«Ἴσως θἄπρεπε νὰ μὴ θέλω οὔτε σὰν ἀνάμνηση νὰ ξαναζήσω ποτὲ τὶς τραγικὲς ὧρες ποὺ ζοῦμε τώρα. Ὁ φετεινὸς Χειμώνας –ὁ φρικτώτερος Χειμώνας* ποὺ ἔχω ζήσει– θἄπρεπε νὰ θέλω νὰ ξεχαστῇ, ὅσο μπορεῖ νὰ ξεχαστῇ ὅ,τι ἀφήνει ἴχνη βαθειὰ στὴν ψυχή μας. Σκλαβιά, πείνα, κρύο, δυστυχία – ὅλα μαζί. Καὶ μονάχα μιὰ παρηγοριά, μιὰ ἄσβεστη φλόγα ποὺ φέγγει καὶ ζεσταίνει τὶς ψυχὲς ὅλων μας· ἡ ἐλπίδα ὅτι μιὰ μέρα –σύντομα, ἀργά– ὅλα θὰ περάσουν καὶ θ᾿ ἀνατείλουν πάλι μέρες καλές. Κι ἀκριβῶς γι᾿ αὐτὲς τὶς μέρες τὶς καλὲς ἢ γιὰ ἄλλες μέρες κακὲς ποὺ ἴσως ζήσω πάλι θέλω νἄχω γραμμένες μέσα σὲ τοῦτες ἐδῶ τὶς σελίδες κάθε ἐντύπωση, κάθε ἀνάμνηση ἀπὸ τὶς δύσκολες,τὶς σκληρὲς αὐτὲς ὧρες ποὺ περνᾶμε. «Οὐδὲν κακὸν ἀμιγὲς καλοῦ», λένε σωστά. Καὶ τὸ καλὸ μέσα στὴν τωρινή μας συμφορὰ εἶναι τὰ μαθήματα ποὺ παίρνουμε, τὰ τόσα καθημερινὰ μαθήματα. Πεινοῦμε τώρα, κρυώνουμε, ὑποφέρουμε, λέμε πὼς ὁ βίος ἔγινε πειὰ ἀβίωτος. Κι ὅμως, γιὰ πόσους ἦταν ὁ βίος ἀβίωτος ὅταν ἐμεῖς εἴχαμε ὅλες μας τὶς ἀνέσεις! Γιὰ πόσους ὁ ἀγώνας γιὰ τὴ ζωὴ ἦταν πάντοτε τόσο τραχύς. Δὲν τοὺς σκεπτόμαστε τότε. Θὰ τοὺς σκεπτόμαστε, ἄραγε, αὔριο; Ἐλπίζω ναί. Ἢ μᾶλλον ἐλπίζω ὅτι θὰ φροντίσουμε νὰ μὴν ὑπάρχουν τέτοιοι.
Ἀναλογίζομαι πῶς ἄρχισε ὁ χρόνος ποὺ ἔτσι ἄδοξα τελειώνει τώρα. Νίκες, τότε, ἐπιτυχίες, ἐνθουσιασμοί, ὄνειρα. Τώρα κατήφεια, ἀπελπισία, δυστυχία, σκληρὸς ἀγώνας γιὰ ἕνα κομματάκι ψωμὶ ποὺ σήμερα ὑπάρχει καὶ αὔριο ὄχι. Θυμᾶμαι τὴν Πρωτοχρονιὰ τοῦ ’41 καὶ τὴ συγκρίνω μὲ τὴ σημερινή, τελευταία του μέρα. Βέβαια δὲν ἦταν μιὰ Πρωτοχρονιὰ σὰν τὶς ἀλλοτινές, χαρούμενες Πρωτοχρονιὲς τῶν χρόνων τῆς εἰρήνης. Εἶχε ἀνατείλει ὅμως μὲ τοὺς καλλίτερους οἰωνούς.* Στὸ Ἀλβανικὸ Μέτωπο τὰ νέα τόσο εὐχάριστα. Στὴ Λιβύη οἱ Ἐγγλέζοι εἶχαν κάνει ἁλματικὲς προόδους. Ἡ Ἀθήνα, ἀφοῦ εἶχε κάνει τὸ καθῆκον της σ’ αὐτοὺς ποὺ λείπαν, γιόρταζε τὸν Καινούργιο Χρόνο. Τὰ γλυκίσματα εἶχαν ἑτοιμαστεῖ σὲ κάθε σπίτι –λιγοστά, βέβαια, γιατὶ ἡ ζάχαρη δὲν ἦταν καὶ τόσο ἄφθονη. Στὰ κέντρα ἔτρεχε ἄφθονη ἡ μπύρα καὶ βασίλευε τὸ κέφι. Ἐπὶ κεφαλῆς δὲ τοῦ γλεντιοῦ τὰ Ἐγγλεζάκια. Φρέσκα-φρέσκα, ροδοκόκκινα, ἀνοιχτόκαρδα, πάντα εὔθυμα, πάντα μεθυσμένα. Τὸ βράδυ, στοὺς θεοσκότεινους δρόμους ἀντηχοῦσαν γέλοια, φωνές, τραγούδια.* Οἱ ἦχοι τοῦ “Tipperrary” ἀνακατεύονταν μὲ τοὺς ἤχους τοῦ περίφημου τραγουδιοῦ τοῦ Mussolini καὶ τὶς παθητικὲς στροφὲς τῆς «Μεξικάνας».
Στοὺς ἴδιους αὐτοὺς δρόμους τριγύρισα ὧρες ὁλόκληρες ἀπόψε, τελευταία μέρα τοῦ ἴδιου αὐτοῦ χρόνου. Τὰ χιόνια, ποὔχουν φθάσει ἀπὸ τὸ πρωῒ ὣς στὴν καρδιὰ τῆς Ἀθήνας, ἔχουν λυώσει στοὺς κεντρικοὺς δρόμους. Στὰ πεζοδρόμια ἔχουν ἀπομείνει κρύσταλλα, στοὺς δρόμους λασπουριὰ καὶ βρώμα. Διαβάτες πολλοί: Ἕλληνες, Γερμανοί, Ἰταλοί. Μὰ σὲ κανενὸς τὸ πρόσωπο δὲν ἀντιφεγγίζει ἡ παραμικρὴ ἀχτίδα χαρᾶς. Στὰ κέντρα κόσμος πολύς, μὰ φαῒ λίγο ἢ μᾶλλον καθόλου. Στοῦ Ζαβορίτη* κάνουν οὐρὰ γιὰ ἕνα παστέλλι ἢ ἕνα σκαλτσούνι τῶν 50 δρχ. καὶ στοῦ Zonar’s γίνονται ἀνάρπαστες οἱ πάστες μεγέθους φουντουκιοῦ καὶ τιμῆς… προπολεμικῆς τούρτας. Μὰ στ’ ἄλλα μαγαζιὰ σχεδὸν καμμιὰ κίνηση. Μόνο τὰ βιβλιοπωλεῖα ἔχουνε κάποια σχετικὴ πιέννα ἀπόψε. Τὸ βιβλίο εἶναι τὸ μόνο εἶδος ποὺ ἔχει μείνει κάπως φθηνό.
Στὶς ἑπτὰ ἔχει πειὰ καλὰ σκοτεινιάσει κι οἱ δρόμοι ἀρχίζουν νὰ νεκρώνωνται. Ἀκόμα κι οἱ ζητιάνοι –ποὺ τώρα τοὺς συναντᾶς σὲ κάθε βῆμα– ἔχουν ἀρχίσει ν’ ἀραιώνουν. Μονάχα ἔξω ἀπὸ τὶς πόρτες τῶν ρεστωρὰν σωροὶ-σωροὶ τὰ παιδάκια –κίτρινα, καχεχτικά, μὲ κάτι ποδαράκια σὰν καλάμια– καραδοκοῦν νὰ εἰσχωρήσουν μέσα ἀπὸ τὴν μπλὲ κουρτίνα τῆς πόρτας καὶ νὰ ζητιανέψουν ἀπὸ τοὺς εὐτυχεῖς ποὺ βρίσκονται μέσα τὰ
ὑπολείμματα τῆς νερόβραστης λαχανίδας ἢ τοῦ βραστοῦ κουνουπιδιοῦ, ἂν ὑπάρχουν ὑπολείμματα στὰ καλογλυμμένα πιάτα. Περνῶ ἀπὸ τὸ «Παλλάδιο».* Οἱ Ἰταλοὶ γλεντοκοπᾶνε μέσα.
Βλέπω μπύρα καὶ ὀρεχτικοὺς μεζέδες στὰ τραπέζια τους –Ἄχ, μπύρα! Κοντεύω νὰ ξεχάσω πειὰ τὴ γεύση της. Ἀπέναντι, στὸ Soldatenheim* ὑπάρχει ἡ ἴδια ἀφθονία. Γύρω-γύρω στὰ τζάμια ἕνας σωρὸς πεινασμένοι ἔχουν κολλήσει τὰ πρόσωπά τους καὶ χαζεύουν τοὺς Γερμανοὺς ποὺ τρῶνε. Σπεύδω νὰ γυρίσω σπίτι. Εἶμαι εὐχαριστημένη γιατὶ μέσα στὸ δίχτυ μου ἔχω κάτι πολύτιμο! 2 ὀκάδες κρέας ποὺ μᾶς δώρισε ἡ Τράπεζα!»
*Aπόσπασμα από το βιβλίο:*Το «Ημερολόγιο Κατοχής 1941-43»της Ειρήνης Ζαχαρία (εκδόσεις Εύμαρος) μεταφέρει εικόνες από την πραγματικότητα της εποχής μέσα από τα μάτια μιας νεαρής κοπέλας που ζει στην Αθήνα.
Η Ειρήνη Ζαχαρία (νεαρή τότε τραπεζική υπάλληλος οργανωμένη στην αντίσταση) καταγράφει εμπειρίες της καθημερινής ζωής της πόλης μέσα στην πιο σκληρή κατοχική περίοδο, καθώς και γεγονότα του πολέμου όπως φτάνουν σ’ εκείνην από εκπομπές του απαγορευμένου ραδιοφώνου και από στόμα σε στόμα.
πηγή: www.tvxs.gr