Με έξι νέες ταινίες η κινηματογραφική εβδομάδα που αρχίζει σήμερα και μια παλιά δημιουργία του Βρετανού Κεν Λόουτς κερδίζει τις εντυπώσεις
«Αναζητώντας τον Ερικ»(Looking for Eric, Αγγλία / Γαλλία / Βέλγιο / Ισπανία, 2009)
Βρίσκεσαι σε αδιέξοδο. Ολα σού πηγαίνουν στραβά – οικογένεια, δουλειά, φίλοι, συγγενείς -, το αλκοόλ και το τσιγαριλίκι είναι τα μόνα αποκούμπια σου. Θες να συναντήσεις ξανά έναν παλιό έρωτα αλλά δεν ξέρεις πώς να το κάνεις. Εχεις όμως ένα ίνδαλμα, έναν πρώην ποδοσφαιριστή που θολώνει το μυαλό και στοιχειώνει την ψυχή σου. Οποτε βρίσκεσαι στις μαύρες σου τον αναζητείς με τη φαντασία σου. Είναι ο Ερίκ Καντονά που κάποτε «αλώνιζε» στα γήπεδα της Αγγλίας προσθέτοντας στυλ στο ξερό αγγλικό ποδόσφαιρο. Μπορεί όμως αυτός να σε βοηθήσει;
Απορίας άξιον για ποιον λόγο τούτη δω η γλυκιά, ευαίσθητη ταινία του Κεν Λόουτς δεν διανεμήθηκε στην εποχή της, πριν δηλαδή από… εννέα ολόκληρα χρόνια. Σίγουρα σήμερα «κρατιέται» μια χαρά, ο Λόουτς εξάλλου είναι σκηνοθέτης ταινιών που καταφέρνουν να ξεπεράσουν την εποχή που γυρίστηκαν και να κερδίσουν μια θέση στη διαχρονικότητα. Αν και σε καμία περίπτωση το «Αναζητώντας τον Ερικ» δεν συγκαταλέγεται στις μεγάλες δημιουργίες του βρετανού σκηνοθέτη (που συνεργάστηκε και πάλι με τον Πολ Λάβερτι στο σενάριο), η ταινία του σε κερδίζει άνευ όρων με το βαθύ ενδιαφέρον της για την ανθρώπινη κατάσταση, το παράξενο, σχεδόν σουρεαλιστικό χιούμορ της και αυτή την εξαιρετικά «λοξή» σχέση ανάμεσα σε δύο άντρες, τον φτωχό ταχυδρόμο (Στιβ Εβέτς), που έχει τα οράματα με τον Καντονά, και τον ίδιο τον Καντονά, που υποδύεται με εκπληκτική άνεση τον εαυτό του.Bαθμολογία: 2 ½
«Καλοκαιρινές νύχτες» (Hot Summer nights, ΗΠΑ, 2018)
Πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του νεαρού, ταλαντούχου σκηνοθέτη Ελάιζα Μπάινουμ, η ταινία «Καλοκαιρινές νύχτες» μάς μεταφέρει στις αρχές της δεκαετίας του 1990, για να πλάσει μια ιδιαίτερη (αν και όχι και τόσο ασυνήθιστη) ιστορία ενηλικίωσης: του Ντάνιελ (ο διαρκώς ανερχόμενος Τιμοτέ Σαλαμέ με την υποψηφιότητα για Οσκαρ στο «Να με φωνάζεις με το όνομά σου») που προσπαθεί να βρει τον εαυτό του στο περιβάλλον της Βοστώνης όπου μεγαλώνει με τη μητέρα του μετά τον θάνατο του πατέρα του.
Ο Μπάινουμ, που έγραψε και το σενάριο, έχει στο μυαλό του κάτι σαν τα «Καλά παιδιά» του Μάρτιν Σκορσέζε, σε μια πιο ήπια μορφή, χωρίς τους αδίστακτους μαφιόζους, αλλά με «ψιλικατζήδες» κακοποιούς, αφού παράνομοι υπάρχουν και εδώ. Ο Ντάνιελ θα γίνει κολλητός με τον ατίθασο γκόμενο της περιοχής (Αλεξ Ρόου), ο οποίος είναι ντίλερ ναρκωτικών και θα τον μπλέξει σε μια ιστορία που ουδείς τους μπορεί να διαχειριστεί. Ομως ο Ντάνιελ είναι μικρός και το αίμα του βράζει, είναι έτοιμος να κάνει την υπέρβαση και θα την κάνει. Ανάμεσά τους υπάρχει η αδελφή του ωραίου (η σέξι Μάικα Μονρό) που τα φτιάχνει με τον Ντάνιελ προσδίδοντας στην ιστορία μια αίσθηση ερωτισμού.
Ταινία ρετρό αισθητικής – όσο ρετρό μπορείς να αποκαλέσεις σήμερα τα nineties -, με αξιοθαύμαστη ανάπλαση του κλίματος της εποχής, μελαγχολικό χιούμορ και καλό σάουντρακ. Οχι πάντως η ταινία που θα μπορούσε να σε ξεσηκώσει.Bαθμολογία: 2 ½
«Η οικογένεια» (La Ch’ tite Famille, Γαλλία, 2018)
Ο δημοφιλής στην πατρίδα του γάλλος κωμικός Ντανί Μπουν αποπειράται μία ακόμη σάτιρα των Γάλλων της επαρχίας στη λογική της κωμωδίας «Είναι τρελοί αυτοί οι Βόρειοι» που ο ίδιος γύρισε το 2008 κάνοντας θραύση στα ταμεία της χώρας του. Εδώ ο Μπουν πρωταγωνιστεί στον ρόλο του σούπερ δήθεν σχεδιαστή χώρων ο οποίος αναγκάζεται να έρθει και πάλι σε επαφή με το οικογενειακό περιβάλλον που τόσο πολύ απεχθάνεται και που τον κάνει ρεζίλι κατά τη διάρκεια μιας έκθεσης. Για μία ακόμη φορά η απώλεια μνήμης του ήρωα (ένα εύκολο κλισέ που κοντεύει να γίνει κανόνας στα σενάρια των σύγχρονων κωμωδιών) «εξυπηρετεί» την εξέλιξη της ιστορίας σε αυτή τη «σεφερλίδικη» φαρσοκωμωδία της πλάκας με κάποιες στιγμές συγκίνησης τις οποίες ούτως ή άλλως περιμένουμε.Bαθμολογία: ½
«Σκοτεινές δυνάμεις» (The darkest minds, ΗΠΑ, 2018)
Τινέιτζερ με μεταφυσικές ικανότητες (ηλεκτρισμός, τηλεπάθεια, πρόβλεψη μέλλοντος από ένα απλό άγγιγμα κ.λπ.) πρωταγωνιστούν στην κινηματογραφική μεταφορά του μελλοντολογικού μυθιστορήματος της Αλεξάντρα Μπρακέρι, μια ακόμη ποπ δυστοπία με νέους. Τα παιδιά που έχουν αποκτήσει τις ξεχωριστές ικανότητές τους εξαιτίας κάποιου μυστηριώδους ιού, φυλάσσονται σε φυλακές υψίστης ασφαλείας από τις οποίες κάποια θα ξεφύγουν για να λάβουν μέρος στην Επανάσταση που θα τους χαρίσει την ελευθερία τους. Η ταινία κινείται στα ίχνη που χάραξαν προγενέστερες ταινίες ανάλογης φαντασίας· οι σειρές ταινιών του «Τοίχου», του «Maze runner» και φυσικά των «Αγώνων πείνας». Και όλα αυτά με την απαραίτητη πινελιά από Χ ΜΕΝ, αλλά χωρίς τα φαντασμαγορικά και φασαριόζικα εφέ, καθότι η παραγωγή εδώ είναι πολύ πιο φτηνή, πολύ πιο φτωχή, πολύ πιο ασήμαντη (παίζουν: Αμάντα Στένμπεργκ, Χάρις Ντίκινσον κ.ά.). Bαθμολογία: ½
«Θα έρθω κοντά σου σιγά-σιγά» (Tout Le Monde Debout, Γαλλία / Βέλγιο, 2018)
Η χημεία του Φρανκ Ντιμπόσκ και της Αλεξάντρα Λαμί που πρωταγωνιστούν σε αυτή την ασυνήθιστη γαλλική κομεντί είναι ένα από τα ατού της. Ενα άλλο ατού είναι το πολύ προσεγμένο και με ιδέες που ξαφνιάζουν σενάριο του ιδίου του Ντιμπόσκ, χάρη στο οποίο η ταινία αποφεύγει την προσβολή απέναντι στους ανθρώπους με κινητικά προβλήματα. Ο Ντιμπόσκ είναι ο επιτυχημένος μπίζνεσμαν που συμπεριφέρεται ανώριμα (πηγαίνει σε κηδεία μαύρης όταν πεθαίνει η μητέρα του), ένα ρεμάλι με κοστούμι και Πόρσε που θυμίζει αμυδρά τον Αλέν Ντελόν (ακόμη και στην αλαζονεία). Η Λαμί είναι μια παράλυτη γυναίκα με πολλές ικανότητες και πάθος για τη ζωή. Στην προσπάθειά του να τραβήξει την προσοχή της νεότερης αδελφής της, ο Ντιμπόσκ θα παρεξηγηθεί ο ίδιος ως παράλυτος, θα γνωριστεί με τη Λαμί και η ταινία θα αρχίσει να γεμίζει με παρεξηγήσεις και καταστάσεις αμηχανίας που παρακολουθούνται ευχάριστα. Bαθμολογία: 2
«Με αγάπη, Τζούλιετ» (The Guernsey literary and potato peel pie society)
Ακόμα μια βρετανική παραγωγή που σχετίζεται με την ομορφιά της ανάγνωσης, αυτή η δραματική κομεντί εποχής μοιράζει τον χρόνο της ανάμεσα στο Γκέρνσεϊ, ένα νησάκι της Μεγάλης Βρετανίας την περίοδο που βρισκόταν υπό γερμανική κατοχή, και στο μεταπολεμικό Λονδίνο. Οταν μια νεαρή συγγραφέας (Λίλι Τζέιμς) μαθαίνει ότι εν καιρώ πολέμου στο Γκέρσνεϊ ιδρύθηκε μια τοπική λέσχη βιβλίου, αποφασίζει να κάνει έρευνα και πηγαίνει στο νησί. Μόνο που την περιμένει μια έκπληξη την οποία ο Μάικ Νιούελ, έμπειρος σκηνοθέτης επιτυχιών όπως τα «Χορεύοντας με έναν ξένο» και «Τέσσερις γάμοι και μια κηδεία», χειρίζεται με τις καλύτερες προθέσεις αλλά σε μια εξαιρετικά πληκτική ταινία που ενώ διαρκεί κάτι λιγότερο από δύο ώρες, όταν τελειώνει νομίζεις ότι έχουν περάσει δύο μέρες.Bαθμολογία: 1 ½
Βαθμολογία
5: εξαιρετική, 4: πολύ καλή, 3: καλή, 2: ενδιαφέρουσα, 1: μέτρια, 0: απαράδεκτη
*Ο Γιάννης Ζουμπουλάκης είναι κριτικός κινηματογράφου στην εφημερίδα το ΒΗΜΑ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ
2 Σχόλια
H bathmologia einai apo 0 se 5 ?
Ναι. Και πάυλα ή τίποτα όταν δεν έχει δει ο κ. Ζουμπουλάκης την ταινία