Ελληνες μετανάστες, θύματα δουλεμπόρων, ταξιδεύουν, μερόνυχτα, μέσα σε αμπάρια πλοίων για τη… Γη της Επαγγελίας και δεν είναι λίγοι αυτοί που πεθαίνουν στο ταξίδι.
του Σταύρου Μαλαγκονιάρη
Ανάμεσά τους και μικρά παιδιά, 10 και 12 ετών, που, εάν και όταν φτάσουν στον προορισμό τους, θα εργάζονται, για χρόνια, 12, 14 ακόμα και 19 ώρες τη μέρα και μετά θα κοιμούνται, ομαδικά, σε βρόμικα, ανήλιαγα υπόγεια ή αποθήκες, χωρίς να πληρώνονται, μέχρι να εξοφλήσουν το εισιτήριό τους στο «αφεντικό», ο οποίος στην πραγματικότητα ήταν ο… ιδιοκτήτης τους.
«Εκινείτο ως εάν ήτο εκατοντούτοις και ρευματικός», περιέγραφε, με ανατριχιαστικό τρόπο, μια εφημερίδα του Σικάγου ένα μικρό Ελληνόπουλο, που εργαζόταν στο στιλβωτήριο δύο Ελλήνων, «δεν ήτο οκνηρία. Ητο κουρασμένος – τόσον κουρασμένος ώστε δεν ηδύνατο να σύρη την ψήκτραν [= βούρτσα] επί των ρυπαρών υποδημάτων».(1)
Και σε κάποια άλλη πόλη, νεαρές Ελληνίδες χορεύτριες να προσφέρουν πικάντικο θέαμα ή απλά «ανήθικο» σε Αμερικανούς.
Το χειρότερο; Οι εκμεταλλευτές είναι πάντα «φιλεύσπλαχνοι» συμπατριώτες των θυμάτων τους!
Σκληρές εικόνες τού χθες, που φτάνουν, όμως, μέχρι σήμερα, με άλλους πρωταγωνιστές, τους εξαθλιωμένους μετανάστες ασιατικών και αφρικανικών κρατών, οι οποίοι αναζητούν τη δική τους Γη της Επαγγελίας στην Ελλάδα ή σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη.
Οπως ακριβώς έκαναν οι Ελληνες στις αρχές του 20ού αιώνα, που έφευγαν από τον τόπο τους για την αμερικανική ήπειρο ψάχνοντας ένα καλύτερο αύριο. Δυστυχώς, όμως, πολλοί δεν το έβρισκαν ποτέ.
Φρίκη και οίκτος
Στις εφημερίδες της εποχής «ξεδιπλώνονται» πολλές από τις δραματικές ιστορίες των Ελλήνων μεταναστών, που έπεφταν θύματα αδίστακτων εκμεταλλευτών της ανθρώπινης δίψας για καλύτερη ζωή.
Μια τέτοια είδηση δημοσιεύεται, τη μεθεπόμενη μέρα των Χριστουγέννων του 1905, σε αθηναϊκές εφημερίδες («Το Αστυ» κ.ά.):
«Επάνοδος Ελλήνων εκ Βραζιλίας […] αφίχθησαν πέντε Ελληνες μεταναστεύσαντες προ πέντε μηνών εξ Ελλάδος διά Βραζιλίαν. Η θέα των πέντε εκείνων ατυχών είναι απελπιστικωτάτη εμπνέουσα αληθώς την φρίκην και τον οίκτον. […] Και αυτά τα ενδύματα επώλησαν όπως λάβωσι το εισιτήριόν των διά την Ελλάδα».
Από αλλού (εφημερίδα «Ατλαντίς» της Ν. Υόρκης) θα πληροφορηθούμε ότι αρχικά είχαν φύγει από την Πάτρα για τη Βραζιλία περισσότερα άτομα, όλοι από χωριά της Μεσσηνίας, αλλά περίπου 40 πέθαναν κατά τη μετακίνησή τους από τη μία πόλη στην άλλη «και ετάφησαν ως κύνες οι δύσμοιροι εις τας ερήμους της αξένου εκείνης χώρας».
Περιορισμοί
Ομως, ούτε και οι Ηνωμένες Πολιτείες αποδεικνύονταν φιλόξενες για πολλούς Ελληνες μετανάστες.
Μετά την υποδοχή ενός μεγάλου κύματος μετανάστευσης, που είχε εμφανιστεί τα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα, από ευρωπαϊκά και ασιατικά κράτη, το 1906 άρχισαν «σιωπηρά» να λαμβάνονται περιοριστικά μέτρα.
Το πρώτο μέτρο αφορούσε τον αποκλεισμό μεταναστών από την Ιαπωνία, την Κορέα και άλλα κράτη της Απω Ανατολής. Αφορμή είχαν σταθεί οι διαμαρτυρίες εργατών σε πολιτείες των ακτών του Ειρηνικού, που φοβούνταν ότι θα χάσουν τις δουλειές τους από τους χαμηλόμισθους Ασιάτες.
Αντίθετα, στη Νέα Υόρκη πολλοί επιχειρηματίες, που έβλεπαν θετικά την ύπαρξη ενός διαθέσιμου δυναμικού, έτοιμου να χρησιμοποιηθεί είτε ως απεργοσπαστικός μηχανισμός είτε για να μειωθούν τα μεροκάματα, επιχειρηματολογούσαν υπέρ της αθρόας μετανάστευσης.
Ωστόσο φαίνεται ότι η ξενοφοβία επεκτεινόταν και είναι ενδεικτικό ότι στα τέλη Απριλίου 1906 στο δημοτικό συμβούλιο του Σικάγου έγινε εισήγηση για να απαγορευτεί σε μη Αμερικανούς πολίτες να λειτουργούν ξενοδοχεία, οπωροπωλεία και ζαχαροπλαστεία.
Επειδή τα περισσότερα απ’ αυτά τα λειτουργούσαν Ελληνες και Ιταλοί, που δεν είχαν πολιτογραφηθεί Αμερικανοί πολίτες, κινδύνευαν, εφόσον η εισήγηση γινόταν αποδεκτή, να τα χάσουν και οι επιχειρήσεις τους να περάσουν σε χέρια Αμερικανών!
Αυτό το διάστημα, πολλοί Ελληνες, που αναχωρούσαν από την πατρίδα αναζητώντας ένα καλύτερο αύριο, ταξιδεύοντας ακόμα και μέσα σε αμπάρια, διαπίστωναν, με απελπισία, ότι η Υπηρεσία Μετανάστευσης των ΗΠΑ τούς απαγόρευε την είσοδο και υποχρεώνονταν να γυρίσουν μπρος-πίσω.
Η απαγόρευση εισόδου γινόταν με διάφορες δικαιολογίες. Η συνηθέστερη ήταν ότι είχαν προσυμφωνημένη εργασία, πράγμα που θεωρούνταν «σωματεμπορία». Ομως, πραγματική αιτία ήταν ότι οι ΗΠΑ είχαν αποφασίσει να περιορίσουν την είσοδο μεταναστών, τουλάχιστον σε κάποιες Πολιτείες.
Ενα τέτοιο «φορτίο» περίπου 100 μεταναστών επέστρεψε, στις αρχές Ιουνίου του 1906, στον Πειραιά. Αγανακτισμένοι και ταλαιπωρημένοι απειλούσαν με επεισόδια καθώς απαιτούσαν από το πρακτορείο, που είχε εκδώσει τα εισιτήριά τους, να τους επιστρέψει τα χρήματά τους.
Οπως έγραψαν οι εφημερίδες της εποχής («Αθήναι» φ.1 και 2/6/1906), είχαν αναχωρήσει, προ διμήνου, μαζί με άλλους 600 μετανάστες με το ατμόπλοιο «Αναγέννησις».
Κατά μία εκδοχή τούς απαγορεύτηκε η είσοδος στις ΗΠΑ επειδή κρίθηκε ότι ήταν «απεσταλμένοι επί συστάσει» και αυτό θεωρούνταν «σωματεμπορία».
Ετσι, υποχρεώθηκαν να επιβιβαστούν σε άλλο ατμόπλοιο, που τους μετέφερε στη Μασσαλία. Από εκεί, με άλλο πλοίο έφτασαν στην Πάτρα, απ’ όπου πήγαν σιδηροδρομικώς στον Πειραιά.
Από την πλευρά τους, οι μετανάστες κατήγγειλαν ότι «αφορμή της απελάσεως ήταν η ακαθαρσία του πλοίου» και «η συσσώρευσίς των σαρδεληδόν εις τα πλέον βρωμερά μέρη του πλοίου».
Να σημειωθεί ότι εάν δεν επιτρεπόταν σε μετανάστη η είσοδος στις ΗΠΑ για λόγους υγείας, τότε το πρακτορείο υποχρεούνταν να επιστρέψει το ναύλο, καθώς θεωρούνταν ότι η υγεία του είχε κλονιστεί στη διάρκεια του πολυήμερου ταξιδιού. Και όπως φαίνεται, οι άθλιες συνθήκες μεταφοράς δεν ήταν ασυνήθιστες.
Λίγους μήνες νωρίτερα, 20 μετανάστες κατήγγειλαν (εφ. «Ατλαντίς» της Νέας Υόρκης) ότι πείστηκαν από πράκτορες και ταξίδεψαν με ιταλική εταιρεία, η οποία στη Νάπολη τους έριξε σε καταγώγια να διανυκτερεύσουν και κατόπιν τους παρέδωσε σε άλλη εταιρεία, η οποία τους μετέφερε «δίκην κτηνών εις Αμερικήν εις βρωμερούς θαλάμους, με αηδές ύδωρ και αηδή φαγητά επί 20 ημέρας, καθ’ ας εξηντλήθησαν, ώστε μετά ένα μήνα ανέλαβον τας δυνάμεις των».
Μάλιστα, σε αρκετές περιπτώσεις είχαν συλληφθεί στις ΗΠΑ οι πλοίαρχοι ατμόπλοιων επειδή δεν παρείχαν επαρκή και καθαρή τροφή και καθαρούς κοιτώνες σε επιβάτες της τρίτης θέσης.
Νεκροί 20 Ελληνες
Πάντως, στην Ελλάδα ιδιαίτερη αίσθηση είχαν προκαλέσει οι αποκαλύψεις για ένα δραματικό ταξίδι μεταναστών, στο οποίο έχασαν τη ζωή τους περίπου 20 άτομα!
Το θέμα έφτασε και στη Βουλή, όπου βουλευτής ανέφερε πως «κατόπιν μακροχρόνιου πλου, τριπλάσιο από το κανονικό, και εξαιτίας του βασανιστικού ταξιδιού απεβίωσαν 20 απ’ αυτούς!»
Από εφημερίδες της εποχής προκύπτει ότι το εφιαλτικό ταξίδι ξεκίνησε, στα μέσα Μαρτίου, από την Πάτρα, με το ατμόπλοιο «Σοφία Χόχεμβεργ», μιας αυστρο-αμερικανικής εταιρείας, της οποίας τα πλοία γίνονταν συχνά αντικείμενα καταγγελιών.
Στο πλοίο είχαν επιβιβαστεί πάνω από 500 μετανάστες, κυρίως από πόλεις και χωριά της Πελοποννήσου και πολλοί άλλοι από άλλες βαλκανικές χώρες. Ωστόσο, σε περίπου 200 άτομα απαγορεύτηκε η είσοδος στις ΗΠΑ και αναγκάστηκαν να επιβιβαστούν ξανά στο πλοίο για να επιστρέψουν στον τόπο τους.
Σύμφωνα με εφημερίδες των Πατρών («Νέος Αιών Πατρών», φ. 14.5.1906) κατά τον κατάπλου του πλοίου στο λιμάνι της Αχαΐας έγινε γνωστό ότι στη διάρκεια του ταξιδιού πέθαναν έξι άτομα, δύο Ελληνες και τέσσερις ξένοι μετανάστες.
Οι πράκτορες του πλοίου στην Πάτρα με πληρωμένη καταχώριση στον Τύπο ισχυρίζονταν ότι πέθανε μόνον ένας και πως το ταξίδι δεν ήταν «περιπετειώδες», αλλά με ανέσεις, και έγινε σε 14,5 ημέρες. Ωστόσο, το θέμα έφτασε στη Βουλή και κατά τη συζήτηση (Συνεδρίαση ΚΕ’ της 23ης Μαΐου 1906) ο βουλευτής Ιωάννης Κουντουριώτης, αδελφός του ναυάρχου και μετέπειτα Προέδρου της Δημοκρατίας Παύλου Κουντουριώτη, κατήγγειλε ότι «απέθανον 20 περίπου εξ αυτών ένεκεν της ελεεινής καταστάσεως των ατμοπλοίων τούτων».
Στην ίδια συνεδρίαση, ο Στέφανος Δραγούμης επισήμανε «τας μετ’ απατηλών υποσχέσεων ενεργείας εργολάβων αληθούς σωματεμπορίας», ζητώντας από την κυβέρνηση «όπως λάβη μέριμναν προς καταστολήν του προσηλυτισμού των διαφόρων εταιρειών των επαγγελλομένων πολλάς υποστηρίξεις εις τους μετανάστας εξ ων ούτοι παρασύρονται και πίπτουσι θύματα αυτών».
Σε επόμενη συνεδρίαση της Βουλής (Συνεδρίαση ΛΕ’ της 3ης Ιουνίου 1906), με αφορμή νέες καταγγελίες μεταναστών, για την εκμετάλλευση, που υφίσταντο από τις εταιρείες και τους πράκτορές τους, πολλοί βουλευτές κατήγγειλαν με δριμύτητα την κατάσταση των πλοίων και ζήτησαν τη λήψη μέτρων για να σταματήσουν οι πράκτορες να εξαπατούν «τοιουτοτρόπως τους δυστυχείς αυτούς ανθρώπους».
Οι ανήλικοι
Το ίδιο διάστημα, στις ΗΠΑ κυριαρχούσε ένα άλλο συγκλονιστικό θέμα: η εκμετάλλευση ανήλικων Ελληνόπουλων, που έφταναν εκεί για να δουλέψουν κάτω από άθλιες συνθήκες, σε στιλβωτήρια ή άλλες επιχειρήσεις Ελλήνων, που εμφανίζονταν ως συγγενείς τους. Η έρευνα ξεκίνησε τον Φεβρουάριο του 1906, όταν ένας υγειονομικός επιθεωρητής ανακάλυψε στην πόλη Μολίν της Πολιτείας του Ιλινόις ένα σπίτι «μολυσματικής ρυπαρότητας» με τέσσερα δωμάτια και 10 κρεβάτια. Σε κάθε κρεβάτι αλλά και στο πάτωμα υπήρχαν βρόμικα κλινοσκεπάσματα. Εκεί κοιμούνταν κάθε βράδυ 25 Ελληνες! (2)
Την επόμενη μέρα ένας βουλευτής κατήγγειλε ότι στο Σικάγο, τη μεγαλύτερη πόλη του Ιλινόις, εργάζονταν Ελληνόπουλα σε στιλβωτήρια, «κρατούμενοι εν πραγματική δουλεία».
Υπολογιζόταν, δε, ότι σε 30 στιλβωτήρια, που βρίσκονταν στο κατώτερο μέρος του δυτικού τμήματος της πόλης, εργάζονταν τουλάχιστον 200 παιδιά, με μέσο όρο ηλικίας τα 15 χρόνια.
«Λέγεται ότι οι παίδες ούτοι μετακομίζονται εν τη πόλει ταύτη υπό συμβόλαιον», έγραφε στις 19 Φεβρουαρίου 1906 η ομογενειακή εφημερίδα «Ατλαντίς» της Νέας Υόρκης.
Το «συμβόλαιο» προέβλεπε ότι η αμοιβή του κάθε παιδιού θα ήταν 100 δολάρια τον χρόνο, λιγότερα από 30 σεντς τη μέρα, μαζί με την τροφή και την κατοικία τους.
Ωστόσο, οι περισσότεροι δεν τα έβλεπαν ποτέ αυτά τα 100 δολάρια, τα οποία –στην καλύτερη περίπτωση– στέλνονταν στους γονείς τους στην Ελλάδα και οι ίδιοι λάμβαναν, κατά διαστήματα, μόλις 10 σεντς «διά να κόψωσι τα μαλλιά των», όπως είπε ένα από τα μεγαλύτερα παιδιά. Τα παιδιά αυτά εργάζονταν 10 έως 14 ώρες και μετά κοιμούνταν όλα μαζί σε σκληρά κρεβάτια στο πίσω μέρος του στιλβωτηρίου ή σε ακάθαρτα στρώματα στο υπόγειο και τρέφονταν πολύ άσχημα.
Ξυλοδαρμοί
Οταν, δε, κάποια απ’ αυτά διαμαρτύρονταν για την υπερβολική εργασία, υφίσταντο ξυλοδαρμούς από τα αφεντικά τους ή τους «θείους» τους, όπως τους αποκαλούσαν.
Ανάλογες αποκαλύψεις έγιναν και για άλλες πόλεις, όπως το Κολόμπους της Πολιτείας του Οχάιο, το Κολοράντο, το Τζάκσον του Μίσιγκαν, όπου ο μέσος όρος ηλικίας των παιδιών ήταν ακόμα μικρότερος, στα 10 χρόνια, κ.ά.
Οι αμερικανικές αρχές δεν φαίνεται να έδειξαν ουσιαστικό ενδιαφέρον για αυτά τα παιδιά καθώς το μόνο που ζήτησαν ήταν ν’ αρχίσουν να πηγαίνουν σχολείο, αλλά ούτε καν αυτό επιβλήθηκε. Παράλληλα, οι έρευνες σταματούσαν σε «κλειστά στόματα» τόσο μεταξύ των ενηλίκων της ελληνικής παροικίας όσο και των ανήλικων θυμάτων, που φοβούνταν ότι εάν μιλούσαν θα απελαύνονταν.
Ωστόσο, σταδιακά αποκαλύφθηκαν πλευρές αυτής της σκληρής μορφής παιδικής εκμετάλλευσης, στην οποία πρωταγωνιστικό ρόλο είχαν «κυκλώματα» ατόμων που «ψάρευαν» παιδιά από επαρχιακές πόλεις, έρχονταν σε συμφωνία με τους γονείς τους τάζοντας τον… ουρανό με τ’ άστρα και τα έστελναν στις ΗΠΑ, όπου άλλοι συνεργοί τους αναλάμβαναν να τα μοιράσουν στους «θείους», που τα έπαιρναν στη δούλεψή τους.
«Λέγεται ότι κατά την αναχώρησή τους από την Ελλάδα υπογράφουν συμφωνητικό, με το οποίο δεσμεύονταν ότι για το αντάλλαγμα του εισιτηρίου θα εργάζονται για ορισμένα χρόνια για λογαριασμό προσώπου, οριζόμενου υπό της “εταιρείας”. Φτάνοντας δηλώνουν ότι έρχονται για συνάντηση των γονέων τους», έγραφε στις 12 Μαΐου 1906 η εφημερίδα «Ατλαντίς».
Κυκλώματα
Οι αποκαλύψεις έφτασαν και στην Αθήνα. Μάλιστα, ο πρέσβης των ΗΠΑ είχε κάνει διάβημα στον υπουργό Εξωτερικών Σκουζέ για να σταματήσει η μετάβαση στις ΗΠΑ ανηλίκων, «τους οποίους διάφοροι φαύλοι εκμεταλλευταί σωματέμποροι μεταχειρίζονται ως κτήνη, πωλούντες και αγοράζοντες αυτούς».
Φαίνεται ότι ο πρέσβης των ΗΠΑ ενημέρωσε, ακόμα, για την εμπλοκή στο σύστημα σωματεμπορίας ανηλίκων και ενός Ελληνα προξένου. Γι’ αυτό, όπως έγραψαν οι εφημερίδες («Σφαίρα» φ. 19.5.1907) ο υπουργός Εξωτερικών ανακοίνωσε την παύση του προξένου και τη λήψη μέτρων για να σταματήσει αυτή η εκμετάλλευση ανηλίκων.
Ομως, λίγους μήνες αργότερα, ένα αποκαλυπτικό ρεπορτάζ της εφημερίδας «Ακρόπολις» (φ. 27.10.1907) αποδείκνυε ότι ανήλικα παιδιά συνέχιζαν να στέλνονται από τους γονείς τους στις ΗΠΑ, χωρίς να γνωρίζουν ότι έπεφταν θύματα σκληρής εκμετάλλευσης. Με την ελπίδα για μια καλύτερη ζωή, που ελάχιστοι έβρισκαν τελικά…
Πηγές:
1. Εφημερίδα του Σικάγου «Inter Ocean» 15.2.1906 / «Ατλαντίς» 19.2.1906
2. Εφημερίδα «Ατλαντίς» 19.2.1906
• Εφημερίδες «Αστυ», «Ατλαντίς», «Ακρόπολις», «Αθήναι», «Εμπρός», «Σκριπ»
Αναδημοσίευση από το efsyn.gr