Πολτό(ς) να γίνει(ς)
Σύμφωνα με τα λεξικά της ελληνικής γλώσσας:
πολτός ο: άμορφη, μαλακή και παχύρευστη μάζα, που παράγεται συνήθ. με διαδικασίες σύνθλιψης, βρασμού ή με άλλους τρόπους επεξεργασίας: α. από διάφορες φυτικές ουσίες, καρπούς κτλ.: ~ ντομάτας· (πρβ. πελτές). ~ φρούτων. Tα φρούτα στο μπλέντερ γίνονται ~. β. από διάφορα άλλα υλικά: Σαπούνι σε πολτό. Tο χαρτί κατασκευάζεται με ειδική επεξεργασία του πολτού της χαρτόμαζας. β. (αρνητ.) ένα συνονθύλευμα χαλαρό, άμορφο, χωρίς συγκροτημένη υπόσταση… Περισσότερα
Διαβάστε σήμερα…