Το σταθερό τηλέφωνο στο σπίτι χτυπάει σπάνια, τα περισσότερα χρόνια λείπω, τα κινητά έχουν κερδίσει έδαφος, σχεδόν διακοσμητικό είναι, εδώ στη δεξιά μεριά του γραφείου μου, μια αρκετά παλιά συσκευή, τετράγωνη, κάποτε λευκή, τώρα λίγο θαμπή∙ στην τελευταία μετακόμιση είπα να το κόψω, αλλά κάπως μου κακοφάνηκε, σαν να έχανα την ταυτότητα, το άφησα τελικά∙ είμαι και του περασμένου αιώνα, που φτύναμε αίμα για να μας συνδέσουν το τηλέφωνο∙ μη θυμηθώ και πιο πίσω που υπήρχε μόνο ένα στη μέση του χωριού κι έπαιρνα από την Αθήνα το πρωί, έβγαινε αγνάντια η κυρα-Μαρία, φώναζε τη μαμά μου, ξανάπιανε το ακουστικό, «πάρε το απόγευμα, παιδάκι μου, είναι στο χωράφι τώρα», έπαιρνα εγώ το απόγευμα, είχε πιάσει μπόρα, έκανε ένα γουργουρητό η γραμμή, άλλα έλεγε η μαμά, άλλα άκουγα εγώ, αργήσαμε κάτι χρόνια να ανταλλάξουμε φρέσκα νέα.
Με τούτα και με κείνα, το σταθερό τηλέφωνο με δένει σταθερά με τον πρότερο βίο ‒ πότε εύκολο, πότε δύσκολο, πάντα έντιμο… Τους τελευταίους μήνες, που μένω λίγο παραπάνω στο σπίτι, εκεί κατά τις επτά το απόγευμα χτυπάει το τηλέφωνο, το σηκώνω και προτού μιλήσω ακούω μια ψιλή τσακισμένη φωνούλα «Λίτσα;» ‒ «Δεν είμαι η Λίτσα, καλή μου.» ‒ «Αχ, ποια είσαι, πουλάκι μου, εγώ στα Πατήσια παίρνω την κόρη μου, εσύ στα Πατήσια είσαι;» ‒ «Όχι, δυστυχώς, δεν είμαι στα Πατήσια, τι αριθμό παίρνετε;» ‒ «Δεν ξέρω, κορίτσι μου, δεν βλέπω καλά, συγγνώμη.» ‒ «Δεν πειράζει, γλυκιά μου, καλό βράδυ»…
Αυτό το λάθος τηλεφώνημα έχει γίνει πέντ’ έξι φορές, πάντα ο ίδιος διάλογος∙ χθες πάλι έτσι ξεκινήσαμε «Λίτσα;» ‒ της είπα ότι δεν είμαι η κόρη της και την καληνύχτισα, «Στάσου, μην κλείσεις, θα ήθελα να είσαι η κόρη μου γιατί, όποτε σε παίρνω, απαντάς! Η Λίτσα κατάρα το ’χει να το σηκώσει μια φορά, καληνύχτα, παιδί μου»…