Ενα ισπανικό θρίλερ στα ίχνη του «Casa de papel» και κάποια παλιά καλά φιλμ είναι οι ταινίες που ξεχωρίζουν στις αίθουσες
του Γιάννη Ζουμπουλάκη*
70 πεντακοσάρικα
(70 Binladens , Ισπανία, 2018) Θρίλερ του Κόλντο Σέρα.
Το στοιχείο του απρόβλεπτου και οι απανωτές εκπλήξεις είναι τα χαρακτηριστικά ενός ακόμη «πειραγμένου» ισπανικού θρίλερ που βαδίζει, προφανώς, πάνω στα ίχνη που χάραξε ο τηλεοπτικός θρίαμβος «Casa de papel». Εδώ, ένα ζευγάρι ληστών αναγκάζεται να καταλάβει την τράπεζα στην οποία επιτέθηκε, χρησιμοποιώντας μια όμηρο για τις διαπραγματεύσεις με την αστυνομία. Εφόσον από την αρχή μάς γνωστοποιείται ότι η όμηρος (η Εμα Σουάρεζ της ταινίας «Julieta» του Πέδρο Αλμοδόβαρ) πρώτον, είναι πανέξυπνη και δεύτερον, έχει και αυτή ανάγκη από χρήματα, σύντομα αντιλαμβανόμαστε ότι αυτή τελικά θα παίξει τον ρόλο-κλειδί της ιστορίας, στην οποία λόγο θα έχουν και οι δύο αστυνομικοί που έχουν αναλάβει την υπόθεση. Γρήγοροι ρυθμοί, καλά σκιαγραφημένοι χαρακτήρες, εύπεπτες υπερβολές, σκιές από «Σκυλίσια μέρα» και «Συνήθεις υπόπτους» (εκτός από το «Casa de papel»), ένα χορταστικό ισπανικό b movie που πολύ πιθανόν θα βρει το κοινό του και στην Ελλάδα, όπου το σύγχρονο ισπανόφωνο αστυνομικού τύπου θρίλερ έχει αποκτήσει σταθερό κοινό.Βαθμολογία: 2 ½
Spider-Man: Μακριά από τον τόπο του
(Spider-Man: Far from Home, ΗΠΑ 2019). Περιπέτεια φαντασίας του Τζον Γουάτς.
Η τελευταία ταινία του Ανθρώπου-Αράχνη, χάρτινου σούπερ ήρωα της Marvel Comics, ο οποίος εδώ και μερικά χρόνια έχει τη μορφή του Τομ Χόλαντ, αρχίζει με το τραγούδι «I will always love you» της Σελίν Ντιόν που χρησιμοποιείται in memoriam για τον θάνατο του Τόνι Σταρκ (Iron Man) και κάποιων άλλων Εκδικητών (επίσης της Marvel), που όπως είδαμε πέθαναν στην τελευταία ταινία «Εκδικητών». Με δεδομένο ότι το συγκεκριμένο τραγούδι πρώτον, έχει συνδεθεί απολύτως με την παγκόσμια επιτυχία του «Τιτανικού» και δεύτερον, με τα χρόνια συνδέεται με έναν κυνισμό απέναντι στο κιτς και το εύκολο μελόδραμα, δεν μπορείς παρά να χαμογελάσεις. Περιέργως, καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας το χαμόγελο δεν θα φύγει από το στόμα σου γιατί το χιούμορ είναι ένας από τους βασικούς στόχους των δημιουργών της ταινίας, στην οποία το στοιχείο του teenager movie συνδέεται με εκείνο της εφετζίδικης, πληθωρικής σε δράση περιπέτειας φαντασίας, στην οποία ακόμα και η καταστροφολαγνεία που χαρακτηρίζει αυτού του είδους τις ταινίες έχει στυλ. Ειδικά της Βενετίας στην οποία διόλου τυχαία επιτίθεται ένας υγρός γίγαντας τεράστιος, αφού το νερό είναι ο μεγάλος εχθρός της πόλης. Ευχάριστη είσοδος στο σύμπαν της Marvel του καλού ηθοποιού Τζέικ Τζίλενχααλ, σε αρνητικό όμως ρόλο τον οποίο δείχνει να ευχαριστιέται και με το παραπάνω.Βαθμολογία: 2 ½
Μακουίν
(McQueen, Αγγλία, 2018). Ντοκιμαντέρ των Iαν Μπονό,Πίτερ Ετέντγκουι.
Ντοκιμαντέρ που απευθύνεται κυρίως (αλλά όχι μόνον) στους θαυμαστές του εκκεντρικού σχεδιαστή μόδας Αλεξάντερ Μακουίν, ο οποίος με τις πρωτότυπες και εντελώς ανορθόδοξες δημιουργίες του καθώς και με τον απρόβλεπτο χαρακτήρα του, πάντα προκαλούσε, συγκινούσε, προβλημάτιζε και ενοχλούσε. «Θέλω καρδιακές προσβολές» έλεγε ο ίδιος, «θέλω να βλέπω νοσοκομειακά». Ισως να μην είναι καθόλου τυχαίο που εν τέλει ο Μακουίν αυτοκτόνησε σε ηλικία μόλις 40 ετών το 2010. Φίλοι και συνεργάτες μιλούν με θρησκευτική λατρεία για τον ίδιο, τη δουλειά και τους προσωπικούς του δαίμονες, βιντεογραφημένα αποσπάσματα που δεν έγιναν ποτέ γνωστά αποκαλύπτονται, βλέπουμε τον Μακουίν να δίνει συνεντεύξεις, όπως πάντα προκλητικός, ποτέ όμως επιθετικός (μάλλον ντροπαλό θα μπορούσες να τον χαρακτηρίσεις). Ο Μακουίν μπορούσε να φτιάξει ένα ένδυμα κυριολεκτικά μέσα από τα σκουπίδια, ενώ οι παρουσιάσεις μόδας που διοργάνωνε έχουν γράψει Ιστορία. Φτωχό παιδί από το Λούισαμ του Λονδίνου, δεν έκρυψε ποτέ την ταπεινή καταγωγή του και ίσως σε αυτήν ακριβώς την καταγωγή του να οφείλεται αυτός ο απροκάλυπτος αναρχισμός που τον έκανε πάμπλουτο, τον έκανε διάσημο και εν τέλει τον οδήγησε στην αυτοκαταστροφή. Βαθμολογία: 3
Γκλόρια
(Gloria Bell, ΗΠΑ, 2019).Δραματική του Σεμπαστιάν Λέλιο.
Το αμερικανικό ριμέικ της ομότιτλης χιλιανής ταινίας γυρίστηκε από τον ίδιο σκηνοθέτη, τον (Χιλιανό) Σεμπαστιάν Λέλιο, με τη διάσημη αμερικανίδα ηθοποιό Τζούλιαν Μουρ στον ρόλο που είχε παίξει η συμπατριώτισσά του Παουλίνα Γκαρσία. Είναι η Γκλόρια, μια γυναίκα που έχει περάσει τα 50 και προσπαθεί να τα βγάλει πέρα μόνη σε έναν κόσμο που δεν καταλαβαίνει (και που δεν την καταλαβαίνει). Η Γκλόρια μετά βίας συνεννοείται με τα δύο μεγάλα παιδιά της (Mάικλ Σέρα, Κάρεν Πιστόριους), δεν έχει κανένα σημείο επαφής με τον πρώην σύζυγό της, τραγουδά μόνη παλιές επιτυχίες οδηγώντας το αυτοκίνητό της, αναζητεί τον έρωτα σε μπαρ με αγνώστους. «Οταν ο κόσμος ανατιναχτεί, θέλω να φύγω χορεύοντας» λέει στο καινούργιο της φλερτ (Τζον Τορτούρο) που αρχικώς φαίνεται ότι της ταιριάζει. Η Μουρ είναι αξιοπρεπής σε έναν ρόλο που προφανώς αντιλαμβάνεται πολύ καλά αλλά η ταινία δεν έχει ούτε τη σάρκα, ούτε την ψυχή, ούτε και την πυγμή που χρειαζόταν για να ανεβεί ψηλά, στο ίδιο σημείο όπου βρισκόταν η προηγούμενη. Ακόμα και οι παρατηρήσεις της, όπως για την αρρωστημένη «κουλτούρα των όπλων» που μαστίζει τις Ηνωμένες Πολιτείες, αφήνουν την εντύπωση ότι είναι το αποτέλεσμα της παρατήρησης περισσότερο ενός τουρίστα παρά ενός που διαισθάνεται το πρόβλημα. Είναι μια καλοφτιαγμένη ρεπλίκα της, όπως ήταν και τα αμερικανικά «Παράξενα παιχνίδια» του Μίκαελ Χάνεκε, διασκευή της δικής του, αυστριακής επιτυχίας.Βαθμολογία: 2
Διακοπές στη Βενετία
(Venise n’est pas en Italie, Γαλλία, 2019). Κομεντί του Ιβάν Καλμπεράκ.
Με ένα σχηματικό σενάριο που όμως καταλήγει σε ένα ευχάριστο, ολοκληρωμένο σύνολο, αυτή η χαριτωμένη αλλά ασήμαντη ταινία περιγράφει τις περιπέτειες που θα ζήσει ένας συνεσταλμένος έφηβος (Ελί Τονά) στην προσπάθειά του να συναντήσει την αγαπημένη του στη Βενετία. Στη σχέση του μικρού με την οικογένειά του βρίσκεται το κέντρο βάρους της ταινίας που στηρίζεται σε μυθιστόρημα του σκηνοθέτη ο οποίος έκανε και τη σεναριακή διασκευή: οι γονείς του (Μπενουά Πελβούρ, Βαλερί Μπονετόν) είναι φτωχοί, «τρελοί» (βάφουν για παράδειγμα τα μαλλιά του μικρού ξανθά) αλλά και βαθιά αγαπημένοι, σε αντίθεση με την πάμπλουτη αλλά συναισθηματικά στείρα οικογένεια της κοπέλας. Το ταξίδι θα έχει φυσικά τα απρόοπτά του, όχι όλα το ίδιο διασκεδαστικά, αλλά η ώρα περνά. Xάρηκα πολύ που ξανάκουσα μετά από χρόνια το A. I. E. (A Mwana) από τους Black Blood, ένα τραγούδι με το οποίο έχει «κόλλημα» ο τρελοπατέρας. Βαθμολογία: 2
Διακοπές στην Ιμπιζα
(Ibiza, Γαλλία, 2019).Κωμωδία του Αρνό Λεμόρτ.
Γιατί να πεις όχι σε μια δροσερή καλοκαιρινή κωμωδία αν δεν υπάρχει… σοβαρός λόγος; Εδώ υπάρχει. Μιλάμε όχι για ταινία αλλά για ένα τόσο απροκάλυπτο διαφημιστικό promo της Ιμπιζα, που εν τέλει αγγίζει τα όρια της χυδαιότητας. Ενα τουριστικό σποτ μεγάλης διάρκειας, χωρίς σενάριο, χωρίς ιστορία, χωρίς ερμηνείες αλλά, ναι, με όμορφα κορίτσια που περιφέρονται απ’ εδώ κι από εκεί ημίγυμνα, προκλητικά και χωρίς να κάνουν τίποτε πέρα από το να χορεύουν με ένα ποτό στο χέρι και να μοστράρουν τα κάλλη τους. Ανάμεσά τους ένας κοιλαράς ποδολόγος, ο Κριστιάν Κλαβιέ (που όσο μεγαλώνει τόσο πιο πολύ μοιάζει με τον Σπύρο Καλογήρου), ο οποίος παίζει σαν να έχει βάλει τον αυτόματο πιλότο· γνωρίζεις επακριβώς ποια θα είναι η αντίδραση και το ύφος του (έκπληκτο και ταυτοχρόνως θυμωμένο συνήθως) στην κάθε σκηνή. Bαθμολογία: 1
ΕΠΑΝΕΚΔΟΣΕΙΣ
«Ο κομφορμίστας»
(«Il conformista», Ιταλία / Γαλλία, 1970). Ψυχολογικό δράμα του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι.
Με αφετηρία τη Ρώμη του 1936 η σημαντικότερη ταινία του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι ακολουθεί την πορεία του Μαρτσέλο Κλερίτσι (Ζαν Λουί Τρεντινιάν) που για να εξορκίσει το σεξουαλικό τραύμα της παιδικής ηλικίας του υποτάσσει τον εαυτό του στην καθεστηκυία τάξη και την υπηρεσία του φασισμού. Πέρα από κάθε τι, ήταν η αμφισημία του κεντρικού ήρωα που γοήτευσε τον Μπερτολούτσι μετά την ανάγνωση του ομότιτλου μυθιστορήματος του Αλμπέρτο Μοράβια. Το αποτέλεσμα εξακολουθεί να είναι καθηλωτικό και σε αυτό συμβάλλει η ατμοσφαιρική φωτογραφία του Βιτόριο Στοράρο. Βαθμολογία: 5
Ο κύριος Βερντού
(Monsieur Verdoux, HΠΑ, 1947). Μαύρη κωμωδία του Τσάρλι Τσάπλιν.
Ο «Κυανοπώγωνας» έτσι όπως τον αντιμετώπισε ο Τσάρλι Τσάπλιν, στη μόλις δεύτερη ομιλούσα μεγάλου μήκους ταινία του, βασισμένη στην πραγματική υπόθεση Ανρί Λαντρού, ο οποίος μέσω αγγελιών σε εφημερίδες φέρεται ότι παρέσυρε και σκότωσε 10 γυναίκες στο σπίτι του. Ο Τσάπλιν κράτησε για τον εαυτό του τον αβανταδόρικο ρόλο του Βερντού και συνδυάζοντας άψογα το κωμικό με το τραγικό, το φαιδρό με το μακάβριο έδωσε μια απρόβλεπτη και αξέχαστη ερμηνεία. Παρεξηγημένη στην εποχή της ταινία, θεωρήθηκε αντικομμουνιστική, χτυπήθηκε ανελέητα από την κριτική και υπήρξε εμπορική αποτυχία, για να επανεκτιμηθεί στο πέρασμα του χρόνου ως ένα ακόμη αριστούργημα του κορυφαίου δημιουργού της. Βαθμολογία: 4 1/2
Αγαπημένο ημερολόγιο
(Caro Diario, ΗΠΑ, 1995). Κομεντί του Νάνι Μορέτι.
Ευαίσθητος, τρυφερός, πανέξυπνος, ο ιταλός σκηνοθέτης Νάνι Μορέτι σε μια μεγάλη στιγμή του, ξεκινά από τρία προσωπικά βιώματα και φτιάχνει μια ταινία-ύμνο προς τη ζωή. Βασικός ήρωάς του είναι ο ίδιος, ένας ψηλόλιγνος, υποχόνδριος μουσάτος, ένας μοναχικός, μελαγχολικός τύπος, ένας αλλιώτικος Σαρλό, ένας αλλιώτικος Τατί, που έχει μάθει να ζει μέσα στον τρελό μας κόσμο, ήρεμος, χωρίς οργή για τα όσα ευτράπελα συμβαίνουν γύρω του. Είναι ο Μορέτι που πάνω σε μια βέσπα ανιχνεύει αυγουστιάτικα την «ανοχύρωτη» Ρώμη, ο Μορέτι που γυρεύει γαλήνη για να γράψει, ο Μορέτι που κάνει μια σχεδόν μαρτυρική περιοδεία στα νησιά της Ιταλίας, ο Μορέτι που τρέχει στους γιατρούς για την απελπιστική φαγούρα του και αφού καταναλώσει άκαρπα κάθε είδος φαρμάκου στο εμπόριο, μαθαίνει ότι έχει καρκίνο. Είναι, με άλλα λόγια, ο Μορέτι που πάντα αγαπούσαμε και πάντα θα αγαπούμε. Βαθμολογία: 4
Μια ζωή ταλαιπωρία
(Qué he hecho yo para merecer esto?, Ισπανία, 1984). Μαύρη κωμωδία του Πέδρο Αλμοδόβαρ.
Οι ταινίες της πρώτης, πιο «ανάλαφρης» περιόδου του ισπανού σκηνοθέτη Πέδρο Αλμοδόβαρ, εκείνες με τις οποίες έχτισε το όνομά του ως ένας από τους πιο ταλαντούχους εκπροσώπους του undeground καλλιτεχνικού ρεύματος Movida (άνθησε στη Μαδρίτη μετά τον θάνατο του δικτάτορα Φράνκο το 1975), διακρίνονταν (οι περισσότερες) από ένα απροκάλυπτο, ευθύβολο και πολύ «μαύρο» χιούμορ εστιασμένο πάντα στη γυναίκα. Η αληθινή ωρίμασή του, αρκετά χρόνια αργότερα, μετά την επιτυχία της ταινία «Το μυστικό μου λουλούδι», έβγαλε στην επιφάνεια έναν Αλμοδόβαρ που προσωπικά εκτιμώ περισσότερο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν διασκέδασα ξανά παρακολουθώντας τα ευτράπελα που δημιουργούνται γύρω από τις περιπέτειες της Κάρμεν Μάουρα στον ρόλο της καταπιεσμένης νοικοκυράς η οποία προσπαθεί με νύχια και με δόντια να βρει τον χώρο αλλά και τον εαυτό της στην αφιλόξενη Μαδρίτη όπου έχει παντρευτεί και αποκτήσει δύο παιδιά.Βαθμολογία: 2 1/2
Βαθμολογία 5: εξαιρετική, 4: πολύ καλή, 3: καλή, 2: ενδιαφέρουσα, 1: μέτρια, 0: απαράδεκτη
*Ο Γιάννης Ζουμπουλάκης είναι κριτικός κινηματογράφου στην εφημερίδα
το ΒΗΜΑ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ