Η ιστορικός τέχνης, συγγραφέας και ξεναγός με εμπειρία χρόνων και πλούσιο έργο, κάνει μία αναδρομή στην πορεία της Αθήνας, από τον Μεσαίωνα μέχρι και μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους. Την συνέντευξη υπογράφει ο M. HULOT και ανδημοσιεύεται, σε τμήματα, από την lifo.gr.
Ακολουθεί το απόσπασμα όπου γίνεται αναφορά στην περίοδο της Τουρκοκρατίας
-Στο βιβλίο του «Ελλάδα 1453-1821, Οι άγνωστοι αιώνες» ο David Brewer αναφέρει ότι απ’ όλους τους δυνάστες οι Οθωμανοί ήταν οι πιο ήπιοι. Είναι αλήθεια.
Όταν έρχονται οι Τούρκοι, νιώθουν ευνοημένοι οι Αθηναίοι, γιατί ο Μωάμεθ Β’ ο Πολιορκητής που ήρθε στα τέλη Αυγούστου του 1458 είχε ελληνική παιδεία, μιλούσε τέλεια την ελληνική γλώσσα (η μητριά του ήταν κατά το ήμισυ Πόντια από τη μάνα της, της οικογένειας των Καντακουζηνών) και έδωσε προνόμια στους Αθηναίους. Η Αθήνα είχε κατακτηθεί από τους Τούρκους από τις 4 Ιουνίου του 1456, αλλά η παρουσία τους ήταν πολύ διακριτική. Η αλήθεια είναι ότι για τους Αθηναίους δεν άλλαξαν και πολλά πράγματα στην καθημερινή τους ζωή, αλλά, αν είχαμε την πολυτέλεια να επιλέξουμε μεταξύ δυναστών, θα λέγαμε ότι καλύτερα περάσαμε με τους Αλμογάβαρες, τους Καταλανούς δηλαδή, και με τους Τούρκους, παρά με τους Ρωμαίους διοικητές και τα προσκυνητίκια και τους Φράγκους.
— Μπορούμε να μιλάμε για καλούς και κακούς κατακτητές;
Όλοι οι κατακτητές είναι το ίδιο, δεν υπάρχει καλός και κακός, αλλά ο Μωάμεθ ήταν ένας πανέξυπνος άνθρωπος, όπως όλοι οι σουλτάνοι, πολύ μορφωμένος. Ήρθε στην Αθήνα και ήταν εκστασιασμένος που πατούσε τα χώματα της πόλεως που κατείχε τη δόξα κατά την αρχαιότητα. Επιπλέον, εκτιμούσε πολύ τα μνημεία των Αθηνών. Έτσι, πρόσφερε ιδιαίτερα προνόμια στους Αθηναίους, μεταξύ των οποίων και ελαφρύνσεις στη φορολόγηση.
Ο Παρθενώνας στις μέρες του έγινε και πάλι ορθόδοξη εκκλησία, γιατί επί δυόμισι αιώνες, επί φραγκοκρατίας, ήταν καθεδρικός ναός δυτικού δόγματος. Αυτό κολάκευσε τους Αθηναίους, αλλά παρέμεναν πολύ κουμπωμένοι με τους Τούρκους (ξέρουμε ότι μόνο 11 οικογένειες Τούρκων υπήρχαν εκείνη την εποχή στην Αθήνα), γιατί είχαν περάσει πολλά και αρχικά ήταν πολύ επιφυλακτικοί. Όταν όμως τους έκανε τον Παρθενώνα ορθόδοξη εκκλησία, όπως παλιά, έγινε κάτι σαν σωτήρας τους, μετά από τόσους αιώνες κατάκτησης.
Βέβαια, στη συνέχεια ο Παρθενώνας θα γίνει τζαμί, δεν ξέρουμε πότε ακριβώς, προς το τέλος του 15ου αιώνα, όταν πεθαίνει ο Μωάμεθ −πέθανε στις αρχές της δεκαετίας του 1480− και δεν υπάρχει ο συναισθηματισμός που είχε με την πόλη της Αθήνας, η ιδιαίτερη δική του σχέση. Έχει μεσολαβήσει και ο πρώτος ενετοτουρκικός πόλεμος, όπου οι Αθηναίοι συνέδραμαν του Ενετούς, γιατί ήμασταν και αφελείς. Κάθε φορά που γινόταν ένας πόλεμος παίρναμε το μέρος των Ενετών γιατί τους βλέπαμε σαν ελευθερωτές, μετά αυτοί λεηλατούσαν και από πάνω μας την έπεφταν και οι Τούρκοι. Στατιστικά, οι χειρότεροι δυνάστες που πέρασαν ποτέ και έκαναν τον ελληνικό λαό να μαρτυρήσει ήταν οι Ενετοί τελικά, οι χριστιανοί.
— Πώς ήταν η Αθήνα επί Μωάμεθ;
Η Αθήνα ευημερεί επί Μωάμεθ. Οι ανιστόρητοι Έλληνες έχουμε μάθει να λέμε «400 χρόνια σκλαβιάς». Αμ δεν είναι 400, είναι πάνω από 2.000 χρόνια, βγάζουν έξω τη ρωμαιοκρατία. Μιλάμε για «βυζαντινή εποχή», πώς τη βγάζεις έξω εκείνη την περίοδο; Κατακτητές ήταν οι άνθρωποι, ρήμαζαν τον λαό, τον καταπίεζαν με φορολογίες αισχρές – εδώ, όμως, εμπλέκεται η Εκκλησία βλέπεις…
Αλλά οι Αθηναίοι και οι Έλληνες γενικότερα ήμασταν επισήμως υπό κατάκτηση από το 146 π.Χ. που οι Ρωμαίοι κατέλαβαν όλο τον ελληνικό χώρο και δεν απελευθερωθήκαμε ως το 1830. Αλλάζαμε μόνο κατακτητές. Στην αρχή είχαμε τους Ρωμαίους (που έγιναν χριστιανοί στην πορεία), οι οποίοι έπιναν το αίμα των Ελλήνων, στη συνέχεια είχαμε δυόμισι αιώνες φραγκοκρατίας και τέσσερις αιώνες τουρκοκρατίας.
Οι πρώτοι δύο αιώνες της οθωμανικής κυριαρχίας είναι πολύ καλοί για την Αθήνα, δηλαδή οι Αθηναίοι χαίρουν ειδικών προνομίων που είχε δώσει ο Μωάμεθ και οι υπόλοιποι δυνάστες Τούρκοι, οι σουλτάνοι, τα σέβονται. Ευημερεί ο κόσμος.
Το πρώτο διάστημα, επίσης, δεν υπάρχουν ιδιαίτεροι κίνδυνοι, πολύ σπάνια εμφανίζονται πλέον στην Αθήνα πειρατές και επιδρομείς, οπότε οι άνθρωποι έχουν ηρεμία, έχουν τις εκκλησίες τους και χτίζουν αβέρτα καινούργιες. Οι Τούρκοι είναι ιδιαίτερα ανεκτικοί μαζί τους. Έτσι κι αλλιώς μειοψηφία Τούρκων υπάρχει στην Αθήνα και παρόλο που η σαρία, η νομοθεσία των Τούρκων, επίσημα απαγόρευε το στήσιμο εκ βάθρων εκκλησιών −τους επιτρέπει, κατόπιν ειδικής άδειας, μόνο να επιδιορθώνουν εκκλησάκια−, κανείς δεν ενοχλεί τους Αθηναίους που φτιάχνουν νέους ναούς
Σκέψου ότι τα περισσότερα εκκλησάκια που σώζονται σήμερα είναι αυτής της εποχής, της οθωμανικής κατάκτησης. Οι Τούρκοι είναι τόσο ανεκτικοί και διπλωμάτες που δεν θέλουν να δημιουργήσουν προβλήματα, έτσι κανείς δεν καρφώνει στον σουλτάνο τους νέους ναούς που εμφανίζονται. Είναι πάμπολλες οι εκκλησίες που χτίζονται ακόμα και μέσα στο ιστορικό κέντρο και στην ευρύτερη αττική ύπαιθρο.
Στο κλίμα αυτό της ανεκτικότητας οι άνθρωποι βγαίνουν έξω από τα ρωμαϊκά τείχη για πρώτη φορά μετά από αιώνες −πλέον οριστικά−, ζωντανεύει ξανά η περιοχή του Ψυρρή, το ιστορικό κέντρο γεμίζει από κόσμο και για πρώτη φορά μετά τα χρόνια του Αδριανού έχουμε μια εικόνα ευημερίας στην πόλη.
Τον 16ο και στις αρχές του 17ου αι., που είναι περίοδοι ευημερίας, η Αθήνα πλησιάζει τους 17.000 κατοίκους, επομένως θεωρείται η τέταρτη κατά σειρά πόλη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από άποψη πληθυσμού μετά την Κωνσταντινούπολη, την Αδριανούπολη και τη Θεσσαλονίκη. Πάλι οι Τούρκοι είναι λιγοστοί, αλλά υπάρχει φρουρά Τούρκων πάνω στην Ακρόπολη. Περί τα 2.000 άτομα μαζί με τις οικογένειές τους και κάποιοι που ζουν κάτω, κοντά στο Τσαρσί, δηλαδή στην επάνω πλευρά της οδού Άρεως, στην περιοχή του Ριζόκαστρου, και δευτερευόντως στις ανατολικές παρυφές της Πλάκας.
Τον 17ο αιώνα έχουμε πολλές πληροφορίες για την ευημερία της Αθήνας, γιατί έχουμε πολλούς περιηγητές ξένους που έρχονται και γράφουν. Έτσι, μαθαίνουμε ότι λειτουργούν υποτυπώδη σχολειά για τα αθηναιόπουλα, κυρίως από μοναχούς, όπου διδάσκουν άνθρωποι μορφωμένοι από οικογένειες οικονομικά εύρωστες που έστειλαν τα παιδιά τους να σπουδάσουν στο εξωτερικό και αυτά, καθώς δεν έχουν να ανησυχούν για τα προς το ζην, έρχονται εδώ για να στήσουν σχολεία και να διδάξουν. Το θεωρούσαν καθήκον τους.
— Εκείνη την περίοδο καταστρέφεται ο Παρθενώνας…
Ναι, το 1687, στις 22 του Σεπτέμβρη, έρχεται στην Αθήνα ο Φραντσέσκο Μοροζίνι με μεγάλο μισθοφορικό στρατό, ο οποίος για λόγους κύρους θέλει να καταλάβει έστω και για λίγους μήνες το κάστρο της Αθήνας, το ονομαστό, έτσι, για να πει «έγινα κύριος και των Αθηνών», λόγω του ένδοξου αθηναϊκού παρελθόντος.
Επί πέντε μέρες βομβαρδίζει τον Παρθενώνα, διότι έχει την πληροφορία ότι οι Τούρκοι έχουν φυλάξει την πυρίτιδά τους εκεί. Δυστυχώς, ήταν αληθινή αυτή η πληροφορία και την πέμπτη μέρα της πολιορκίας, το σούρουπο της Παρασκευής της 26ης Σεπτεμβρίου, ένα βλήμα από τα τέσσερα κανόνια βρίσκει τον στόχο του, πέφτει επάνω στη στέγη του Παρθενώνα (το βουζιοβόλο ήταν στημένο κάτω, στην αυλή του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου, εκεί όπου σήμερα είναι η ταβέρνα του Ψαρρά) και ανατινάζει το μνημείο.
Καταλαμβάνει έτσι την πόλη των Αθηνών ως τις 20 Μαρτίου, οπότε φεύγει. Μια πεντάμηνη κατάκτηση που προκάλεσε πολλά προβλήματα, εκτός από την καταστροφή του Παρθενώνα. Στην προσπάθειά του, δε, να στείλει τα σουβενίρ στη σύγκλητο της Βενετίας, τέσσερις μέρες πριν φύγει, στις 15 Μαρτίου του 1688, ανέβηκε στην Ακρόπολη και έβαλε να κατεβάσουν τα δύο αγάλματα των πρωταγωνιστών του δυτικού αετώματος του Παρθενώνα, τα καλύτερα έργα της ωριμότητας του Φειδία, την Αθηνά και τον Ποσειδώνα.
Στην άγαρμπη προσπάθεια να τα κατεβάσουν, τα έριξαν κάτω και κατακερματίστηκαν. Έτσι καταστράφηκαν τα καλύτερα φειδιακά έργα, από τα καλύτερα αγάλματα που έπλασε ποτέ ανθρώπινο χέρι. Πήρε κάποια κομμάτια και έφυγε γιατί δεν μπορούσε να κρατήσει το κάστρο. Έτσι επανήλθαν οι Τούρκοι, αυτήν τη φορά άγριοι και εκδικητικοί. Πολλές οικογένειες Αθηναίων έφυγαν οριστικά από την πόλη γιατί φοβήθηκαν την εκδίκηση των Τούρκων.
Αυτό συνέβαινε κάθε φορά: επειδή οι Έλληνες έβλεπαν τους ξένους ως ελευθερωτές τούς βοηθούσαν (αυτό συνέβαινε πάντα με τους Ενετούς) και μετά γύριζαν πίσω οι Τούρκοι και τους έπιναν το αίμα. Πρέπει να πούμε ότι λόγω της μεγάλης διπλωματίας και ανεκτικότητας του σουλτάνου, οι Αθηναίοι έχαιραν προνομιακής μεταχείρισης. Έτσι, κάθε φορά που συνέβαινε κάτι δυσάρεστο στην Αθήνα οι Αθηναίοι σχημάτιζαν μια ομάδα, όπως οι Αρχαίοι, και την έστελναν στην Υψηλή Πύλη για να διαμαρτυρηθεί. Και πρέπει να πουμε ότι ο εκάστοτε σουλτάνος πάντοτε δικαίωνε τους Αθηναίους, χωρίς να καλοεξετάσει αν έφταιγαν ή όχι (πάντα έφταιγαν οι Τούρκοι, είναι η αλήθεια), και αποκεφάλιζε τους Τούρκους που δημιουργούσαν προβλήματα ή τους έδιωχνε
Ήταν πάντοτε ευνοϊκά διατεθειμένος ο σουλτάνος έναντι των Αθηναίων. Βεβαίως, για να μην τρελαθούμε κιόλας, ήμασταν υπό κατάκτηση, δεν ήταν ρόδινη η περίοδος της οθωμανικής κυριαρχίας. Σε έναν αιώνα έχουν καταγραφεί έξι παιδομαζώματα, μπορεί και παραπάνω, από τα χρόνια του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς, στα μέσα περίπου του 16ου αι., ως τα μέσα του 17ου. Όταν οι Τούρκοι ήθελαν στρατό για να κάνουν επεκτατικούς πολέμους έκαναν παιδομάζωμα.
Στο βιβλίο του ο Brewer αναφέρει ότι δεν στρατολογούσαν όλα τα παιδιά διά της βίας, μερικές φορές οι ίδιοι οι πατεράδες πρόσφεραν το παιδί τους για στρατολόγηση και κάποιες φορές ένα δεύτερο παιδί προτεινόταν να πάει μαζί με το πρώτο, ίσως για συντροφιά. «Σύμφωνα με τον Μαρτίνο Κρούσιο, τον ιστορικό του πατριαρχείου», γράφει, «πολλοί Έλληνες παρέδιναν τα παιδιά τους με την ελπίδα πως αν η πορεία τους ήταν επιτυχημένη, θα βοηθούσαν την αληθινή οικογένεια και κοινότητά τους. Το ντεβσιρμέ ήταν τουλάχιστον ένας τρόπος να ξεφύγουν από τον μόχθο της αγροτικής δουλειάς και στην καλύτερη περίπτωση ίσως ανοιγόταν “ο δρόμος για τη δόξα”»
Δεν το πιστεύω αυτό, αλλά θα το ψάξω. Η εποχή της ανέχειας δεν είναι επί Τουρκοκρατίας, είναι αμέσως μετά την απελευθέρωση − πολύ δύσκολη εποχή. Ήμασταν πάντα υπό κατάκτηση, αλλά δεν πιστεύω ότι οι γονείς ήθελαν να δώσουν τα παιδιά τους, εγώ δεν το έχω βρει πουθενά αυτό.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ:
–Η Αθήνα «μέσα» από τους κατακτητές της (Α΄)- Ο διωγμός των Αθηναίων από τον Ιουστινιανό
-Η Αθήνα «μέσα» από τους κατακτητές της (Β΄)- «Όλοι έπιναν το αίμα των Αθηναίων και οι Φράγκοι τους υποτιμούσαν κι από πάνω»