζόμενους αορίστου χρόνου».
Κατ΄ εξαίρεση, επιτρέπεται διαφορετική αντιμετώπιση, οσάκις συντρέχουν αντικειμενικοί λόγοι, οι οποίοι την δικαιολογούν
Επίσης επανήλθε το «ημερολογιακό έτος» ως βάση χορήγησης της ετήσιας άδειας με αποδοχές των εργαζομένων.
Παράλληλα, διευκρινίζεται πλήρως και συμπληρώνεται η διαδικασία λήψης της άδειας κατά τα δύο πρώτα ημερολογιακά έτη της εργασιακής σχέσης του μισθωτού.
Ειδικότερα, , προβλέπεται ότι όλοι οι εργαζόμενοι οι οποίοι συνδέονται με σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου, δικαιούνται να λάβουν ετήσια άδεια με αποδοχές από την έναρξη της απασχόλησής τους σε συγκεκριμένη υπόχρεη επιχείρηση.
Η άδεια αυτή χορηγείται από τον εργοδότη αναλογικώς (ποσοστό) με βάση το χρονικό διάστημα που απασχολήθηκε ο εργαζόμενος στον εργοδότη αυτό.
Η αναλογία της χορηγούμενης αδείας υπολογίζεται βάσει ετήσιας άδειας 20 εργάσιμων ημερών επί πενθημέρου εβδομαδιαίας εργασίας και 24 εργάσιμων ημερών, επί εξαημέρου, η οποία αντιστοιχεί σε 12 μήνες συνεχή απασχόληση.
Η εν λόγω διάταξη της παρ. 1α, όπως και η αντίστοιχη ρύθμιση του άρθρου 6 του Ν.3144/2003 , καταργεί τον βασικό χρόνο εργασίας – αναμονής (12 μήνες σύμφωνα με τον ΑΝ 539/1945), τον οποίο έπρεπε να συμπληρώσει ο μισθωτός στον ίδιο εργοδότη για τη θεμελίωση δικαιώματος λήψης άδειας (Εγκύκλιος Υπουργείου Εργασίας με αρ. πρωτ. 3392/2005).
Σύμφωνα με όσα αναφέρονται στο έγγραφο με αρ.πρ. οικ.3631/87/27-01-2015 του Υπουργείου Εργασίας, οι διατάξεις περί αδείας ισχύουν για το σύνολο των εργαζομένων, συμπεριλαμβανομένων και των εργαζομένων ορισμένου χρόνου, καθώς δεν υφίσταται πλέον βασικός χρόνος αναμονής για τη θεμελίωση δικαιώματος ετήσιας άδειας με αποδοχές.
Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα καθώς και τη σχετική νομολογία, σε περίπτωση μη χορήγησης από τον εργοδότη λόγω υπαιτιότητάς του (άρνηση, πταίσμα, αμέλεια κ.λ.π.), της άδειας που δικαιούται ο εργαζόμενος εντός του ημερολογιακού έτους (ή εντός της προβλεπόμενης χρονικής διάρκειας συμβάσεως ορισμένου χρόνου), ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλλει σ΄αυτόν τις αντίστοιχες αποδοχές αδείας με προσαύξηση 100%
Εύλογο είναι ότι το ίδιο ισχύει και επί συμβάσεων ορισμένου χρόνου των οποίων η διάρκεια έληξε χωρίς να έχει χορηγηθεί η νομίμως προβλεπόμενη άδεια.
[…]
3. Πότε είναι επιτρεπτή η χωρίς περιορισμό ανανέωση συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου
[..] Η χωρίς περιορισμό ανανέωση συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου είναι επιτρεπτή, αν δικαιολογείται από έναν αντικειμενικό λόγο.
Αντικειμενικός λόγος υφίσταται ιδίως:
Αν δικαιολογείται από τη μορφή ή το είδος ή τη δραστηριότητα του εργοδότη ή της επιχείρησης, ή από ειδικούς λόγους ή ανάγκες, εφόσον τα στοιχεία αυτά προκύπτουν αμέσως ή εμμέσως από την οικεία σύμβαση, όπως η προσωρινή αναπλήρωση μισθωτού, η εκτέλεση εργασιών παροδικού χαρακτήρα, η προσωρινή σώρευση εργασίας, ή η ορισμένη διάρκεια βρίσκεται σε συνάρτηση με εκπαίδευση ή κατάρτιση, ή γίνεται με σκοπό τη διευκόλυνση μετάβασης του εργαζομένου σε συναφή απασχόληση ή γίνεται για την πραγματοποίηση συγκεκριμένου έργου ή προγράμματος ή συνδέεται με συγκεκριμένο γεγονός ή αναφέρεται στον τομέα των επιχειρήσεων αεροπορικών μεταφορών και των επιχειρήσεων που ασκούν δραστηριότητες παροχής υπηρεσιών αεροδρομίου εδάφους και πτήσης.
Σε κάθε περίπτωση, οι λόγοι οι οποίοι δικαιολογούν την ανανέωση της σύμβασης ή σχέσης εργασίας ορισμένης χρονικής διάρκειας πρέπει να αναφέρονται στη σχετική συμφωνία των μερών, η οποία συνάπτεται εγγράφως, ή να προκύπτουν ευθέως από αυτήν.
Αντίγραφο της συμφωνίας αυτής πρέπει να παραδίδεται στον εργαζόμενο αμελλητί μετά την έναρξη της προσφοράς της εργασίας του. Ο έγγραφος τύπος της ανωτέρω συμφωνίας δεν είναι απαραίτητος, όταν η ανανέωση της σύμβασης ή σχέσης εργασίας έχει εντελώς ευκαιριακό χαρακτήρα και δεν έχει διάρκεια μεγαλύτερη των δέκα (10) εργάσιμων ημερών.
Σε περίπτωση μη συνδρομής αντικειμενικού λόγου, όπως αυτός ορίζεται παραπάνω και εφόσον η χρονική διάρκεια των διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου υπερβαίνει συνολικά τα τρία (3) έτη, τεκμαίρεται ότι με αυτές επιδιώκεται η κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης με συνέπεια τη μετατροπή αυτών σε συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας αορίστου χρόνου. Αν στο χρονικό διάστημα των τριών (3) ετών ο αριθμός των ανανεώσεων, διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας υπερβαίνει τις τρεις (3), τεκμαίρεται ότι με αυτές επιδιώκεται η κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης με συνέπεια τη μετατροπή των συμβάσεων αυτών σε συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας αορίστου χρόνου.
Το βάρος της ανταπόδειξης σε κάθε περίπτωση φέρει ο εργοδότης.
«Διαδοχικές» θεωρούνται οι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου που καταρτίζονται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου, με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας και δεν μεσολαβεί μεταξύ τους χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των σαράντα πέντε (45) ημερών, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και οι μη εργάσιμες ημέρες. Προκειμένου περί ομίλου επιχειρήσεων για την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου στην έννοια του όρου «ίδιου εργοδότη» περιλαμβάνονται και οι επιχειρήσεις του ομίλου.
Παράδειγμα
Έστω η εργαζόμενη «Α» απασχολείται στην επιχείρηση «Χ» με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου. Οι ημερομηνίες σύναψης των συμβάσεων ορισμένου χρόνου, καθώς και λήξεων αυτών μεταξύ της ανωτέρω εργαζόμενης και της επιχείρησης «Χ», χωρίς να συντρέχει αντικειμενικός λόγος κατά τα οριζόμενα της παρ.3 του άρθρου 3 του ΠΔ 180/2004, είναι οι παρακάτω:
- 1η σύμβαση: Από 1/1/2018 έως 20/2/2018
- 2η σύμβαση: Από 12/3/2018 έως 24/8/2018
- 3η σύμβαση: Από 27/9/2018 έως 9/1/2019
- 4η σύμβαση: Από 28/1/2019 έως 6/5/2019
- 5η σύμβαση: Από 5/6/2019 έως 13/1/2020
Στην περίπτωση αυτή ο αριθμός των διαδοχικών συμβάσεων είναι τέσσερις (4). Εφόσον ο αριθμός αυτός υπερβαίνει τις τρεις (3) και δεν μεσολαβεί χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 45 ημερών, τεκμαίρεται ότι με αυτές επιδιώκεται η κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης με συνέπεια τη μετατροπή των συμβάσεων αυτών σε συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας αορίστου χρόνου.
4. Πρόωρη καταγγελία της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου από τον εργοδότη
Αν ο εργοδότης καταγγείλει πρόωρα τη σύμβαση χωρίς να συντρέχει σπουδαίος λόγος, ο μισθωτός, λόγω της ακυρότητας της καταγγελίας αυτής, έχει δικαίωμα να απαιτήσει μόνο μισθούς υπερημερίας και όχι αποζημίωση (κατά την έννοια των άρθρων 297 και 298 του Αστικού Κώδικα), για το χρονικό διάστημα που εκτείνεται μετά την καταγγελία και έως τη συμφωνημένη λήξη της συμβάσεως (ΑΠ 509/1996).
5. Πότε μετατρέπεται η σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου σε αορίστου
Η σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου παύει αυτοδίκαια, όταν λήξει ο χρόνος, για τον οποίο συνομολογήθηκε, χωρίς να χρειάζεται καταγγελία της και καταβολή αποζημίωσης. Αν ο μισθωτός συνεχίζει να παρέχει τις υπηρεσίες του και μετά τη λήξη του χρόνου της σύμβασης ορισμένου χρόνου, χωρίς ο εργοδότης να είναι αντίθετος με το γεγονός αυτό, τότε η σύμβαση θεωρείται ότι ανανεώθηκε για αόριστο χρόνο.
Σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις, η χωρίς περιορισμό ανανέωση συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου είναι επιτρεπτή, αν δικαιολογείται από έναν αντικειμενικό λόγο. Σε περίπτωση μη συνδρομής αντικειμενικού λόγου και
- Εφόσον η χρονική διάρκεια των διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου υπερβαίνει συνολικά τα τρία (3) έτη (36 μήνες), τεκμαίρεται ότι με αυτές επιδιώκεται η κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης με συνέπεια τη μετατροπή αυτών σε συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας αορίστου χρόνου.
- Αν στο χρονικό διάστημα των τριών (3) ετών ο αριθμός των ανανεώσεων, διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας υπερβαίνει τις τρεις (3), τεκμαίρεται ότι με αυτές επιδιώκεται η κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης με συνέπεια τη μετατροπή των συμβάσεων αυτών σε συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας αορίστου χρόνου.
Σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, η οποία περιλαμβάνει όρο για πρόωρη καταγγελία της με εφαρμογή της ισχύουσας νομοθεσίας ως προς την αποζημίωση απόλυσης για τις συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, κατά τις διατάξεις του Ν.2112/1920, όπως τροποποιήθηκε μετατρέπεται αυτοδικαίως σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου κατά την καταγγελία
6. Τι ισχύει για την έγκυο εργαζόμενη με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου
Γενικά απαγορεύεται και είναι απόλυτα άκυρη η καταγγελία της σύμβασης ή σχέσης εργασίας εργαζόμενης από τον εργοδότη της, τόσο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της όσο και για το χρονικό διάστημα δεκαοκτώ (18) μηνών μετά τον τοκετό ή κατά την απουσία της για μεγαλύτερο χρόνο, λόγω ασθένειας που οφείλεται στην κύηση ή τον τοκετό, εκτός εάν υπάρχει σπουδαίος λόγος για καταγγελία (άρθρο 15 του Ν.1483/1984).
Είναι σαφές ότι η εργαζόμενη που απασχολείται με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου δεν λαμβάνει την ίδια προστασία την οποία λαμβάνει μια εργαζόμενη με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου. Στην περίπτωση της εργαζόμενης με σύμβαση ορισμένου χρόνου, η προστασία έχει διάρκεια όσο και η σύμβαση αυτή και δεν παρατείνεται πέραν του χρονικού σημείου λήξης της σύμβασης. Συνεπώς η έγκυος εργαζόμενη, με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, θα σταματήσει να απασχολείται μόλις επέλθει η λήξη της σύμβασης αυτής.
Το κείμενο αποτελεί απόσπασμα από άρθρο του κ. Χατζηπέτκου Ευάγγελου με τίτλο «Συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου» που δημοσιεύθηκε στο τεύχος Ιουνίου 2018 του περιοδικού Epsilon7.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΟΛΟ ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΟΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΟΙ ΣΧΕΤΙΚΟΊ ΝΟΜΟΙ ΣΤΟ :www.e-forologia.gr