Πάμε σινεμά; Οι ταινίες της εβδομάδας (23-3-2019)

0

Η πάλη για την επιβίωση έτσι όπως αποτυπώνεται σε δύο εντελώς διαφορετικού περιεχομένου ταινίες, τη γαλλική «Σε πόλεμο» και την αμερικανική «Τα δύο πρόσωπα του νόμου», οι οποίες ξεχωρίζουν μέσα στο πλήθος των νέων τίτλων αυτής της εβδομάδας

του Γιάννη Ζουμπουλάκη*

«Σε πόλεμο»
(«En guerre», Γαλλία, 2018). Κοινωνικό δράμα του Στεφάν Μπριζέ.

Ταινία ανατριχιαστικά επίκαιρη αλλά και άκρως στενάχωρη. Ο σκηνοθέτης της σπουδαίας ταινίας «Ο νόμος της αγοράς» παρακολουθεί με κάθε λεπτομέρεια όλη την αγωνία και την οργή των εργαζομένων ενός παραρτήματος βιομηχανίας στη Γαλλία, οι μέτοχοι του οποίου αποφάσισαν να το κλείσουν.




Κέντρο βάρους της ταινίας ο αρχισυν-δικαλιστής Αμεντέο (Βενσάν Λιντόν) και οι ακούραστοι αγώνες που καταβάλλει ούτως ώστε να αλλάξει μια κατάσταση που δείχνει προδιαγεγραμμένη· κάτι σαν χρονικό προαναγγελθέντος θανάτου. Οι συνεδριάσεις, οι διαπραγματεύσεις, ο πολιτικός δάκτυλος, οι συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας, τα ΜΑΤ, τα media, οι εσωτερικές διαμάχες στους κύκλους των συνδικαλιστών· όλα αυτά βράζουν διαρκώς μέσα στο ζεματιστό καζάνι της ταινίας, το οποίο σού δίνει την εντύπωση ότι κάποια στιγμή θα σκάσει.

Ο Μπριζέ αναπλάθει με δεξιοτεχνική ακρίβεια μια εφιαλτική κατάσταση που έχουμε δει αμέτρητες φορές στις τηλεοπτικές ειδήσεις και φυσικά το ύφος της ταινίας πλησιάζει πολύ εκείνο του ντοκιμαντέρ παρ’ ότι καθετί που βλέπουμε στην οθόνη είναι προϊόν μυθοπλασίας. Βαθμολογία: 3½

«Τα δύο πρόσωπα του νόμου»
(«Dragged across concrete», ΗΠΑ, 2018). Αστυνομικό δράμα του Σ. Κρεγκ Ζάλερ

Γυρισμένη από έναν σκηνοθέτη που δεν κρύβει την αγάπη του στον παλιό κλασικό αμερικανικό κινηματογράφο, και δη στο φιλμ νουάρ, αυτό το βίαιο, κυνικό αλλά συγχρόνως τρυφερό φιλμ παρακολουθεί τη δράση δύο διαφορετικής γενιάς αστυνομικών (Μελ Γκίμπσον, Βινς Βον) που προσπαθούν να λύσουν το οικονομικό πρόβλημά τους έχοντας τεθεί σε διαθεσιμότητα λόγω των σκληρών μεθόδων που ακολουθούν.

Ο κόσμος της αληθινής, ωμής βίας στον οποίο αυτοβούλως εισχωρούν οι δύο αστυνομικοί θα τους κάνει μονομάχους με την ίδια τη συνείδησή τους σε αυτό το γνήσια αντρίκιο φιλμ των πολυσύνθετων χαρακτήρων και των καλογραμμένων διαλόγων, με τα απότομα ξεσπάσματα βίας που ξαφνιάζουν μεν αλλά πάντοτε δικαιολογούνται (μια τεχνική που ακολουθεί ο Ζάλερ σε όλες τις ταινίες του – «Τσεκούρι από κόκαλο», «Καβγάς στο Μπλοκ 99»). Ακόμα και η πολύ μεγάλη διάρκεια της ταινίας (158 λεπτά) δεν φαίνεται να αποτελεί μειονέκτημα, καθώς ο Ζάλερ βρίσκει τον τρόπο να μην αφήσει να πάει ούτε ένα λεπτό χαμένο. Βαθμολογία: 3

«Vox Lux»
(ΗΠΑ, 2018). Δράμα του Μπρέιντι Κορμπέτ

Η σκοτεινή πλευρά της σόουμπιζ δεν είναι θέμα πρωτόγνωρο στον κινηματογράφο, όμως ο Κορμπέτ στο «Vox Lux» το χειρίζεται μέσα από μια κάθε άλλο παρά συνηθισμένη ιστορία.

Η Σελέστ, το κεντρικό πρόσωπο εδώ, έχει γίνει σταρ μετατρέποντας σε τραγούδι την παραλίγο θανάσιμη εμπειρία της όταν το 2000 ένας συμμαθητής της προκάλεσε μακελειό στο σχολείο της αφήνοντας την ίδια σε αναπηρικό καροτσάκι. Προφανώς το κορίτσι έχει ούτως ή άλλως ταλέντο, έχει όμως και το επαγγελματικό δαιμόνιο ώστε να γραπώσει την ευκαιρία και να διαχειριστεί το τραύμα της καταλλήλως για να πετύχει καριέρα.
Το φιλμ είναι μοιρασμένο σε δύο μέρη. Στο πρώτο τη βλέπουμε άγουρη έφηβη και στο δεύτερο ώριμη και καταξιωμένη στον χώρο (η Νάταλι Πόρτμαν εμφανίζεται μετά τα πρώτα 50 λεπτά της ταινίας). Ο Κορμπέτ λούζει την ιστορία του στο αίμα επισημαίνοντας το πώς η τραγωδία μπορεί να μετατραπεί σε επιτυχία, πόσω μάλλον στους καιρούς μας που καθετί μπορεί να γίνει αμέσως γνωστό σε όλους.

Στο σήμερα, μια δεύτερη τρομοκρατική ενέργεια ανεβάζει ακόμα περισσότερο το κασέ της Σελέστ, αφού οι τρομοκράτες χρησιμοποίησαν ολογράμματα του σόου της ως μάσκες στο χτύπημά τους. Ολα αυτά διαμορφώνουν την εικόνα μιας ταινίας η οποία παρά τη διαρκή της φόρτιση, εν τέλει σε αφήνει μουδιασμένο και με την αίσθηση του ανολοκλήρωτου.Βαθμολογία: 2

«Ακίνητο ποτάμι»
(Ελλάδα/Γαλλία/Λετονία, 2018). Δράμα του Αγγελου Φραντζή.

Στο κενό πέφτουν όλες οι προσπάθειες του Αγγελου Φραντζή να συνδυάσει ορθολογισμό και μεταφυσική στην ιστορία του Πέτρου (Ανδρέας Κωνσταντίνου) και της Αννας (Κάτια Γκουλιώνη), ενός ζευγαριού Ελλήνων που βρίσκεται στη Σιβηρία για επαγγελματικούς λόγους του πρώτου. Η ταινία (η οποία γυρίστηκε εξ ολοκλήρου σε φυσικές τοποθεσίες της Ρωσίας) αρχίζει με την κάθε άλλο παρά πειστική εξομολόγηση μιας ονείρωξης της Αννας προς τον Πέτρο, συνεχίζει με τον Πέτρο να εξηγεί στους ρώσους εργοδότες του τι πρέπει να γίνει ώστε να σωθεί το περιβάλλον από το γεωλογικό πρόβλημα που παρουσιάζει ένα ποτάμι και εν τέλει εστιάζει στο γεγονός ότι η Αννα έχει μείνει έγκυος αλλά κανένας δεν καταλαβαίνει πώς και από ποιον.

Αεροβατώντας αβέβαια ανάμεσα σε ρεαλισμό και υπερρεαλισμό ο Φραντζής φιλοδοξεί να συνδέσει πολιτική, θρησκεία, οικογένεια, σεξ και επάγγελμα σε μια ταινία στην οποία όλα αυτά, πολύ απλά, είναι αδύνατον να χωρέσουν – πόσω μάλλον να δέσουν. Το ακίνητο χιόνι νιώθεις ότι είναι η μόνη πραγματικά ζωντανή παρουσία στην ταινία, σίγουρα το παίξιμο του χιονιού είναι πολύ πιο γοητευτικό από την απελπιστικά μονότονη Κάτια Γκουλιώνη, το ύφος της οποίας είναι το ίδιο με εκείνο που είχε στην «Πολυξένη», που ήταν το ίδιο με εκείνο που είχε στo «Σύμπτωμα», που ήταν το ίδιο με εκείνο που είχε στο «Μέσα στο δάσος». Οσο για το ύφος του Κωνσταντίνου, είναι σαν να σου λέει ότι απορεί και ο ίδιος με τα όσα γίνονται στην ταινία.
Ακίνητο το ποτάμι, ακίνητο το σενάριο, ακίνητη και η ταινία. Ισως ο Φραντζής να όφειλε να καταλάβει ότι το να γυρίσει ένας σκηνοθέτης μια ταινία κάτω από δύσκολες κλιματικές συνθήκες στη Ρωσία δεν τον μετατρέπει αυτομάτως ούτε σε Θόδωρο Αγγελόπουλο ούτε σε Αντρέι Ταρκόφσκι.Βαθμολογία: 1



«Ο διερμηνέας»
(«The interpreter», Τσεχία / Σλοβακία / Αυστρία, 2018). Δραματική κομεντί του Μάρτιν Σούλικ

Ο τσέχος ηθοποιός και σκηνοθέτης Γίρι Μένζελ, δημιουργός της βραβευμένης με Οσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας 1967 «Ο άνθρωπος που έβλεπε τα τρένα να περνούν» και ο αυστριακός ηθοποιός Πέτερ Σιμόνισεκ, πρωταγωνιστής της σχετικά πρόσφατης καλλιτεχνικής επιτυχίας «Τόνι Ερντμαν», είναι το πρωταγωνιστικό ντουέτο σε αυτή την ευπρόσωπη ταινία δρόμου της τρίτης ηλικίας που επανέρχεται στο χιλιοειπωμένο θέμα της εξολόθρευσης των Εβραίων από τους ναζιστές στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Με ένα πιστόλι στην τσέπη ο Μένζελ αναζητεί τον ταγματάρχη των SS που έμελλε να ορίσει το μέλλον της οικογένειάς του. Αυτό που βρίσκει είναι τον Σιμόνισεκ, γιο του ταγματάρχη, έναν μποέμ καλοπερασάκια που κυκλοφορεί με μια κόκκινη Μερτσέντες και την πέφτει ασυστόλως στις γυναίκες (ο Σιμόνισεκ δίνει την εντύπωση ότι βρίσκεται ακόμη στο «Τόνι Ερντμαν»).

Η αμηχανία της γνωριμίας των δύο ανδρών θα γίνει η αφετηρία μιας σχέσης που θα περάσει από πολλά στάδια, αφού τελικά ο Τσέχος θα γίνει ο επί πληρωμή ξεναγός του Αυστριακού στη Σλοβακία, όπου ο δεύτερος αναζητεί τους σταθμούς από τους οποίους πέρασε ο πατέρας του κατά τη διάρκεια του πολέμου. Ο Αυστριακός έχει χιούμορ, ο Τσέχος καθόλου, ο Αυστριακός έχει παντρευτεί τρεις φορές και εξακολουθεί να φλερτάρει, ο Τσέχος μόνο μία και θυμίζει καλόγερο. Η αντίθεση των χαρακτήρων των δύο ηλικιωμένων ανδρών πυροδοτεί τη δημιουργία αυτής της χαριτωμένης ασημαντότητας που με ανάλαφρο τρόπο μιλάει για τη μνήμη, τη συμφιλίωση και τη συγχώρηση. Βαθμολογία: 1½

«Εμείς»
(«Us», ΗΠΑ, 2019). Θρίλερ του Τζόρνταν Πιλ

Πλήρης αποτυχία η νέα ταινία τρόμου του Τζόρνταν Πιλ, υποψήφιου για το Οσκαρ σκηνοθεσίας πέρυσι με το «Τρέξε!». Στην ουσία, ο Πιλ στήνει όμορφα αλλά άδεια κινηματογραφικά πλάνα με το να κάνει μια παραλλαγή της προηγούμενης ταινίας του: μια ακόμα αναμόχλευση της γνωστής και χιλιοειπωμένης (με διάφορους τρόπους και σε δεκάδες ταινίες) ιδέας των «Μακάβριων εισβολέων», όπου οι άνθρωποι καταδιώκονται από άψυχα αντίγραφά τους.
Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και εδώ, αλλά βαρετά και άχρωμα, με μια τετραμελή οικογένεια μαύρων να μονομαχεί μέχρι θανάτου με κλώνους της στο επίκεντρο μιας ιστορίας που αργεί να πάρει μπροστά και όταν αυτό γίνεται αγγίζει τα όρια της γελοιότητας, ακόμα και στις σκηνές απόλυτου τρόμου με τις δύο οικογένειες να κτυπιούνται με ρόπαλα του μπέιζμπολ, μπαστούνια του γκολφ και άλλα όπλα. Παίζουν: Λουπίτα Νιόνγκο, Γουίνστον Ντιουκ, Ελίζαμπεθ Μος κ.ά. Βαθμολογία: 1

«Βερολίνο, σ’ αγαπώ»
(Γερμανία, 2019). Σπονδυλωτή δραματική κομεντί 11 διαφορετικών σκηνοθετών

Σε αντίθεση με το «Παρίσι, σ’ αγαπώ», τη «Νέα Υόρκη, σ’ αγαπώ», αλλά και το «Ρίο, σ’ αγαπώ», τις προηγούμενες ταινίες της κινηματογραφικής σειράς ταινιών «πόλη-αγάπη», το «Βερολίνο, σ’ αγαπώ» δεν μπόρεσε να μου πει κάτι ιδιαίτερο – άσε που κάποιες ιστορίες θα μπορούσαν να είχαν ως φόντο οποιοδήποτε μέρος του κόσμου. Η μόνη που ξεχώρισα κάπως είναι εκείνη, στην οποία η Ελεν Μίρεν αποκτά κοινωνική συνείδηση με τη βοήθεια της κόρης της (Κίρα Νάιτλι), εθελόντριας φιλανθρωπικής οργάνωσης που έχει πάρει έναν μικρό υπό την προστασία της. Βαθμολογία: 1

-Προβάλλεται επίσης αποκλειστικά στην αίθουσα ΔΑΝΑΟΣ 2 το ντοκιμαντέρ «Free Solo» (ΗΠΑ, 2018) που αναφέρεται στην προσπάθεια ενός ορειβάτη, του Αλεξ Χόνολντ, να ανεβεί μόνος το βουνό Ελ Καπιτάν στην Καλιφόρνια. Το ντοκιμαντέρ που συν-σκηνοθέτησαν οι Τζίμι Τσιν και Ελίζαμπεθ Τσάι Βασαρχέλβι απέσπασε εφέτος το Οσκαρ.

Βαθμολογία 5: εξαιρετική, 4: πολύ καλή, 3: καλή, 2: ενδιαφέρουσα, 1: μέτρια, 0: απαράδεκτη
*Ο Γιάννης Ζουμπουλάκης είναι κριτικός κινηματογράφου στην εφημερίδα
το ΒΗΜΑ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ



Comments are closed.