Ανάμεσα στη Λιοσίων και την Αχαρνών, κάτω από τον σταθμό των Κάτω Πατησίων, ο μοναχικός διαβάτης αναζητεί ένα εύρημα. Είναι φορές που τα μέτωπα των κοινών πολυκατοικιών, ασφυκτικά, μονότονα, σχεδόν πληκτικά, γεννούν ριπές απογοήτευσης. Κατακλύζει η αίσθηση της ομοιομορφίας, αλλά, να, που σκόρπια ξέφωτα, χαραμάδες που απαλύνουν αυτήν την εντύπωση της αρχιτεκτονικής ανίας, ή εκείνου του ακόμη πιο έντονου αισθήματος δυσφορίας και βύθισης, προκαλούν σπίθες ενθουσιασμού.
του Νίκου Βατόπουλου
Θα ήταν δύσκολο να μεταδώσω την εντύπωση μπροστά σε κρυμμένους κήπους και δροσερές αυλές σε εκείνα τα στενά που τα ξέρουν μόνο οι περίοικοι. Ξεχώριζαν σαν πράσινες τούφες, πίσω από παλιούς μαντρότοιχους, ανάμεσα σε εξαώροφες πολυκατοικίες, που είχαν ήδη κακογεράσει, και μέσα σε εκείνη την πυκνή πρασινάδα, που περισσότερο τη φανταζόμουν παρά την έβλεπα στην ολότητά της, σκεφτόμουν τα γυμνά πόδια με το λάστιχο στο χέρι, τα πουλιά που είχαν σπίτια στους κλώνους και εκείνη την αθεράπευτη έλξη για το βρεγμένο χώμα. Ηταν πριν αρχίσουν οι πολλές βροχές, η γη ήταν διψασμένη, και εκεί όπου έτρεχε νερό μαζεύονταν μέλισσες και ο αέρας ερχόταν μυρωμένος με άρωμα γονιμότητας.
Είχα ακούσει ιστορίες για τα στενά πάνω από τη Λιοσίων. Για εκείνους τους δρόμους που με ονόματα όπως Περβάνογλου, Ζορμπά, Κριτοβουλίδου, Ορλάνδου, Καπιδάκη ή Χαιρέτη, σχημάτιζαν μαιάνδρους, και κάτω από την κοίτη τους, σκεπασμένη από στρώσεις οικογενειακών αφηγήσεων, ένιωθε κανείς ακόμη, τον παλμό της γειτονιάς.
Θα έπρεπε να γραφτεί μια ωδή για τους άσημους δρόμους της Αθήνας. Σε έναν από αυτούς, που φέρει το όνομα του Καπετάν Λαχανά (ήρωα της Επανάστασης από τη Σάμο) σταμάτησα να περιεργαστώ ένα μικρό σπίτι.
Ισως και να το προσπερνούσα αν δεν είχα παρατηρήσει εγκαίρως την εξώθυρα. Είχα μπροστά μου ένα σπιτάκι του Μεσοπολέμου, στον αριθμό 3 της Καπετάν Λαχανά, με το κλασικό αρτιφισιέλ, με τα κεραμίδια του και με εκείνη τη συγκινητική απλότητα, που βρίσκει κανείς στις γειτονιές.
Το βλέμμα μου είχε αποσπάσει η μικρή ξύλινη εξώθυρα. Ηταν βαμμένη σε εκείνο το ξεθωριασμένο πράσινο, που έχει μέσα και λευκό και ίσως και κίτρινο, αλλά έδινε την εντύπωση του φιστικιού έτσι όπως προβάλλει από μέσα ο καρπός. Ηταν μια πόρτα με προσωπικότητα, γεωμετρημένη όχι τυχαία, και καθώς την παρατηρούσα, μου ήρθε, αναπάντεχα, η γεύση αγγλικής εξοχής. Δεν περίμενα να έχω αυτόν τον συνειρμό στην οδό Καπετάν Λαχανά των Κάτω Πατησίων, αλλά να, που, μία πόρτα, με εμφανή καταγωγή από το κίνημα της Arts and Crafts, μου αποκάλυπτε στα βάθη της γειτονιάς, την πανσπερμία της Αθήνας.
Στην οθόνη του νου, πέρασαν βιαστικά όλες εκείνες οι εξώπορτες στους άσημους δρόμους, σε γειτονιές που άλλαξαν όψη, σε σπίτια που έμειναν, αν έμειναν, μια μικρή μαυρόασπρη φωτογραφία. Αυτή εδώ η πόρτα στην Καπετάν Λαχανά, που απέκλινε με αυτοπεποίθηση από τον αθηναϊκό κανόνα, έδειχνε τον δρόμο της αστείρευτης ποικιλίας που κατέκλυζε ως τουλάχιστον το 1970 την αθηναϊκή συνοικία. Σε αντίθεση με την ομοιομορφία του τώρα, η γειτονιά του χθες είχε απελευθερώσει το προσωπικό γούστο κάθε ιδιοκτήτη.
Το σπίτι στην οδό Καπετάν Λαχανά είχε αποκαλύψει έναν κόσμο. Ηταν ένα μικρό άστρο στον αθηναϊκό γαλαξία, με την πόρτα του σχεδιασμένη με οριζόντιους και κάθετους φεγγίτες, σαν μια σελίδα από την ευρωπαϊκή ιστορία του γούστου στο ημίφως μιας αθηναϊκής συνοικίας. Αν υπήρχε ένας τρόπος να ξαναδεί κανείς την Αθήνα, θα μπορούσε να αρχίσει από τα λιγότερο προφανή.
πηγή: Έντυπη Καθημερινή