Το περιδέραιο της οδού Ρεμούνδου

0

Σ​​κέφθηκα τα σπίτια που ζωγράφιζε ο Κώστας Μαλάμος, την ώρα που προσέγγιζα την οδό Ρεμούνδου. Είχα ήδη δει μια γωνία, Αλκιβιάδου και Πιπίνου, βουτηγμένη σε βαθιά, λερωμένη ώχρα σκιασμένη από πυκνό φύλλωμα ακακίας, και ήταν σαν εκείνα τα σπίτια του Μαλάμου, με εκείνη την πένθιμη αθηναϊκότητα.

του Νίκου Βατόπουλου

Η οδός Ρεμούνδου έχει μοναδικότητα. Θα μπορούσε να είναι ένα αξιοθέατο, καθώς εκεί σε αυτόν τον ήσυχο δρόμο της παλιάς, αστικής Αθήνας, σώζονται στη σειρά έξι διώροφα σπίτια, από το 13 ώς το 23, προς την οδό Περγάμου. Αν στρίψει κανείς και την Περγάμου, θα βρει άλλα δύο μεσοπολεμικά διώροφα, ένα κίτρινο και ένα γκριζογάλανο κύβο. Αλλά και η απέναντι πλευρά της Ρεμούνδου, έχει ένα αρ ντεκό θύρωμα στον αριθμό 16 και δύο δίδυμες πόρτες, στο 18 και στο 20. Γεμίζεις από Αθήνα…

Ολόγυρα στον Αγιο Παντελεήμονα ανασαίνει κάτι απροσδιόριστο. Είχαν χαρά τα παιδιά των μεταναστών που έπαιζαν ποδόσφαιρο στην ανακαινισμένη πλατεία, ολόγυρα στον «Επαίτη», το γλυπτό του Λουκά Δούκα. Και είχαν σιωπή πολλοί δρόμοι, ένας από αυτούς και η οδός Ρεμούνδου.

Δεν είδα σπίτια σε εγκατάλειψη πλην ενός. Ηταν ένα από τα πιο εντυπωσιακά, στον αριθμό 15, με πρόσοψη γεροχτισμένη, αλλά με το ψαχνό ανύπαρκτο. Εβλεπες τον ουρανό από τα παράθυρα, και τα παντζούρια τους, τα γαλλικά, βαμμένα με εκείνο το παλαιοαθηναϊκό μπορντό, τέσσερα στον όροφο, πάνω από τα πράσινα παντζούρια του ισογείου, έδεναν γλυκά με εκείνο το θερμό γαλακτωμένο γκρίζο της πρόσοψης, στην οποία διαγράφονταν οι τέσσερις παραστάδες, με διπλό γεισίποδα η κάθε μία, στο στυλ «Τσαγρή».

Σειρά διώροφων σπιτιών στην οδό Ρεμούνδου, κοντά στον Αγιο Παντελεήμονα, πάνω από τη Μιχαήλ Βόδα.

Ηταν μία σειρά σπιτιών που σε ρουφούσε σε μια δίνη σκέψης, και αναπόφευκτα στροβιλίζονταν στο μυαλό σου οι γενιές που έφυγαν, έτσι όπως το σκεφτόταν ο νεαρός Γιώργος Θεοτοκάς στις «Ωρες Αργίας» όταν σεργιάνιζε στην Αθήνα με ατελεύτητους εσωτερικούς μονολόγους και έλεγε πως όλοι όσοι γεμίζουν τα θέατρα και τους κινηματογράφους «θα πεθάνουν αύριο»… «θα πεθάνουμε κι εμείς μαζί»… και θα έρθουν άλλες και άλλοι…

Ενα από τα σπίτια της Ρεμούνδου ήταν πορνείο. Ενας βιαστικός πελάτης χτύπησε αλλά δεν του άνοιξαν και έφυγε. Κύκλοι ζωής. Δίπλα προς την Περγάμου, το τελευταίο σπίτι έγινε παιδικός σταθμός με ένα εξόφθαλμο αυθαίρετο καπέλο στη στέγη.

Αλλά τα περισσότερα σπίτια ήταν περιποιημένα και συγκινητικά. Βουβές μορφές με τις εξώθυρες στη σειρά, με σφαλισμένα μάτια, με σωρευμένη μνήμη. Πώς να ήταν το υπόλοιπο της οδού Ρεμούνδου το 1960, π.χ., πριν αρχίσουν οι μοντέρνες πολυκατοικίες που έφερναν την καινούργια ζωή στη γειτονιά;

Αγνωστο και ίσως άνευ σημασίας, γιατί αυτό που μετρούσε ήταν η δύναμη του παρόντος. Και αυτή ξεχείλιζε. Μου έκανε εντύπωση, με μελαγχολούσε αλλά πιο πολύ με φούντωνε, ο αποκλεισμός αυτής της βαθιάς Αθήνας. Πόση ομορφιά ακόμη και στα χαλάσματα, στις παλιές, άχαρες –κάποιες– πολυκατοικίες, στα πολλά σκόρπια σπίτια, από τα χρόνια της ακμής, στον Μεσοπόλεμο. Γυρνούσε το βλέμμα, πάνω κάτω, και σάρωνε αυτό το απόθεμα, όπως μας παραδόθηκε, στρώση τη στρώση, πέτρα, μπετόν, κεραμίδια, ξύλινα παντζούρια, πεταμένα στρώματα…

Πίσω στην οδό Ρεμούνδου, από την Περγάμου προς την Πιπίνου, δεν χόρταινα να βλέπω το περιδέραιο των παλιών διώροφων. Ηταν κάτι που θύμιζε περισσότερο ψευδαίσθηση παρά αληθινή εμπειρία. Ηρθε στον νου πάλι η σκέψη του Γιώργου Θεοτοκά και σκέφθηκα έναν διαβάτη το 2095 στην οδό Ρεμούνδου. Τι θα ένιωθε; Τι θα σκεφτόταν; Πώς θα του φαίνονταν, αν σώζονταν, οι πολυκατοικίες του 1960 που θα ήταν 135 ετών…

πηγή: Έντυπη Καθημερινή



Comments are closed.