της Αγγελικής Σπανού
“Είναι σίγουρο πως, όταν περάσει η κρίση, θα βλέπουμε αλλιώς τους ανθρώπους που γεμίζουν τα ράφια των σούπερ μάρκετ. Θα ανησυχούμε αν το παλικάρι στο μηχανάκι δεν φοράει το κράνος του. Και θα λέμε καλημέρα στις γυναίκες και στους άντρες που θα αδειάζουν τους κάδους της γειτονιάς μας. Δεν θα είναι πια αόρατοι όπως ήταν, ίσως, για κάποιους. Πολλοί έπρεπε να βάλουν την προστατευτική μάσκα για να λάμψει από πίσω της το φωτεινό τους πρόσωπο”.
Ηταν ένα ευχάριστο ξάφνιασμα η αναφορά του Κυριάκου Μητσοτάκη στους ανθρώπους που “δίνουν ζωή στη ζωή μας” , στα παιδιά που μεταφέρουν έτοιμο φαγητό , στους εργαζόμενους που κρατούν νύχτα-μέρα τις πόλεις καθαρές, στους υπαλλήλους στα καταστήματα τροφίμων. Ο πρωθυπουργός έδειξε ενσυναίσθηση και ευαισθησία κοιτάζοντας τους εργαζόμενους που περνούν απαρατήρητοι σε συνθήκες κανονικότητας. Τώρα με τον κοροναϊό ανάμεσά μας έγιναν ορατοί. Γιατί αυτοί κάνουν τη δουλειά τους όπως πριν, χωρίς καραντίνα και τηλε-εργασία, δεν έχουν βγει σε αναστολή, και είναι καθημερινά εκτεθειμένοι. Το να αναφέρεται ο πρωθυπουργός σ αυτούς στο τηλεοπτικό του μήνυμα είναι ένδειξη σεβασμού, μια κάποια ηθική δικαίωση.
Και μετά; Αφού πλέον αναγνωρίζεται στο πιο υψηλό επίπεδο η δυσκολία του επαγγέλματός τους και η σημασία του για την κοινωνική ευτυχία θα βελτιωθούν κάπως οι όροι εργασίας τους; Θα γίνει κάτι με τις αμοιβές, τα ωράρια και την εργασία στις αργίες; Θα είμαστε όλοι ευγενέστεροι μαζί τους; Θα πάψουμε να εκνευριζόμαστε με την ταμία στο σούπερμάρκετ επειδή η ουρά είναι μεγάλη; Θα δίνουμε καλό φιλοδώρημα στον ντελιβερά; Θα καλημερίζουμε την οδοκαθαρίστρια στη γειτονιά μας; Θα λέμε “ευχαριστώ” περνώντας τα διόδια; Θα θυμόμαστε ότι κάνουν μια πολύ σκληρή δουλειά και ότι, το λιγότερο, που τους χρωστάμε είναι ένα χαμόγελο και μια σκέψη
«Έχεις προσέξει ποτέ τα χέρια της ταμία στο σουπερμάρκετ που ψωνίζεις; Ξέρεις το όνομα του ντελιβερά που σου φέρνει την παραγγελία σου; Είναι ερωτευμένη η κυρία στα διόδια; Πώς αντέχει την μπόχα η οδοκαθαρίστρια; Τι σκέφτεται μια τηλεφωνήτρια όταν τελειώνει η βάρδια; Βαριέται μια ταξιθέτρια βλέποντας την ίδια παράσταση κάθε βράδυ; Ποιος έχει πιο πολύ στρες, ο παρκαδόρος στο πλοίο ή ένας τραυματιοφορέας; Πόσα μαθαίνει ένας θυρωρός σε μεγάλο κτίριο; Τι νιώθει ένας δικαστικός κλητήρας την ώρα της έξωσης; Και τι ζωή είναι αυτή; Υπάρχει πόνος, έλλειψη, απελπισία ή μόνο ανία, μοναξιά και εσωτερική ακινησία; Συνηθίζεται η πλήξη ή γίνεται όλο και πιο ανυπόφορη; Αντέχεται η απόσταση από τους άλλους και ο καταναγκασμός της επανάληψης; Και όλοι αυτοί, οι απαρατήρητοι, πώς μας βλέπουν; Τι σκέφτονται για εμάς;
Σίγουρα πολύ περισσότερα απ’ όσα εμείς γι’ αυτούς. Δεν τους αναγνωρίζουμε, δεν τους προσέχουμε, δεν μας ενδιαφέρει να τους ακούσουμε. Και ίσως κάτι χάνουμε. Γιατί εκείνοι μας ξέρουν καλά. Κάποιες φορές καλύτερα απ’ όσο εμείς οι ίδιοι τον εαυτό μας».
πηγή: economico.gr