Μια κρίσιμη απόφαση για χιλιάδες εργαζομένους καλείται να πάρει το ΣτΕ σχετικά με την τύχη των 3ετιών στον ιδιωτικό τομέα. Η υπόθεση, εκδικάστηκε χθες στο Δ τμήμα του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου με την απόφαση να αναμένεται στο επόμενο τετράμηνο.
Όπως παγίως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις δόθηκε ένα 10ήμερο στους διαδίκους (ΣΕΒ, ΓΣΕΕ και άλλοι Σύνδεσμοι Βιομηχάνων ανά την Ελλάδα) για να καταθέσουν υπομνήματα.
Στο μεταξύ, τον Φεβρουάριο του 2020 πρέπει να εκκινήσει ξανά η διαδικασία για την αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού των 650 ευρώ. Ο νέος μισθός θα πρέπει να οριστεί τον Ιούνιο του 2020. Συνεπώς εκτιμάται πως το τοπίο θα έχει ξεκαθαρίσει ως προς τις τριετίες πριν από την θεσμοθέτηση του νέου ελάχιστου μισθού και ημερομισθίου.
Όπως γράφει το ethnos.gr, εφόσον η απόφαση των δικαστών είναι θετική για τους εργαζόμενους τότε οι μισθοί θα πρέπει να συνεχίσουν να καταβάλλονται στα σημερινά επίπεδα, δηλαδή στο ύψος στο οποίο διαμορφώθηκαν από τον Φλεβάρη του 2019 και μετά. Κύκλοι της ΓΣΕΕ εξέφραζαν αισιοδοξία πως υπάρχουν πιθανότητες η υπόθεση να κερδηθεί υπέρ των εργαζομένων.
Αν όμως η απόφαση του δικαστηρίου είναι αρνητική για τους εργαζόμενους – γίνει δηλαδή δεκτή η προσφυγή των βιομηχάνων – τότε χιλιάδες μισθωτοί θα χάσουν τα επιδόματα προϋπηρεσίας, τα οποία υπολογίζονται από τον περασμένο Φλεβάρη επί του νέου κατώτατου μισθού των 650 ευρώ.
Η περίπτωση αναδρομικότητας
Δεδομένου ότι ισχύει πλαφόν για την προσαύξηση λόγω προϋπηρεσίας στο 30%, το ανώτατο ύψος των επιδομάτων που διακυβεύεται είναι έως 195 ευρώ το μήνα. Κομβικός προβληματισμός σε αυτή την περίπτωση – τον οποίο επισημαίνουν νομικοί κύκλοι – είναι αν το δικαστήριο θα επιτρέψει αναδρομικότητα σε μια ενδεχόμενη αρνητική απόφασή του.
Αναλυτικά :
Αν η ισχύς μιας ενδεχόμενης αρνητικής απόφασης ανατρέχει στην ημερομηνία δημοσίευσής της, τότε οι μισθωτοί θα χάσουν τα επιδόματα προϋπηρεσίας από την απόφαση και μετά χωρίς περαιτέρω επιβαρύνσεις.
Αν το ΣτΕ δεν τραβήξει «κόκκινη γραμμή» στην αναδρομικότητα τότε χιλιάδες μισθωτοί κινδυνεύουν να βρεθούν αντιμέτωποι και με πιθανές απαιτήσεις αναδρομικής επιστροφής των επιδομάτων που έχουν ήδη λάβει από τον Φεβρουάριο του 2019 και μετά. Νομικοί κύκλοι σχολίαζαν μάλιστα πως καθώς η υπόθεση δεν ενέχει την έννοια του δημοσίου συμφέροντος, δεν φαίνεται να στοιχειοθετείται έδαφος για “φραγμό” αναδρομικότητας από το ΣτΕ.
Επιστροφή χρημάτων
Η επίμαχη εγκύκλιος του υπουργείου Εργασίας, την ακύρωση της οποίας ζητούν οι βιομήχανοι, εκδόθηκε στις 18 Φεβρουαρίου του 2019. Εφόσον δεν προκύψει «μπλόκο» στην αναδρομικότητα, τότε η εγκύκλιος θα ακυρωθεί από την ημερομηνία έκδοσής της. Σε μια τέτοια περίπτωση – λένε νομικοί κύκλοι – οι κακόπιστοι και τυπολάτρες εργοδότες μπορούν να βρουν ευκαιρία να ζητήσουν πίσω τις 3ετίες που έχουν ήδη πληρώσει στους υπαλλήλους τους ως αχρεωστήτως καταβληθέντα ή από πλάνη καταβληθέντα ποσά. Κάτι τέτοιο βεβαίως δεν είναι καθόλου εύκολο καθώς θα πρέπει να επανυπολογιστούν και να επιστραφούν ασφαλιστικές εισφορές, φόροι, να επανυποβληθούν ΑΠΔ κλπ. Την ίδια στιγμή, είναι και νομικά άτοπη η απαίτηση για αναδρομική επιστροφή των 3ετιών που έχουν καταβληθεί λένε οι ειδικοί.
Χωρίς «καμία επιφύλαξη»
«Τυχόν ευδοκίμηση της αίτησης ακύρωσης θα μπορούσε να επιφέρει την ακυρότητα της εγκυκλίου με αναδρομικό αποτέλεσμα, από τότε που η εγκύκλιος αυτή δημοσιεύτηκε, δηλαδή από 18 Φεβρουαρίου του 2019. Σε καμία περίπτωση όμως δεν θεωρώ ότι το απευκταίο αυτό αποτέλεσμα θα μπορούσε να οδηγήσει σε αναδρομική αναζήτηση των ποσών των τριετιών που στο μεταξύ καταβλήθηκαν στους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα», ξεκαθαρίζει ο δικηγόρος – εργατολόγος Γιάννης Καρούζος κι εξηγεί : «Αυτό πέραν του έντονου κοινωνικού προβλήματος που θα δημιουργούσε (αναδρομική μείωση μισθών έως και κατά 30%) και της επιβάρυνσης των επιχειρήσεων με περαιτέρω γραφειοκρατικά βάρη (συμπλήρωση νέων ΑΠΔ, αντιδικίες με τους εργαζόμενους κ.α.) θα ήταν και νομικά άτοπο, αφού σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να δικαιολογηθεί πλάνη των εργοδοτών στην καταβολή των τριετιών, όταν μάλιστα αυτή γινόταν και γίνεται χωρίς καμία επιφύλαξη των δικαιωμάτων τους». Δηλαδή, αν ίσχυε «νομική ανασφάλεια», όπως συμπληρώνει ο ίδιος, ως προς την υποχρέωση καταβολής των τριετιών θα έπρεπε ο κάθε εργοδότης να διατυπώνει ρητά την επιφύλαξη κάθε νόμιμου δικαιώματός του στην διαδικασία καταβολής των επιδομάτων προυπηρεσίας.
Η ΓΣΕΕ
«Η ΓΣΕΕ υπερασπίστηκε, με νομικά επιχειρήματα, ότι οι προσαυξήσεις των τριετιών δεν έχουν καταργηθεί, αφού η αρμοδιότητα του υπουργού Εργασίας να καθορίζει τον κατώτατο μισθό και ημερομίσθιο οριοθετήθηκε νομοθετικά και αφορά μόνο στο ελάχιστο ποσό αναφοράς, χωρίς να θιγούν οι διατάξεις των προσαυξήσεων των τριετιών, οι οποίες εξακολουθούν να ισχύουν κανονικά», αναφέρει η ΓΣΕΕ που παραστάθηκε στη δίκη. Σύμφωνα με το τριτοβάθμιο συνδικάτο του ιδιωτικού τομέα, ο ΣΕΒ και άλλες εργοδοτικές οργανώσεις υποστήριξαν ότι οι νομοθετικές διατάξεις για τις τριετίες έχουν καταργηθεί.