Η πάταξη της φοροαποφυγής και η καθιέρωση ενός συστήματος δίκαιης φορολόγησης αποτελούν πρωταρχικούς στόχους στο πλαίσιο διασφάλισης της εύρυθμης λειτουργίας της ευρωπαϊκής αγοράς. Προς αυτήν την κατεύθυνση κινήθηκε η πρόσφατη οδηγία για την αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών εντός Ε.Ε. (γνωστή και ως DAC-6), η οποία ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο με τον Ν. 4174/2020, εισάγοντας την υποχρέωση γνωστοποίησης στις φορολογικές αρχές από «ενδιάμεσους» και σε ορισμένες περιπτώσεις και από τους ίδιους τους φορολογουμένους, διασυνοριακών ρυθμίσεων επιθετικού φορολογικού σχεδιασμού, που αποσκοπούν στην απόκτηση φορολογικού πλεονεκτήματος από τον ενδιαφερόμενο, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούν ορισμένα χαρακτηριστικά που τίθενται από την οδηγία.
του Βασίλη Οικονομίδη*
Στην κατηγορία των ενδιάμεσων προσώπων που βαρύνονται με την υποχρέωση αποκάλυψης στην αρμόδια εθνική φορολογική αρχή τέτοιων επιθετικών ρυθμίσεων εμπίπτει κάθε πρόσωπο που καταρτίζει, διαθέτει στην αγορά, οργανώνει ή υλοποιεί διασυνοριακή ρύθμιση δυνητικά επιθετικού φορολογικού σχεδιασμού. Ως ενδιάμεσοι θεωρούνται, μεταξύ άλλων, οι οικονομικοί σύμβουλοι, οι λογιστές, οι δικηγόροι, στον βαθμό που παρέχουν ανάλογη συνδρομή ή συμβουλές σε πελάτη τους σχετικά με δηλωτέα διασυνοριακή ρύθμιση. Ενα βασικό ζήτημα που τίθεται κατά την εφαρμογή της οδηγίας, είναι αυτό της σύγκρουσης μεταξύ της υποχρέωσης γνωστοποίησης πιθανών επιθετικών φορολογικών ρυθμίσεων εντός της Ε.Ε. και της υποχρέωσης τήρησης επαγγελματικής εχεμύθειας από τους συμβούλους «ενδιάμεσους».
Ειδικά όσον αφορά το δικηγορικό απόρρητο, το οποίο συνιστά μία από τις βασικές εγγυήσεις άσκησης του δικηγορικού λειτουργήματος με συνταγματικά και νομοθετικά ερείσματα, η σύγκρουση φαίνεται ακόμα πιο ισχυρή. Και αυτό γιατί χωρίς την τήρηση του απορρήτου δεν θα ήταν δυνατή η αποτελεσματική προάσπιση των συμφερόντων των πελατών, ειδικά αν ο δικηγόρος όφειλε κάθε φορά να συνεργάζεται με τις αρμόδιες δημόσιες αρχές και να αποκαλύπτει πληροφορίες που υπέπεσαν στην αντίληψή του στο πλαίσιο επικοινωνίας με τον πελάτη του.
Τίθεται λοιπόν το ακόλουθο ερώτημα: Δικαιολογεί ο σκοπός καταπολέμησης επιθετικών διασυνοριακών φορολογικών ρυθμίσεων την κάμψη του απορρήτου (όπως π.χ. έχει κριθεί ότι ισχύει υπό προϋποθέσεις στην περίπτωση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες – «ξέπλυμα»); Η ίδια η οδηγία και ο ελληνικός νόμος δεν δίνουν σαφή απάντηση. Από τη διατύπωση του νόμου προβλέπεται η απαλλαγή του δικηγόρου από την υποχρέωση γνωστοποίησης στις Αρχές, στον βαθμό που δραστηριοποιείται εντός των ορίων του νομοθετικού πλαισίου που διέπει το επάγγελμά του, όταν η συμμόρφωση προς την εν λόγω υποχρέωση συνιστά παραβίαση της υποχρέωσης για την τήρηση απορρήτου και εχεμύθειας. Φαίνεται λοιπόν η εξαίρεση να καταλαμβάνει το σύνολο του έργου των δικηγόρων, καθώς όπως είναι προφανές οι τελευταίοι δεν επιτρέπεται να ενεργούν εκτός του νομοθετικού πλαισίου του επαγγέλματός τους. Αυτό ωστόσο είναι ένα πολύ πρώιμο συμπέρασμα, δεδομένου ότι η οδηγία δεν έχει ακόμα αποτελέσει αντικείμενο ερμηνείας ως προς το τι καλύπτεται από το απόρρητο και τι όχι.
Σε κάθε περίπτωση, η υποχρέωση γνωστοποίησης φαίνεται να περιορίζει ιδιαίτερα το δικαίωμα του φορολογουμένου στη λήψη νομικής και φορολογικής συμβουλής, ενώ επί της ουσίας μετακυλίει το βάρος διενέργειας ελέγχου και «αποκάλυψης» πιθανών επιθετικών φορολογικών σχεδιασμών στους «ενδιάμεσους» –επαγγελματίες και συμβούλους του εκάστοτε φορολογουμένου– αντί για τους αρμόδιους όπως θα έπρεπε ελεγκτικούς κρατικούς μηχανισμούς. Αναμένεται να κριθεί στην πράξη κατά πόσον οι νέες ρυθμίσεις θα μπορέσουν να εφαρμοστούν αποτελεσματικά και να εξυπηρετήσουν τον σκοπό για τον οποίο θεσπίστηκαν.
* Ο κ. Βασίλης Οικονομίδης είναι δικηγόρος, ιδρυτής και διευθύνων εταίρος της Β.Δ. Οικονομίδης και Συνεργάτες.
πηγή: Καθημερινη