Τέσσερις νέες ταινίες από σήμερα στις αίθουσες και οι τρεις αξίζουν τα λεφτά τους
του Γιάννη Ζουμπουλάκη*
Το ξέρουν όλοι
(Todos lo sabien, Ισπανία/ Γαλλία/ Ιταλία, 2018)
Με αφορμή μια ιστορία που θυμίζει «θρίλερ», η ταινία που σκηνοθέτησε ο σπουδαίος Ιρανός Ασγκάρ Φαραντί εξ’ ολοκλήρου στην Ισπανία, σύντομα ξετυλίγεται σε κάτι πολύ πιο σύνθετο και πολυεπίπεδο. Το στοιχείο του θρίλερ βρίσκεται στην απαγωγή μιας έφηβης που μαζί με την μητέρα της (Πενέλοπε Κρους) έχει επισκεφθεί το χωριό της τελευταίας στην Ισπανία (έρχονται από την Αργεντινή). Όμως το δυσάρεστο αυτό γεγονός, φέρνει στην επιφάνεια μια σειρά ζητημάτων – όχι μόνον συναισθηματικών αλλά και πρακτικών – η ανεύρεση των χρημάτων που χρειάζονται ως λύτρα – και έτσι καταλήγουμε σε μια εξονυχιστική μελέτη ανθρώπινων σχέσεων κάτω από δύσκολες συνθήκες και υπό τρομερή πίεση. Οσο η ώρα περνά, όλοι όσοι με κάποιο τρόπο σχετίζονται με την απαχθείσα (συγγενείς, φίλοι, γνωστοί) θα θεωρηθούν ύποπτοι. Ακόμα και ο κάποτε κολλητός (Χαβιέρ Μπαρδέμ) της μάνας της απαχθείσας που έχει αναλάβει προσωπικά την υπόθεση χωρίς την εμπλοκή της αστυνομίας. Μυστικά που αφορούν το παρελθόν τους θα βγουν απειλητικά στην επιφάνεια και η περιέργεια του θεατή θα πιάσει κόκκινο. Ο Φαραντί εμμένει με ζήλο στον οικονομικό παράγοντα ο οποίος, τελικά, γίνεται ο σημαντικότερος όλων_ περισσότερο ίσως και από τον ανθρώπινο. Τα ερωτήματα δεν σταματούν ποτέ και το αποτέλεσμα είναι ένας λαβύρινθος σχηματισμένος από τα ατελή στρώματα της ιστορίας, τη σύνδεση παλιών γεγονότων με το σήμερα και την ιδέα ότι όλοι μας δεν είμαστε ποτέ παγιδευμένοι στην δική μας ιστορία αλλά και σ’ εκείνη όσων επιλέγουν να μοιραστούν την ζωή μας. Βαθμολογία: 3
Ο ένοχος
(Den skyldige, Δανία, 2018) του Γκούσταβ Μέλερ
Μια ταινία 85 λεπτών κλεισμένη στην κυριολεξία μέσα σε ένα δωμάτιο, ή θα γίνει κάτι το εξαιρετικά βαρετό, ή κάτι το εξαιρετικά ενδιαφέρον. Το δεύτερο συμβαίνει με τον «Ενοχο» του Γκούσταβ Μέλερ, όπου ένας άγνωστος εδώ, μα θαυμάσιος ηθοποιός, ο Γιάκομπ Σέντεργκρεν, δίνει ένα προσωπικό ρεσιτάλ ερμηνείας: υποδύεται τον αστυνομικό στο τηλεφωνικό κέντρο της Άμεσης Δράσης της Κοπεγχάγης, ο οποίος παραβαίνοντας το πρωτόκολλο θα εμπλακεί προσωπικά σε μια υπόθεση, -φαινομενικά- απαγωγής.
Αυτό θα γίνει μετά από την κλήση που δέχεται από μια εμφανώς ταραγμένη κοπέλα. Πως όμως μπορεί να κτιστεί μια ολόκληρη ιστορία μέσα από αυτήν την ιδέα; Τα μόνα εργαλεία του Μέλερ είναι το πρόσωπο του ηθοποιού του και ένα πραγματικά υποδειγματικό σενάριο που θα έπρεπε να διδάσκεται σε σεμινάρια. Ακούμε μόνον διαφορετικών αποχρώσεων φωνές από τις κλήσεις, κάποιοι συνάδελφοι του αστυνομικού που και που εμφανίζονται και δεν βλέπουμε ποτέ κάτι στον εξωτερικό χώρο. Θέλει τρομερή δεξιοτεχνία για να διατηρήσεις σασπένς υπό τέτοιες συνθήκες και ο Μέλερ είναι πράγματι ένας αξιοθαύμαστος δεξιοτέχνης. Και δεν είναι διόλου τυχαίο που η ταινία υπήρξε η επίσημη πρόταση της Δανίας για το Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας και συμπεριλαμβάνεται στις εννέα ταινίες που πέρασαν στη shortlist της κατηγορίας.Βαθμολογία: 4 ½
Vice (ΗΠΑ, 2018)
Για την μεταμόρφωσή του σε Ντικ Τσένεϊ, ο Κρίστιαν Μπέιλ μάλλον θα διεκδικήσει το Οσκαρ Α ανδρικού ρόλου όμως η αξία της ταινίας του Ανταμ Μακέι (Το μεγάλο σορτάρισμα) είναι ότι μέσω της ιστορίας του αντιπροέδρου των ΗΠΑ επί κυβερνήσεως Τζορτζ Μπους Τζούνιορ, καθρεφτίζει σε όλο της το μεγαλείο την …γελοιότητα της πολιτικής σκηνής και γενικότερα της αμερικανικής κοινωνίας. Ακόμα και το γεγονός ότι ο Τσένεϊ που στην δεκαετία του 1960 ήταν ένα ξωφλημένο κατακάθι της κοινωνίας (μέθυσος, χαραμοφάης, ένα «λευκό σκουπίδι») κατάφερε χάρη στην πουριτανή γυναίκα του (Εϊμι Ανταμς) να εξελιχθεί στην πολιτική, λέει πολλά. Σαν τον αρουραίο των υπονόμων, ο παμπόνηρος Τσένεϊ ελίχθηκε στους πολιτικούς κύκλους της Ουάσινγκτον και με προσεχτικές κινήσεις διαμόρφωσε το προφίλ του επιλέγοντας πάντα να βρίσκεται στο παρασκήνιο, όχι στην πρώτη γραμμή. Μέσα σε αυτό το ιλαροτραγικό πλαίσιο, η ταινία σύντομα δείχνει τις πραγματικές διαθέσεις της αναδεικνύοντας την εξαπάτηση του αμερικανικού λαού από την κυβέρνηση Μπους (ο Σαμ Ρόκγουελ στον ρόλο του Προέδρου, ο Στιβ Καρέλ ως Ντόναλντ Ράμσφελντ που υπήρξε μέντορας του Τσένεϊ). Δηλαδή από μια πινακοθήκη τεράτων, από μια συμμορία καιροσκόπων και λαμογιών, μαστόρων του λαϊκισμού και της απάτης.Βαθμολογία: 3
The happytime murders (ΗΠΑ, 2018)
Πάνινες κούκλες και άνθρωποι (Μελίσα Μακάρθι, Ελίζαμπεθ Μπανκς κ.α.) «συναντιούνται» στην αστυνομική κωμωδία «The happytime murders» του Mπράιαν Χένσον (γιού του δημιουργού των κουκλών Μάπετς Τζιμ Χένσον) και ο συνδυασμός αυτός δεν είναι κάτι που δεν έχουμε ξαναδεί στο παρελθόν. Η διαφορά εδώ όμως, είναι ότι η νουάρ ιστορία της ταινίας, όπου κεντρικό πρόσωπο είναι ένας ιδιωτικός ντετέκτιβ κούκλος, έχει ειπωθεί ως …αυστηρώς ακατάλληλη για τα παιδιά! Είναι αδύνατον να περιγραφούν τα όσα κάνουν και λένε οι κούκλες, ενώ το στόρι εκτυλίσσεται στον χώρο της …πορνοβιομηχανίας. Βαμβάκι στην θέση του αίματος, μια τρομερή βωμολοχία, σκηνές στις οποίες οι κούκλοι εκσπερματώνουν χωρίς σταματημό, που δολοφονούν αδίστακτα και σνιφάρουν κοκαϊνη. Όμως το προκλητικό ξάφνιασμα της αρχής σύντομα εξαντλείται, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η ταινία δεν έχει τις καλές στιγμές της.Βαθμολογία: 2
Βαθµολογία. 5: εξαιρετική, 4: πολύ καλή, 3: καλή, 2: ενδιαφέρουσα, 1: µέτρια, 0: απαράδεκτη
*Ο Γιάννης Ζουμπουλάκης είναι κριτικός κινηματογράφου στην εφημερίδα
το ΒΗΜΑ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ