Ενας τρόπος να δει κανείς την πορεία της Ελλάδας στον εικοστό αιώνα είναι και μέσα από την ανατομία των κοινωνικών ανακατατάξεων. Ξεφυλλίζω την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, πολυσέλιδη και πλούσια εικονογραφημένη έκδοση για τα 100 χρόνια από την ίδρυση (1919) της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδας, ένα λεύκωμα με εμπεριστατωμένα κείμενα και έρευνα του Νίκου Ποταμιάνου, που, συστηματικά μελετάει την οικονομική και κοινωνική ιστορία.
του Νίκου Βατόπουλου
Τα «100 χρόνια ΓΣΕΒΕΕ» είναι ένα εκδοτικό εγχείρημα του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων ΓΣΕΒΕΕ που εμπλουτίζει τον αναγνώστη με γνώσεις και εικόνες. Θα έλεγα, όμως, ότι επί της ουσίας οργανώνει το βλέμμα μας πάνω στην αθόρυβη επανάσταση. Και αυτή είναι η γέννηση της μικροαστικής τάξης, η ωρίμανση της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας, η απόσταση από το πατροπαράδοτο μοντέλο αστών και αγροτών.
Η αθόρυβη επανάσταση του μετασχηματισμού της ελληνικής κοινωνίας μεταφράζεται στη διάπλαση της ανατομίας της με τη δημιουργία της ραχοκοκαλιάς της. Οι βιοτέχνες, οι επαγγελματίες, οι έμποροι, όσοι γύριζαν τα γρανάζια της οικονομίας και στήριζαν την κοινωνία με τους βασικούς αρμούς της, οργανώθηκαν με τα σωματεία και τις συντεχνίες τους στη μεγάλη Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών και Βιοτεχνών Ελλάδας ήδη από το 1919. «Η ΓΣΕΒΕΕ πολύ γρήγορα θα εξαπλωθεί, εντάσσοντας στις τάξεις της ομοσπονδίες, σωματεία, συνδέσμους, συντεχνίες, αδελφότητες επαγγελματιών και βιοτεχνών από όλη την Ελλάδα, φτάνοντας από τα 200 μέλη το 1921 στα 550 το 1925». Ηταν και αυτό μια στροφή προς την ωριμότητα της ελληνικής κοινωνίας και ο βηματισμός της σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα.
Οι μικροεπαγγελματίες και οι βιοτέχνες αντανακλούν την πορεία της μικρής κλίμακας, αρχικά, επιχειρηματικότητας, του ιδιαίτερου εκείνου είδους που γεννήθηκε μέσα στο μικροκλίμα της ελληνικής κοινωνίας και που εκπροσώπησε ένα συγκεκριμένο οικονομικό μοντέλο και εργασιακό ήθος. Για πολλές δεκαετίες, ώς τα πρόσφατα χρόνια, οι επαγγελματοβιοτέχνες και οι έμποροι ήταν οι στυλοβάτες της κοινωνίας, αιμοδοτούσαν μια τεράστια οικονομική αλυσίδα, ήταν έκφραση ενός κοινωνικού μοντέλου, μιας οικογενειακής ιεραρχίας, μιας μικροαστικής ατμόσφαιρας. Στην Ελλάδα, με τη βιομηχανία να οργανώνεται σε μεγάλες μονάδες μετά το 1930, η βιοτεχνία ήταν έκφραση ενός διαρκώς εξελισσόμενου αστισμού που μαζί με τις δεκάδες ειδικότητες επαγγελμάτων ανταποκρινόταν στην ολοένα και πιο επεξεργασμένη οργάνωση της ελληνικής κοινωνίας.
Αυτός ο διαρκής μετασχηματισμός μέσα στο σώμα του εικοστού αιώνα, γεννήθηκε ως κοινωνικό μοντέλο στα τέλη του 19ου αιώνα, ιδίως μετά το 1875 και την επιτάχυνση του εξαστισμού της χώρας, Οι μεταβολές αυτές εντάθηκαν με την εδαφική εξάπλωση μετά το 1913. Οι νέες συνθήκες, με τα πολλά εργατικά χέρια και τις νέες αγορές, δοκιμάστηκαν και πάλι μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, που, στην ουσία έθεσε τα θεμέλια για την ευρεία μικροαστική οργάνωση της ελληνικής κοινωνίας, την απόκτηση νέων δεξιοτήτων, τη δημιουργία νέας ζήτησης και νέων προϊόντων σε περίοδο επιταχυνόμενου εκσυγχρονισμού σε διάφορες φάσεις από το 1930 ώς τις μεταπολεμικές δεκαετίες.
Ολος αυτός ο κόσμος, πολυσύνθετος και κινητικός, είχε αιτήματα, ανάγκες, διεκδικήσεις, υποχρεώσεις και δικαιώματα. Μέσα από τον χώρο της βιοτεχνίας και του μικροεμπορίου αναδύθηκαν επίσης και πολλές γυναίκες στον εργασιακό στίβο, πριν καν η γυναίκα αποκτήσει δικαίωμα ψήφου στην Ελλάδα. Νέα επαγγέλματα, σωματεία και ομοσπονδίες εντάσσονται διαρκώς στους κόλπους της ΓΣΕΒΕΕ, κάποια παλαιότερα εξαφανίζονται, άλλα συνεχίζουν, υπάρχουν παράλληλες ιστορίες (με έμφαση σε επαγγελματικές ιδιαιτερότητες ή γεωγραφικούς προσδιορισμούς) που μπλέκονται όλες μαζί σε ένα γενικό κύμα μεταβολών. «Η Ομοσπονδία της Καλαμάτας, π.χ., αντιπροσώπευε το 1937 σωματεία επαγγελμάτων που αργότερα εξασθένησαν ή και εξαφανίστηκαν (αμαξάδες, κατασκευαστές κάρων, πετάλων, σελών, κ.ά.). Αυτό δεν την εμπόδισε όμως να συνεχίσει την πορεία της στον χρόνο, με την εισαγωγή νέων σωματείων, επιβιώνοντας έως σήμερα».
Η διάχυση των μικροεπαγγελματιών στην ελληνική κοινωνία αντανακλάται και στον τρόπο οργάνωσης της αστικής συνοικίας σε όλες τις πόλεις, μικρές και μεγάλες. Οι ανάγκες της γειτονιάς εξυπηρετούνται, στο πρώτο στάδιο εξαστισμού, από το μικροεμπόριο των λιανικών καταστημάτων που συμβάλλουν και στην κοινωνική συνοχή.
Από την παλαιότερη όψη της συνοικίας με τα μονώροφα και τα διώροφα ώς την ανοικοδόμηση με πολυκατοικίες, η κοινωνική οργάνωση στηρίχθηκε επί δεκαετίες στην άμεση πρόσβαση σε αγαθά και υπηρεσίες, από το μπακάλικο ώς τη μοδίστρα και από το ψιλικατζίδικο ώς τις ειδικότητες επισκευών και συντήρησης.
Η ίδια η Αθήνα είχε (και έχει) ένα γαλαξία συνοικιών με τοπική ιεράρχηση και οργάνωση που συνέκλιναν όλες στο υπερτοπικό εμπορικό κέντρο της πρωτεύουσας που έδινε στην πόλη και την ιδιαίτερη φυσιογνωμία της. Είναι αδύνατον να κατανοήσει κανείς την αστική εξέλιξη χωρίς τις βιοτεχνίες, τους επαγγελματίες και το εμπόριο, τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής κοινωνίας για πολλές δεκαετίες. Γενιές που έφτιαξαν το κομπόδεμα της χώρας.
Από τα παντοπωλεία στα σούπερ μάρκετ, μια πορεία διαρκούς αλλαγής
Αυτό που μάθαμε να αποκαλούμε «παραγωγικές τάξεις», ο μεγάλος ενδιάμεσος χώρος ανάμεσα στους βιομήχανους και τους εργάτες, μια σημαντική, δηλαδή ζωτική οικονομική ενδοχώρα της ελληνικής κοινωνίας, εκπροσωπεί διαχρονικά δεκάδες επαγγέλματα και ειδικότητες. Η παρουσίαση αυτού του ιδιαίτερα κινητικού κόσμου στις σελίδες του λευκώματος «100 χρόνια ΓΣΕΒΕΕ, 1919-2019» είναι και ένας τρόπος να αποτιμήσει κανείς την πρόοδο της ελληνικής κοινωνίας αλλά και την οργάνωσή της. Και κυρίως να μπορέσει να δει κανείς την προοπτική.
Οπως λέει ο πρόεδρος της ΓΣΕΒΕΕ, Γιώργος Καββαθάς, «η επέτειος των εκατό χρόνων της ΓΣΕΒΕΕ δεν αποτελεί μόνο μια ευκαιρία ανασκόπησης της Ιστορίας. Η σκέψη μας δεν έχει να κάνει μόνο με το παρελθόν. Αλλωστε το παρελθόν είναι –με πολλούς τρόπους– μέσα μας, στο “εδώ και τώρα”, στο παρόν. Οπως ακριβώς είναι συστατικό του μέλλοντός μας. Δεν θελήσαμε ποτέ η μελέτη της ιστορίας των μικρών επιχειρήσεων των επαγγελματοβιοτεχνικών επαγγελμάτων και κυρίως της ίδιας της ΓΣΕΒΕΕ να υποβιβαστεί σε μια γλυκερή επίδειξη νοσταλγίας. Πίσω από όλα βρισκόταν πάντα η πρόθεση να πιάσουμε το νήμα που μας φέρνει στο σήμερα ώστε να μπορέσουμε να εκπληρώσουμε “αυτό για το οποίο προοριζόμαστε”: να εκπροσωπήσουμε αποτελεσματικά, τεκμηριωμένα και δυναμικά τα συμφέροντα και τις ανάγκες των μικρών επιχειρήσεων της μεταποίησης, των υπηρεσιών και του εμπορίου».
Ο συγγραφέας του τόμου, Νίκος Ποταμιάνος, οργάνωσε ένα αχανές υλικό σε μία πλούσια και ενδιαφέρουσα αφήγηση. Ο απλός αναγνώστης κατανοεί τα στάδια της επιχειρηματικότητας και της βιοτεχνίας, τις συσπειρώσεις, τις μεταβολές που ήταν διαρκείς και συχνά σημαντικές. Το βιβλίο, αποτέλεσμα συνεργασίας του συγγραφέα με το προσωπικό του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ αλλά και με σειρά επιστημονικών στελεχών, εμπλουτίζει σημαντικά τη σχετική βιβλιογραφία. Σχεδιαστικά τιμήθηκε με έπαινο στα βραβεία ΕΒΓΕ 2020. Τον σχεδιασμό έκανε ο Χρήστος Τσολερίδης, ενώ σημαντική ήταν η συμβολή στην έκδοση των Αναστασίας Αυλωνίτου, Τζουλιάνας Κοντίνη, Παρασκευά Λιντζέρη και Γιάννη Μισεντζή.
Για τον αναγνώστη με γενικά ενδιαφέροντα, έχει γοητεία η ιστόρηση της ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας και η ανάδυση του τριτογενούς τομέα (όπως και του τουρισμού) στο δεύτερο ήμισυ του εικοστού αιώνα σε συνάρτηση με τους επαγγελματοβιοτέχνες και τη μικρή επιχειρηματικότητα. «Μικρομάγαζα πλάι σε πολυκαταστήματα και εισαγωγείς, ταξιτζήδες πλάι σε εφοπλιστικές επιχειρήσεις, ενοικιαζόμενα δωμάτια πλάι σε μεγάλα ξενοδοχεία, ΕΛΔΕ πλάι σε τράπεζες». Οπως σημειώνει ο Νίκος Ποταμιάνος, «η αύξηση της κατανάλωσης που συνεπάγεται ο τουρισμός δημιούργησε εύφορο έδαφος για την ανάπτυξη πολλών χιλιάδων μικρομεσαίων οικογενειακών επιχειρήσεων, αναπαράγοντας και εδώ το μοντέλο περιορισμένης συγκέντρωσης των παραγωγικών μονάδων που κυριαρχούσε στη γεωργία και στη βιομηχανία».