Η καθόλου συμβατική κινηματογραφική βιογραφία για τον αστροναύτη Νιλ Αρμστρονγκ, που ήταν ο «Πρώτος άνθρωπος» που περπάτησε στη Σελήνη, είναι η μία ταινία που πραγματικά ξεχωρίζει από τις οκτώ που ανοίγουν στις αίθουσες, συμπεριλαμβανομένου του «Loro», που είναι η καρτουνίστικη άποψη του σκηνοθέτη Πάολο Σορεντίνο για τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι
«Πρώτος άνθρωπος»
(First man, ΗΠΑ, 2018). Βιογραφική του Ντέμιαν Σαζέλ
Ο αμερικανός αστροναύτης Νιλ Αρμστρονγκ (1930 – 2012), ο πρώτος άνθρωπος που το 1969 πάτησε το πόδι του στη Σελήνη, είναι το πρόσωπο που απασχολεί τον νεαρό σκηνοθέτη Ντέμιαν Σαζέλ στην τρίτη μεγάλου μήκους ταινία του, μετά το «Whiplash» και το «La La Land», για το οποίο κέρδισε το Οσκαρ. Γνωρίζοντας το ανήσυχο στυλ σκηνοθεσίας του Σαζέλ, δεν περιμένεις μια «τυπική» wikipedia βιογραφία και ευτυχώς δεν νιώθεις προδομένος. Ο «Πρώτος άνθρωπος» ασχολείται μεν με το παρασκήνιο στη NASA, αλλά πάνω απ’ όλα είναι μια ρομαντική ταινία, ευαίσθητη, ακόμα και τρυφερή. Διότι δεν είναι τόσο μια ταινία για την κατάκτηση του ονείρου όσο για την απώλεια. Η κατάκτηση ίσως να είναι ο τρόπος για να ξεπεράσεις την απώλεια. Οσο παράδοξο και αν ακουστεί, ο Αρμστρονγκ – σύμφωνα με την ταινία του Σαζέλ – συγκλονισμένος από τον θάνατο του παιδιού του, άντλησε δύναμη και έκανε ό,τι έκανε, θα μπορούσε να πει κανείς ότι χρωστούσε την επιτυχία του στην αδικοχαμένη από την επάρατη νόσο κορούλα του. Βέβαια, τίποτε δεν θα γινόταν αν δεν είχε τις ικανότητες. Σταθερός, έξυπνος, ολιγομίλητος και αυτό που λέμε άνθρωπος εμπιστοσύνης, ο Αρμστρονγκ, τον οποίο υποδύεται άψογα ο Ράιαν Γκόσλινγκ (εύχεσαι να τον δεις υποψήφιο για Οσκαρ), φτιάχνει έναν ήρωα που μπορεί πραγματικά να σταθεί ως πρότυπο. Συγχρόνως, ο Σαζέλ πηγαίνει κόντρα στο παραδοσιακό, γυαλιστερό φιλμάρισμα ταινιών αυτού του περιεχομένου και κινηματογραφεί μια μεγάλη παραγωγή σαν να είναι ανεξάρτητη. Βαθμολογία: 3 ½
«Loro»
(Ιταλία, 2018) του Πάολο Σορεντίνο
Με τα παραπανίσια του κιλά, το κεραμιδί περουκίνι, το ψεύτικο χαμόγελο που τόσο έντεχνα είναι διαρκώς «κολλημένο», σαν βδέλλα, στο πρόσωπό του, ο Τόνι Σερβίλο δίνει και πάλι ρεσιτάλ ερμηνείας παίζοντας τον πρώην πρωθυπουργό της Ιταλίας Σίλβιο Μπερλουσκόνι (αν και το επώνυμο δεν αναφέρεται ποτέ). Ωστόσο, η ίδια η ταινία του Πάολο Σορεντίνο, ως σύνολο, σε προκαλεί περισσότερο να τη χαζέψεις και λιγότερο να την παρακολουθήσεις. Είναι μια άψογη εικονογράφηση μιας Ιταλίας σε έκσταση, ένα πάρτι οργίων που επί χρόνια διαρκούσε 24 ώρες το 24ωρο οδηγώντας τη χώρα στην παρακμή. Υπέροχα κορίτσια κυκλοφορούν με τα στρινγκ τους, τόνοι κοκαΐνης καταναλώνονται για πλάκα, μουσική στη διαπασών και στη μέση όλων αυτών ο Σίλβιο, ο καλύτερος πωλητής του κόσμου, που εξελίχθηκε σε πάμπλουτο επιχειρηματία, καναλάρχη και εν τέλει πρωθυπουργό της χώρας. Ενας παμπόνηρος γέρος που παραδέχεται ότι «εγώ δεν ξέρω τίποτε αλλά καταλαβαίνω τα πάντα», ένα ανθρώπινο καρτούν σε μια χώρα καρτούν και τελικά, σε μια ταινία καρτούν.
Βαθμολογία: 2
«Το ένστικτο της επιβίωσης»
(Journeyman, Αγγλία, 2017). Δραματική του Πάντι Κονσιντίν
Δεύτερη μετά τον «Τυραννόσαυρο» (2011) σκηνοθετική δουλειά στον κινηματογράφο του βρετανού ηθοποιού Πάντι Κονσιντίν, αυτή η σκληρή αλλά συγχρόνως ευαίσθητη ταινία συνδυάζει μέσα σε μιάμιση ώρα το πυγμαχικό δράμα με εκείνο ενός αποφασιστικού ανθρώπου που προσπαθεί να ξαναβρεί τον εαυτό του έχοντας μείνει ανάπηρος στον τελευταίο αγώνα της ζωής του (στον οποίο, ειρωνικά, νίκησε). Ενα χτύπημα στο κεφάλι τον έχει μετατρέψει σχεδόν σε «φυτό» (κινείται αργά, έχει διαλείψεις, δεν θυμάται, δεν μπορεί να ελέγξει τα συναισθήματά του κ.ο.κ.) και στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας, παρακολουθούμε την προσπάθεια πρώτα της γυναίκας του (Τζοντι Γουίτακερ) και στη συνέχεια των παλιών συνεργατών του (Τόνι Πιτς, Πολ Πόπλγουελ) να τον βοηθήσουν να ξαναβρεί τον εαυτό του. Η σκηνοθεσία του Κονσιντίν είναι στακάτη, το δράμα δεν γίνεται ποτέ ασφυκτικό, το αποτέλεσμα άκρως συγκινητικό με τον ίδιο τον σκηνοθέτη πολύ καλό στον ρόλο του κακότυχου αλλά γενναίου πυγμάχου.Βαθμολογία: 3
«Peppermint»
(ΗΠΑ,2018) του Πιερ Μορέλ
Ακόμα μια αιμόφυρτη περιπέτεια εκδίκησης, αυτή τη φορά με την Τζένιφερ Γκάρνερ αποφασισμένη να μην αφήσει τίποτε όρθιο προκειμένου να πάρει το αίμα τής αδικοχαμένης κόρης της πίσω. Είδε τους τρεις γκάνγκστερ όταν σκότωναν τον άντρα και το παιδί της, τους κατέδειξε στο δικαστήριο, αλλά το διεφθαρμένο σύστημα δικαιοσύνης την πρόδωσε και η ίδια βρέθηκε…να απολογείται για την ψυχική της υγεία. Οταν το κτήνος μέσα της ξυπνά, τίποτε δεν θα το σταματήσει, έστω κι αν χρειαστεί να περάσουν πέντε χρόνια. Το έχουμε δει δεκάδες φορές με διάφορες παραλλαγές, είναι πάντα εύπεπτο στην παρακολούθησή του και συνήθως προβλέψιμο (παρά την έξυπνη ανατροπή που εδώ υπάρχει). Στην ουσία, ο Πιερ Μορέλ επανέρχεται σε μια δική του ταινία, τη θρυλική «Αρπαγή», που έγινε τεράστια επιτυχία το 2008 και ακολουθήθηκε από συνέχειες.Bαθμολογία: 1 ½
«Πόθος»
(Ca’ agua, Ισραήλ, 2017) του Σάβι Γκάμπιζον
Ενα έθιμο των ταοϊστών λέει ότι οι θρηνούντες γονείς πρέπει να παντρεύουν τα νεκρά παιδιά τους προκειμένου εκείνα να βρουν την ευτυχία στον παράδεισο. Η ιδέα θα απασχολήσει τους γονείς ενός νεαρού που πέθανε μυστηριωδώς σε κάποια κωμόπολη του Ισραήλ αλλά μέχρι τότε ο σκηνοθέτης Σάβι Γκάμπιζον θα έχει φτιάξει έξοχα την ατμόσφαιρα ενός στιβαρού οικογενειακού δράματος, στο οποίο ο πατέρας (Σάι Αβίβι), σαν ντετέκτιβ νουάρ ταινίας, θα αναζητήσει τα ίχνη της ζωής του παιδιού που δεν ήξερε ότι είχε μέχρι τη στιγμή που το εκείνο πέθανε. Μέσα από τις συναντήσεις του πατέρα με ανθρώπους που γνώριζαν το παιδί, ο Γκάμπιζον χτίζει μια ήρεμη ταινία-ψυχογράφημα, έντονης ευαισθησίας, μεστών χαρακτήρων και εξέλιξης που ποτέ δεν μπορείς να προβλέψεις με βεβαιότητα.Βαθμολογία: 3
«Δύσκολες ώρες στο Εl Royale»
(«Bad times at the El Royale», ΗΠΑ, 2018). Θρίλερ του Ντριου Γκόνταρντ
Ενα ξενοδοχείο που «πατά» σε δύο αμερικανικές πολιτείες, το μισό στην Καλιφόρνια και το άλλο μισό στη Νεβάδα, θα γίνει η αρένα στην οποία το σωτήριον έτος 1966 καλούνται να λύσουν τις διαφορές τους κάποιοι άνθρωποι που όλοι τους παριστάνουν κάτι που δεν είναι. Ανάμεσά τους ένας ιερέας (Τζεφ Μπρίτζες), ένας πλανόδιος πωλητής ηλεκτρικών σκουπών (Τζον Χαμ) και μια μαύρη τραγουδίστρια (Σίνθια Ερίβο). Η ιδέα δεν είναι άσχημη και η ματιά του σκηνοθέτη Ντριου Γκόνταρντ διακρίνεται από φαντασία που «μεταφράζεται» σε μια άκρως ενδιαφέρουσα πλανοθεσία, με επιρροές από το cool σινεμά του Κουέντιν Ταραντίνο και του Ρόμπερτ Ροντρίγκεζ. Μοιρασμένα κεφάλαια με τίτλους, σκηνές που επαναλαμβάνονται από διαφορετικές λήψεις κ.ά. Ομως πολλοί από τους διαλόγους παγιδεύονται σε μια ακατάσχετη φλυαρία, κάποιες σκηνές νιώθεις ότι αναζητούν απεγνωσμένα το χέρι του μοντέρ και ορισμένα σημεία, όπως η αναφορά στον Τσαρλς Μάνσον, μπορούν να γίνουν απλώς κουραστικά, ιδίως σε μια ταινία αδικαιολόγητα μεγάλης διάρκειας, στις δύο ώρες και δέκα λεπτά.Βαθμολογία: 2 ½
«Κτήνος»
(«Beast», Αγγλία, 2017). Κοινωνικό δράμα του Μάικλ Πιρς
Η Τζέσι Μπάκλεϊ και ο Τζόνι Φλιν, το ζευγάρι των νέων πρωταγωνιστών αυτής της παράξενης βρετανικής ταινίας, είναι η ψυχή της: οι δύο ηθοποιοί υποδύονται με πάθος τους σύνθετους ρόλους δύο απροσάρμοστων νέων που αναζητούν τον τρόπο να ζήσουν τον έρωτά τους όπως εκείνοι θέλουν, ενώ ως εμπόδια μπαίνουν η οικογένεια της κοπέλας και το άσχημο παρελθόν του νεαρού.Οταν στη μέση προκύπτει η εξαφάνιση ενός άλλου κοριτσιού και οι υποψίες πέφτουν πάνω στον νεαρό, η ταινία αποκτά έναν αέρα θρίλερ, χωρίς ποτέ να γίνεται ακριβώς αυτό. Ενα αξιόλογο ντεμπούτο στη μεγάλου μήκους ταινία από τον νεαρό σκηνοθέτη Μάικλ Πιρς.Βαθμολογία: 2
«Το τρίτο έγκλημα»
(«The third murder, 2017). Ψυχολογικό δράμα του Χιροκάζου Κόρε Εντα
Να όμως που όσο ο δικηγόρος σκαλίζει την υπόθεση μιλώντας με συγγενείς θύματος και κατηγορουμένου, τόσο οι αμφιβολίες για την απόλυτη ενοχή του πελάτη του τον ζώνουν.Στο γιατί έγινε ο φόνος βρίσκεται το μυστικό της ταινίας, το οποίο ο σκηνοθέτης κρατά καλά φυλαγμένο ως το τέλος δίνοντας έμφαση στο ψυχολογικό σκέλος της ιστορίας, με μεγάλες (αλλά συχνά κουραστικές) σεκάνς διαλόγων σε πολλές από τις οποίες υπάρχει και ένας υπόγειος κριτικός σχολιασμός για τα τρωτά του νομικού συστήματος της Ιαπωνίας. Πρωταγωνιστούν: Γιακούσο Κόζι (κατηγορούμενος), Φουκουγιάμα Μασαχάρου (δικηγόρος). Βαθμολογία: 2 ½
Βαθµολογία. 5: εξαιρετική, 4: πολύ καλή, 3: καλή, 2: ενδιαφέρουσα, 1: µέτρια, 0: απαράδεκτη
*Ο Γιάννης Ζουμπουλάκης είναι κριτικός κινηματογράφου στην εφημερίδα
το ΒΗΜΑ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ