Τέσσερις μόνον νέες ταινίες από αυτή την Πέμπτη, όλες της χρυσής μετριότητος και μία με αρκετή ιστορία πίσω της
Του Γιάννη Ζουμπουλάκη*
Θεέ μου, τι σου κάναμε 2;
(Qu’est-ce qu’on a encore fait au bon Dieu?, Γαλλία, 2019). Κομεντί του Φιλίπ Ντε Σοβερόν
Καλοφτιαγμένη και διασκεδαστική μεν, αλλά τραβηγμένη από τα μαλλιά και παρασυρμένη (σχεδόν αναγκαστικά θα μπορούσες να πεις) από την επανάληψη (που μπορεί να γίνει ως και εκνευριστική), η «συνέχεια» του γαλλικού εισπρακτικού θριάμβου «Θεέ μου, τι σου κάναμε;» παρακολουθεί τα προβλήματα των τεσσάρων γαμπρών των θυγατέρων του πατριώτη Γάλλου Κριστιάν Κλαβιέ και της συμπαθέστατης συζύγου του (Σαντάλ Λομπί) η οποία οδεύει πλέον σιγά-σιγά προς την παράνοια με όλα αυτά που βλέπει. Ο καιρός έχει περάσει, παιδιά έχουν γεννηθεί ή πρόκειται να γεννηθούν, αλλά οι τέσσερις σύζυγοι ενώ προσπαθούν με νύχια και με δόντια να καταξιωθούν επαγγελματικά στη Γαλλία, βλέπουν ότι η χώρα τούς «κλωτσά», ίσως επειδή κανείς τους δεν είναι βέρος, καθαρόαιμος Γάλλος όπως ο πεθερός τους. Αυτό είναι το μοτίβο της ταινίας και πράγματι, μέχρις ενός σημείου έχει την πλάκα του γιατί τα επί μέρους ανέκδοτα και αστεία είναι σίγουρα πολύ καλύτερα από το σύνολο. Ο Αφρικανός (Νομ Ντιαουαρά) θέλει να γίνει ηθοποιός με το σπαθί του και σκέφτεται σοβαρά να γίνει ο πρώτος μαύρος σταρ του Bollywood, ο Εβραίος (Αρί Αμπιτάν) σκαρφίζεται διαρκώς φιλόδοξες ιδέες για επιχειρήσεις αλλά τίποτε δεν του «κάθεται», ο Παλαιστίνιος (Μεντί Σαντούν), που είναι δικηγόρος, έχει μπουχτίσει με την ανάληψη υποθέσεων μεταναστών και ο Κινέζος (Φρεντερίκ Τσάου) θέλει να επιστρέψει στην πατρίδα του γιατί δεν βλέπει μέλλον στη Γαλλία. Ανάμεσά τους ο άμοιρος ο Κλαβιέ που κάνει αυτό που τα τελευταία χρόνια ξέρει πολύ καλά να κάνει στο σινεμά: ιδρώνει και ξεϊδρώνει, φωνάζει και λουφάζει, θυμώνει αλλά κανείς δεν τον παίρνει στα σοβαρά. Δεν φτάνει που είναι φτυστός ο Σπύρος Καλογήρου, νιώθεις ότι παίζει σαν να έχει μελετήσει τον Λάμπρο Κωνσταντάρα! Βαθμολογία: 2
To αριστούργημά μου
(Mi obra maestra, Αργεντινή / Ισπανία). Κομεντί του Γκαστόν Ντουπρά)
Ο τίτλος δεν ταυτίζεται με την ίδια την ταινία, όμως και πάλι, αυτή η χαμηλότονη αλλά έξυπνη κομεντί είναι ό,τι καλύτερο θα μπορούσε κανείς να συστήσει μέσα σε μια μάλλον άνευρη κινηματογραφική εβδομάδα που σώζεται κυρίως από τις επανεκδόσεις παλαιών ταινιών που προβάλλονται στις αίθουσες από την προηγούμενη εβδομάδα (και πηγαίνουν καλά). Το φιλμ κινείται πάνω στη σχέση ενός γκαλερίστα και ενός δύστροπου γερο-ζωγράφου που έχει την ικανότητα να προκαλεί διαρκώς προβλήματα και στους δύο, αδιαφορώντας πλήρως για την προώθηση της δουλειάς του. Οσο ο πρώτος προσπαθεί να τον βοηθήσει, τόσο ο δεύτερος κάνει ό,τι μπορεί για να αυτοκαταστραφεί. Η αντίθεσή τους όμως δεν κλονίζει τη βαθιά φιλία τους, και ίσως αυτό να είναι ένα από τα πιο ενδιαφέροντα σημεία της ταινίας, στην οποία κρύβεται επίσης μια μεγάλη απάτη, μια δυνατή έκπληξη ακριβώς την ώρα που νομίζεις ότι η ταινία λίγο θέλει να τελειώσει. Ωστόσο, θα πρέπει να επισημάνω κάποια σοβαρά ατοπήματα του σεναρίου, τα οποία δεν θα αναφέρω για να μην προδώσω σημεία που παίζουν πρωταρχικό ρόλο στην εξέλιξη της ιστορίας. Δύο καλοί αργεντίνοι ηθοποιοί, ο Γκιγέρμο Φρανσέγια (τον είδαμε προσφάτως στο «Ενστικτο της ζωής») και ο Λουίς Μπραντόνι υποδύονται τον γκαλερίστα και τον ζωγράφο αντιστοίχως. Η καλή χημεία τους ήταν το μόνο αντίδοτο στις σεναριακές ενστάσεις μου. Βαθμολογία: 2,5
Τεντ Μπάντι: Ενας γοητευτικός δολοφόνος
(Extremely Wicked Shockingly Evil and Vile, ΗΠΑ, 2019). Βιογραφικό δράμα του Τζο Μπέρλινγκερ
Οι παραγωγοί αυτής της βιογραφικής ταινίας, στους οποίους ανήκει και ο πρωταγωνιστής της, Ζακ Εφρον (σε έναν ρόλο τολμηρό, έτη φωτός μακρινό από τους γλυκανάλατους στους οποίους κατά βάση τον έχουμε συνηθίσει), αντιμετώπισαν με έξυπνο τρόπο το απριόρι εξαιρετικά ενοχλητικό, μακάβριο θέμα της. Δεν ασχολείται καθόλου με αυτές καθαυτές τις ανομολόγητες εγκληματικές ενέργειες του κεντρικού προσώπου της, του κατά συρροή δολοφόνου γυναικών Τεντ Μπαντι (1946 – 1989), αλλά εμμένει στο χάρισμα της γοητείας και της ευστροφίας του, στοιχεία που τον βοήθησαν να «αγοράζει» χρόνο στις δίκες, μέχρι που τελικά καταδικάστηκε για να εκτελεστεί στην ηλεκτρική καρέκλα το 1989.
Ιδιαίτερα στις σχέσεις του με τις γυναίκες, ο Μπάντι ήταν «άπιαστος», τις μεθούσε με ψεύτικα λόγια και πλατιά χαμόγελα για να τις παρασύρει και να τις σκοτώσει. Κάποια τον ερωτεύθηκε σφόδρα στις δίκες και ενώ φαινόταν πια ότι είναι δολοφόνος. Αν και μπορώ να καταλάβω την περιέργεια που η ιστορία ενός τέτοιου ατόμου μπορεί να προκαλέσει, δύσκολα μπορώ να δεχτώ ότι ως κινηματογραφικός «ήρωας», ένας τέτοιος χαρακτήρας μπορεί όντως να γοητεύσει. Η μεγαλύτερη διαστροφή σε αυτή την ταινία (που να σημειώσω δεν έχει στάλα σασπένς, αφού όλοι ξέρουμε τι έγινε) είναι ότι οι γυναίκες τον γούσταραν τρελά ενώ τον παρακολουθούσαν να υπερασπίζεται τον εαυτό του στη δίκη! Βαθμολογία: 2
Η κούκλα του Σατανά
(Child’s play, ΗΠΑ, 2019). Θρίλερ του Λαρς Κλέβμπεργκ
Τι μανία κι αυτή με τις σατανικές κούκλες στην Αμερική! Ακόμη δεν έχουμε συνέλθει από την Αναμπέλ στην τρίτη της «περιπέτεια» («Anabelle comes home») και να που τώρα έχουμε ξανά-μανά τον Τσάκι, που στη δεκαετία του 1980 είχε γίνει πρώτη φίρμα σε έναν σιδηρόδρομο ταινιών φρίκης, αρχής γενομένης το 1988. Μάλιστα, το 2017 γυρίστηκε και μια ταινία πάνω στον ίδιο τον θρύλο του Τσάκι, το «Cult of Chuky». Τέλος πάντων, ο ίδιος κούκλος – ή σχεδόν ο ίδιος – εν προκειμένω μετονομάζεται σε Buddi και αυτή θα πρέπει να είναι η μοναδική διαφορά του σε σχέση με τον original Τσάκι, ο οποίος είχε το… ταλέντο να πραγματοποιεί κάθε εφιαλτική επιθυμία του φίλου του, δηλαδή του παιδιού που για κακή του τύχη τον απέκτησε και μέσα στα νεύρα του λέει μια κουβέντα παραπάνω για όσους δεν χωνεύει (οπότε τώρα το μόνο που το παιδί μπορεί να κάνει είναι να μετρά πτώματα αφού ουδείς το πιστεύει). Ολη αυτή η κατάσταση βέβαια θα δώσει την ευκαιρία στους «δημιουργούς» της ταινίας να βάλουν τα δυνατά τους για να παρουσιάσουν όσο το δυνατόν πιο σαδιστικά (και εμετικά) τους φόνους που ο Buddi οργανώνει σε αυτή την αποθέωση της αλόγιστης βίας από την οποία μπορούμε με σιγουριά πλέον να πούμε ότι δεν θα γλιτώσουμε ποτέ!
Bαθμολογία: 1
Βαθμολογία 5: εξαιρετική, 4: πολύ καλή, 3: καλή, 2: ενδιαφέρουσα, 1: μέτρια, 0: απαράδεκτη
*Ο Γιάννης Ζουμπουλάκης είναι κριτικός κινηματογράφου στην εφημερίδα
το ΒΗΜΑ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ