Πιθανότατα γνωρίζετε ότι, στη διάρκεια της κρίσης, μισό εκατομμύριο Ελληνες έχουν εγκαταλείψει τη χώρα. Μάλλον ξέρετε ότι, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της ICAP, οι πλείστοι των ανθρώπων αυτών διακρίνονται για το υψηλό μορφωτικό τους επίπεδο – έξι στους δέκα είναι κάτοχοι μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών. Ισως διαβάσατε ότι, όπως ανέφεραν στην έρευνα, ένας κύριος λόγος που κρατά τους νέους μετανάστες μακριά από τη χώρα τους είναι η «αναξιοκρατία» και η «διαφθορά». Τέσσερις στους δέκα δήλωσαν κατηγορηματικά ότι δεν πρόκειται να επιστρέψουν.
του Χαράλαμπου Μ. Μουτσόπουλου*
Εχουν άδικο; Το θεσμικό περιβάλλον της χώρας είναι τέτοιο που διώχνει τους ικανούς. Οποιος μπορεί να φύγει θα το κάνει. Οποιος θα ήθελε να επιστρέψει στη χώρα του αποτρέπεται από αυτούς που κρατάνε τα κλειδιά – αν δεν είσαι «κολλητός», δεν έχεις μέλλον.
Αν νομίζετε ότι υπερβάλλω διαβάστε την παρακάτω ιστορία, η οποία, σας βεβαιώνω, είναι πέρα για πέρα αληθινή.
Ενας νέος και ορεξάτος για δουλειά καθηγητής πανεπιστημίου θέλει να επιστρέψει στη χώρα του, έπειτα από εικοσαετή επιτυχημένη υπηρεσία σε διακεκριμένο πανεπιστήμιο του εξωτερικού. Θέτει υποψηφιότητα σε προκηρυχθείσα θέση καθηγητή σε Ανώτατο Εκπαιδευτικό Ιδρυμα (ΑΕΙ). Ακολουθούν μερικές αυθεντικά ελληνικές σκηνές.
Σκηνή πρώτη: Συγγενής του υποψήφιου καλεί τη γραμματεία της σχολής για να μάθει ποια είναι τα απαραίτητα πιστοποιητικά πριν λήξει η προθεσμία υποβολής των υποψηφιοτήτων. Αντί πληροφοριών εισπράττει μια θρασύτατη απάντηση από τη γραμματέα της σχολής: «Η θέση αυτή είναι για τον κ. Τάδε». Με άλλα λόγια, η γραμματέας δηλώνει, χωρίς αιδώ, ότι η νόμιμη διαδικασία υπάρχει για το θεαθήναι. Η θέση έχει ήδη δοθεί!
Σκηνή δεύτερη: Παρ’ όλα αυτά, ο επιστήμονας δεν πτοείται. Θέτει υποψηφιότητα. Δεν περνούν λίγες μέρες και λαμβάνει μήνυμα ότι τον αναζητά ο καθηγητής Δείνα. Τον παίρνει τηλέφωνο. «Γεια σας, είμαι ο [συστήνεται]». «Σε θυμάμαι από τα φοιτητικά σου χρόνια», απαντά ο κ. Δείνα. «Φαινόσουν από τότε ότι θα γίνεις ερευνητής. Γιατί όμως έθεσες υποψηφιότητα χωρίς να μας ρωτήσεις; Η θέση αυτή είναι για τον κ. Τάδε». «Μα η προκήρυξη είναι ανοιχτή», απαντά με έκπληξη ο υποψήφιος. Βλέπετε, έλειπε είκοσι χρόνια από την Ελλάδα και είχε ξεχάσει τέτοιου τύπου φρασεολογία. Εξεπλάγη.
«Εγώ απλά θέλω να σε ειδοποιήσω ότι, αν επιμείνεις στην υποψηφιότητα, αυτό θα σου στοιχίσει και σε άλλη μελλοντική σου προσπάθεια να εκλεγείς σε θέση καθηγητή», απαντά ωμά ο κ. Δείνα. Αν η σκηνή σας θυμίζει τον «Νονό», δεν είναι τυχαίο.
Ο υποψήφιος παρέμεινε απτόητος. Είκοσι χρόνια σταδιοδρομίας σε ανεπτυγμένη χώρα του εξωτερικού τον είχαν πείσει ότι δεν είναι δυνατόν να μην τηρούνται ούτε τα προσχήματα. «Δεν γίνεται, κάποιες διαδικασίες πρέπει να τηρούνται», σκέφτηκε. Επέμενε στην υποψηφιότητά του.
Σκηνή τρίτη: Επίσκεψη στο γραφείο του διευθυντή της μονάδας στην οποία ανήκει η προκηρυχθείσα θέση. «Εχετε πολύ καλή ακαδημαϊκή πορεία και αξιόλογο ερευνητικό έργο. Εντούτοις εμάς δεν μας ενδιαφέρει η έρευνα. Αυτό είναι προσωπικό θέμα του κάθε μέλους του διδακτικού και ερευνητικού προσωπικού. Μπορεί, στο μέλλον, αν αποσύρετε την υποψηφιότητά σας, να προκηρύξουμε για σας μια θέση αναπληρωτή καθηγητή. Σκεφτείτε το και ενημερώστε με για την απόφασή σας».
Σκηνή τέταρτη. Ο υποψήφιος δεν αποδέχεται την πρόταση. Τη θεωρεί άδικη, ευνοιοκρατική και απαράδεκτη για σύγχρονο πανεπιστήμιο ευρωπαϊκής χώρας. Εχοντας ωριμάσει επιστημονικά σε ένα θεσμικό περιβάλλον ειλικρίνειας, στο οποίο συνάδελφοι ανταλλάσσουν ισότιμα απόψεις ανεξάρτητα από την ιεραρχία ή την παλαιότητα, έκανε το λάθος να είναι ειλικρινής. «Με όλο τον σεβασμό, δεν νομίζω ότι αυτή η πολιτική του πανεπιστημίου είναι ορθή. Δεν υπέβαλα υποψηφιότητα για να συναλλαγώ, αλλά για να κριθώ αμερόληπτα για τα προσόντα μου».
Ο διευθυντής εξερράγη. Είχε συνηθίσει σε δουλοπρεπείς συμπεριφορές, να τον γλείφουν και να τον κολακεύουν, όχι να του ορθώνουν το ανάστημα.
Μικρή λεπτομέρεια: ο υποψήφιος είχε πολλαπλάσια ακαδημαϊκά προσόντα από τα δικά του!
Αφήνω τα συμπεράσματα σε σας. Το μόνο που μπορώ κοινότοπα να πω είναι ότι με τους Τάδε, τους Δείνα, και όλο το σύστημα-νοοτροπία που τους στηρίζει, η χώρα δεν θα δει προκοπή: οι ικανοί θα φεύγουν, όσοι σοβαροί σταδιοδρομούν στο εξωτερικό δεν θα επιστρέψουν, τα πανεπιστήμια θα βυθίζονται στο έλος της «κολλητοκρατίας». Ο τελευταίος να μην ξεχάσει να κλείσει το φως.
* Ο κ. Χαράλαμπος Μ. Μουτσόπουλος είναι καθηγητής της Ιατρικής και ακαδημαϊκός.
πηγή: ‘Εντυπη Καθημερινή
1 Σχόλιο
Δέν μιλάμε γιά κολλητοκρατία αλλά γιά αλητοκρατία.