Οι πρόσφυγες του Πόντου που εγκαταστάθηκαν στη Δραπετσώνα προ της Μικρασιατικής Καταστροφής, καθώς και οι πρόσφυγες του ’22 και οι ανταλλάξιμοι πρόσφυγες του 1923 που ήρθαν να κατοικήσουν στα βαλτώδη εδάφη της περιοχής, κουβαλούν τον χώρο τους στη νέα πατρίδα. Ο χώρος κατοίκησης γίνεται τόπος εγκατάστασης μέσα από ένα αργό και βασανιστικό ταξίδι στον χώρο και στον χρόνο, ένα ταξίδι προσαρμογής στη νέα χωρική πραγματικότητα.
του Θωμά Σίδερη
Θα περάσουν μήνες ή και χρόνια μέχρι να αποκτήσουν τη δική τους παράγκα. Από τα νησιά του βορείου Αιγαίου, στα ξερονήσια του αρχιπελάγους και ύστερα στον λιμένα Πειραιώς, στη θέση «Ρολόι», και στο Λοιμοκαθαρτήριο του Αγίου Γεωργίου, μία βραχώδης νησίδα μεταξύ Περάματος και Σαλαμίνας, στον πανάρχαιο θαλάσσιο δίαυλο του Σαρωνικού.
Οι πρόσφυγες στο Λοιμοκαθαρτήριο θα αναβαπτιστούν σε ένα νέο χωρικό πλαίσιο όπου το «εδώ» θα λειτουργεί αντιθετικά με το «εκεί». Με υλικά ευτελή όπως ο τσίγκος, τα θαλασσόξυλα και το πισσόχαρτο, με χωματόπλινθες από το χώμα του νέου τόπου και ξυλεία από το κοντινό όρος Αιγάλεω θα φτιάξουν τις παράγκες τους. 2.500 παράγκες σε μία έκταση 1.725 τετραγωνικών χιλιομέτρων.
Η παράγκα δεν είναι απλώς η νέα κατοικία για τους πρόσφυγες της Δραπετσώνας αλλά η νέα πατρίδα. Η πατρίδα θα ταυτιστεί με την παράγκα. Τα χωρικό πλαίσιο της παράγκας αποτελεί όριο και σύνορο μαζί μιας πατρίδας που αναπτύσσεται μεταξύ δέκα και είκοσι τετραγωνικών μέτρων. Η πατρίδα αποκτά έτσι τη διάσταση του βιωμένου χώρου. Κάθε παράγκα και μια πατρίδα, έτσι όπως τον βιώνει ο κάθε πρόσφυγας, στον κατακερματισμένο χώρο της παραγκούπολης.
Η πατρίδα της παράγκας, χωρική οντότητα αλλά και φαντασιακός χώρος, άλλοτε θα υποταχθεί στην κρατική βούληση και άλλοτε θα συγκρουστεί μαζί της. Οι Πόντιοι πρόσφυγες θα συγκροτήσουν εξαρχής συλλογικότητες (προσφυγικά σωματεία, αθλητικούς συλλόγους κλπ) και θα εκφράσουν συντεταγμένα τα αιτήματά τους προς την κρατική διοίκηση. Αλλά η μεταξύ τους σχέση θα αποδειχθεί προβληματική και θα χαρακτηριστεί σε όλες τις φάσεις της χωρικής μετατόπισης και εγκατάστασης από έλλειψη εμπιστοσύνης των προσφύγων έναντι του κράτους. Η κρατική διοίκηση θα τους θεωρήσει σε πολλές των περιπτώσεων ως έρμαια στα χέρια κομματικών και συνδικαλιστικών παραγόντων και θα θελήσει να επιβάλει τη βούλησή της με τη βία, με κορυφαίο γεγονός τη λεγόμενη «Μάχης της Παράγκας» τον Νοέμβριο του 1960.
Οι πρόσφυγες θα σχηματοποιήσουν με τη σειρά τους την εικόνα της κρατικής διοίκησης ως εισβολέα και εχθρού της πατρίδας της παράγκας. Και αυτή η εχθρότητα θα σφυρηλατηθεί σε βάθος σχεδόν πενήντα χρόνων. Οι πρόσφυγες της Καταστροφής θα γίνουν οι νομάδες της νέας πατρίδας. Θα μετακινηθούν μέσα στον χώρο, θα προσπελάσουν γεωγραφικά όρια και θα βιώσουν πολλαπλές εγκαταστάσεις. Η μετακίνηση των προσφύγων στον χώρο και στον χρόνο θα συνδεθεί κάθε φορά με τις πολιτικές αποκατάστασής τους. Η νομαδική μετατόπιση, ωστόσο, θα συντηρήσει ανοιχτό το προσφυγικό τραύμα δημιουργώντας παράλληλα πολλαπλά επίπεδα βιωμένου χώρου.
Η τοποθέτηση του προσφυγικού στοιχείου στον χώρο θα γίνει παράλληλα με τη χάραξη πολλαπλών διαχωριστικών γραμμών που ευνοούν τον κοινωνικό αποκλεισμό και απομόνωση. Καταρχήν, οι πρόσφυγες της Δραπετσώνας δεν μπορούν να ειδωθούν σαν ένα ενιαίο σύνολο αφού εμφανίζουν σημαντικές διαφορές όσον αφορά στη χωρική και κοινωνική προέλευση, την οικογενειακή κατάσταση, το μορφωτικό επίπεδο, τη συμμετοχή τους σε συλλογικά όργανα και διεκδικήσεις. Κατά δεύτερο, μέσα στην παραγκούπολη ορίζονται ευκρινώς επιμέρους οικιστικοί θύλακες ανάλογα του χώρου εγκατάστασης (Ταμπάκικα, εγγύς του Τσιμεντάδικου), της αρχικής ή της μεταγενέστερης προέλευσης (Κοτυορίτικα, Χιώτικα), του τρόπου δημιουργίας του θύλακα (Αμερικάνικα, δηλαδή με πόρους από την αμερικανικά κονδύλια που δόθηκαν στην Ελλάδα την περίοδο 1922-1924).
Η παράγκα θα αναδυθεί ανάμεσα σε γεωγραφικά και ψυχολογικά όρια και φραγμούς και θα οικειοποιηθεί τους συμβολισμούς που θα της αποδοθούν στο πέρασμα του χρόνου. Μετά από μια μακρά περίοδο εξωστρέφειας την περίοδο του Μεσοπολέμου, η πατρίδα της παράγκας θα υψώσει τείχη σιωπής τα πρώτα χρόνια και μέχρι τουλάχιστον τα τέλη της δεκαετίας του 1960 αλλά και αργότερα. Όλο αυτό το χρονικό διάστημα, οι «πολίτες της πατρίδας της παράγκας» θα περιπλανηθούν στον χώρο, θα καταφύγουν σε άλλους προσφυγικούς θύλακες είτε για οικογενειακούς λόγους (γάμος) είτε για να βρουν δουλειά στα εργοστάσια, θα περιπλανηθούν ανάμεσα σε σκηνές, παράγκες, λυόμενα και πολυκατοικίες και θα αγωνιστούν μέχρι τέλους για να περισώσουν από το βασιλικό διάταγμα 330/1960 (βλ. Παράρτημα Α) το «βασίλειό» τους.
H προφορική μαρτυρία του τελευταίου επιζήσαντα Πόντιου πρόσφυγα Σταυρίκου Παπαβραμίδη που έζησε πάνω από 100 χρόνια στη Δραπετσώνα. «Πιτσιρίκια βλέπαμε παντού παράγκες. Ο κόσμος έτρεχε πάνω κάτω να κονομήσει το ψωμάκι του, τον επιούσιο που λέμε. Άκουγα τους μεγαλύτερους που λέγανε ότι μας φέρανε στη Δραπετσώνα γιατί ήταν τα εργοστάσια, για να δουλέψει ο κοσμάκης. Θυμάμαι τα Λιπάσματα, τις δεξαμενές με τα πετρέλαια, το Τσιμεντάδικο… Στου Ζαβογιάννη το λιμανάκι ήταν το γυψάδικο και τα καΐκια όλη μέρα κουβαλάγανε τον γύψο. Οι μεγάλοι στα εργοστάσια και τα παιδιά όλη τη μέρα στους δρόμους. Τα αγόρια παίζαμε ποδόσφαιρο με τα τοπάκια. Όλη η ζωή μας ήταν η μπάλα.
Το πρώτο σωματείο που κάναμε στη γειτονιά μου ήταν ο Άτλας Δραπετσώνας, Οι μεγάλοι οι άντρες έφτιαξαν ένα δικό τους, τον Ακρίτα. Ύστερα οι Σμυρνιοί κάναν τον Απόλλωνα. Οι πιο κάτω, οι Εγγλεζονησιώτες, κάναν τον Ερμή. Όλα αυτά τα σωματεία τώρα στην ίδια περιοχή.
Πολλή φτώχεια είχαν αυτοί που ερχόντουσαν από τα νησιά και έμεναν πριν από τον σταθμό των τρένων. Παίρνανε μια λαμαρίνα, δυο ξύλα και μια κουρελού και φτιάχνανε σπίτια. Τα “χιώτικα” λέγαμε, δεν ξέραμε γιατί λεγόντουσαν έτσι, αλλά εμείς έτσι τα λέγαμε, μπορεί επειδή να ήτανε πρόσφυγες που πρώτα τους πήγε το βαπόρι στο Χίο. Παραδίπλα ήταν το Καστράκι, εκεί μένανε Σινωπήτες, από τη Σινώπη του Πόντου, καμιά εκατοστή οικογένειες μένανε εκεί. Όλους αυτούς τους “σηκώσανε” από εκεί μετά τον πόλεμο του ’40 και τους πήγανε στην Αμφιάλη, σε κάτι πέτρινα σπίτια που φτιάξανε και τους δώσανε».
πηγή: ΕΡΤ