«Sans Rival», η ναυαρχίδα της οδού Λιοσίων

0

Πάνω από τον Σταθμό Λαρίσης, σε ένα αστικό τοπίο γεμάτο αντιφάσεις, ο αέρας φέρνει ιστορίες και οι σκιές απλώνουν σε πεζοδρόμια χιλιοπερπατημένα.

του Νίκου Βατόπουλου

Ανέβαινα την οδό Ηπείρου για να βγω στη Λιοσίων και είχα την ελαφράδα του βηματισμού εκείνου που δεν πιέζεται ούτε από χρόνο ούτε από ξένες σκέψεις. Ημουν αφιερωμένος στη Λιοσίων με έναν τρόπο μετανοούντος εραστή, έφερνα τα βήματά μου ολόγυρα και τα άφηνα να σέρνονται ακόμη και δίπλα σε άχαρες πολυκατοικίες του ’70 με υποστυλώματα ντυμένα γκρίζες ορθομαρμαρώσεις.




Ενιωθα, όμως, ότι εκεί, στην Ηπείρου, και σε λιγότερο γνωστούς δρόμους, όπως στη Νικομηδείας, στη Θράκης ή στην Κρήτης, μπορούσα να δω αυτό που ήξερα ότι υπάρχει: τη χειμερία νάρκη διαρκείας μιας αστικής ζωής που δεν τη φανταζόμουν ως ονειροβασία, αλλά την έβλεπα στα σπλάχνα της, αυτά τα ξερά κελύφη που έστεκαν σαν πέτρινες τούφες στις γωνίες ή στα στενά. Περνούσα και μετρούσα τα σπίτια τα κλειστά, Λιοσίων 35, Λιοσίων 29, Λιοσίων 17, Λιοσίων 15… σαν συλημένοι τάφοι μιας απροσδιόριστης εποχής, έχασκαν ανοιγμένοι με τα κτερίσματά τους άφαντα, με τα σώματα που τα κατοίκησαν να έχουν γίνει ατμός.

Κι όμως, εκείνα τα κεραμίδια με τα ατίθασα χορτάρια, οι μαντεμένιοι γρύπες και οι αρ νουβό κορνίζες σε κάποια ανοίγματα, μου έγνεφαν σε ένα καθεστώς συνομολογημένης σιωπής. Γιατί έτσι έπρεπε. Εσερνα τα βήματά μου στα πεζοδρόμια της Λιοσίων σε ένα κλίμα ερημιάς, με έναν ήλιο χλωμό και έναν αέρα χλιαρό. Ηθελα να φτάσω στη γωνία της οδού Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, έναν τόσο όμορφο δρόμο, άλλοτε, στην παλιά γειτονιά του Αγίου Παύλου. Νοερά έστελνα χαιρετίσματα στα παιδιά που έπαιζαν στους χωματόδρομους εκεί γύρω το 1938 και το 1951, εκεί που κάποια άλλα βήματα χάραζαν τις πορείες τους γενιές πίσω. Στη γωνία Λιοσίων και Κωνσταντίνου Παλαιολόγου ήξερα πως θα βρω έναν παλιό γνώριμο.

Το παλιό ξενοδοχείο «Sans Rival» χτίστηκε με τον αέρα μιας μεγάλης λεωφόρου. Δεν φταίει που ορθώθηκε σε ένα πιο ταπεινό σταυροδρόμι, έχει όλα τα προσόντα για να αναπνέει έναν αέρα που παραπέμπει στην αύρα ενός κινηματογραφικού «Hotel Budapest». Είναι κλειστό χρόνια τώρα, όσοι ανιχνεύουν την Αθήνα το φωτογραφίζουν και το μνημονεύουν, αλλά και αυτό, όπως ακούγεται, είναι έτοιμο για νέα ζωή. Το παρατηρώ και πάλι για να χορτάσω τη διακοσμητική του χάρη, σε εκείνη τη στροφή μιας συνοικιακής αρ νουβό με έναν επαναστατημένο, γεμάτο εξάρσεις εκλεκτικισμό.

Στην πρώτη διαφημιστική καρτ ποστάλ του «Sans Rival» που έχω στα χέρια μου, οι πινακίδες τυλίγουν τα μπαλκόνια της γωνίας, όπως συνηθιζόταν τότε. Ισως στη δεκαετία του ’50 να μπήκε η επιγραφή, που είναι πλέον καρφωμένη στη στέψη, τόσο ατμοσφαιρική με εκείνη τη γραμματοσειρά με την τεράστια συνειρμική δύναμη.

gkkt_06_0803_page_1_image_0002

Οι πρώτοι ιδιοκτήτες και διευθυντές, αδελφοί Νικ. Πολίτη ήταν προφανώς, και δικαίως, υπερήφανοι να διαφημίζουν το ξενοδοχείο τους πριν από περίπου 95 χρόνια ως «ένα μέγα ξενοδοχείο ύπνου» με 50 δωμάτια, που είχε χτιστεί εξαρχής γι’ αυτόν τον σκοπό, «μεγαλοπρεπές και εφάμιλλον των μεγάλων ευρωπαϊκών ξενοδοχείων». Σε όλα τα δωμάτια τρεχούμενο νερό και με δυνατότητα θερμού λουτρού. Σκέφτομαι το «Sans Rival», εκεί στη γωνία με τα νεοκλασικά σπίτια της Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, ολόφωτο το βράδυ, με τα αναγνωστήρια και τα καπνιστήριά του, με κουρείο ανδρών και κομμωτήριο γυναικών (με ιδιαίτερη είσοδο), με εστιατόριο «μετά τελειοτάτης ελληνικής και ευρωπαϊκής κουζίνας». Σκέφτομαι και την υπηρεσία που ήταν «προθυμοτάτη και γλωσσομαθής». Δυο βήματα από τον Σταθμό Λαρίσης και σχετικά κοντά στην Ομόνοια, το «Sans Rival» ήταν ένας αυτάρκης κόσμος που κατέρρευσε ολοσχερώς. Αναμένοντας μια νέα ζωή.

πηγή: Έντυπη Καθημερινή



Leave A Reply

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.