Oπως πολλές παλιές προσφυγικές συνοικίες, έτσι και ο Ταύρος χαράσσεται από μεγάλες λεωφόρους.
του Νίκου Βατόπουλου
Από το Ιδρυμα Κακογιάννη διέσχισα την Πειραιώς για να χαθώ στη σκιά των εργατικών πολυκατοικιών, ορατών από τον δρόμο. Αλλά ο Ταύρος έχει μια ιδιόρρυθμη ησυχία μόλις απομακρυνθείς από τον βόμβο της λεωφόρου που τον τέμνει στα δύο, όπως και οι γραμμές του τρένου από την άλλη πλευρά προς τον Hλεκτρικό. Εχει μια ησυχία χαρμόσυνη και πένθιμη μαζί, και μια ομορφιά στα όρια της τραχύτητας. Ηθελα να δω κάποια υπολείμματα της παλιάς γειτονιάς, πριν σαρωθούν σχεδόν όλα, καθώς τα σκόρπια προσφυγικά έχουν λιγοστέψει όπως παντού και συγκατοικούν με νεότερες κατασκευές, με πιο άνετες συνθήκες διαβίωσης. Ωστόσο, είναι τα παλιά σπίτια που δίνουν το ιστορικό βάθος στον Ταύρο, που του χαρίζουν εκείνη τη συγκίνηση από τα ίχνη των περασμένων γενεών. Παρότι ορισμένοι δρόμοι είναι απρόσμενα μεσοαστικοί, όπως η όμορφη και νοικοκυρεμένη οδός Μηθύμνης από την άλλη πλευρά, πάνω από τις γραμμές, υπάρχουν πολλοί θύλακες διάσπαρτοι που φέρουν την ανόθευτη μνήμη. Πέρα από τις θηριώδεις εργατικές πολυκατοικίες με τα κηπάρια, τα σκόρπια υπολείμματα της προσφυγικής γειτονιάς είναι εκεί, αν θέλεις να τα συναντήσεις.
Στην οδό Πολυκάρπου 7 υπάρχει ένα μικρό σπιτάκι, κλειστό και σιωπηλό. Μοιάζει με εκατοντάδες παρόμοια που υπήρχαν σε διάφορες γειτονιές, αλλά το συγκεκριμένο, στον προσφυγικό Ταύρο, μου έφερε στον νου αντίστοιχα σπιτάκια και σε άλλες προσφυγικές συνοικίες, καθώς ανήκαν σε έναν τύπο που παρέπεμπε σε μια πιο αστική αρχιτεκτονική. Στεκόμουν μπροστά στο μικρό σπίτι και παρατηρούσα τη θαυμάσια ξύλινη εξώθυρα με τις κυκλικές σφραγίδες ή δίνες στη βάση της και την κλειδαριά βαλμένη αρκετά ψηλά και θυμήθηκα ένα άλλο εγκαταλελειμμένο σπίτι που είχα δει πρόσφατα στην Καισαριανή, στην οδό Χρυσοστόμου Σμύρνης 41. Ηταν και εκείνο στα όρια μιας αστικής αρχιτεκτονικής αντίληψης, σε συνομιλία με την αθηναϊκή παράδοση του λαϊκού νεοκλασικισμού. Αλλά το σπίτι της οδού Πολυκάρπου συγκινούσε ιδιαίτερα γιατί ήταν σφηνωμένο ανάμεσα σε πολυκατοικίες και γιατί κάποιος είχε γράψει με κόκκινη μπογιά τη λέξη «Πωλείται». Αυτή η πρωτόγονης μορφής αγγελία θύμιζε τα συνθήματα στους τοίχους άλλων εποχών, και εκείνα με κόκκινη μπογιά σε τοίχους γερασμένους. Σε συνδυασμό με τις λυγερές νεραντζιές στο πεζοδρόμιο, η παλιά χειρόγραφη αγγελία συνέθετε μια εικόνα άκρως αθηναϊκή.
Πιο κάτω υπήρχαν ακόμη μερικές αυλές. Ηταν δώρο η λαθραία ματιά μέσα από μια σιδερένια πόρτα στην οδό Κλαζομενών, ένα θέαμα σχεδόν νησιώτικο, με τις γλάστρες και την αυλή σε μια γαλανόλευκη λάμψη πάστρας. Είναι η σύνθεση τόσων διαφορετικών επιδιώξεων που προκαλεί το βλέμμα στις παλιές συνοικίες. Σε έναν άξονα γύρω από τον μεγάλο ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, έβλεπα και μερικά μεσοπολεμικά ή μεταπολεμικά μοντέρνα σπίτια, ορισμένα πολύ ενδιαφέροντα, όπως το κτίριο του ΕΟΜΜΕΧ (Θράκης 28 και Κορυζή), που δίνει έναν στέρεο αστικό χαρακτήρα στην περιοχή. Αλλά και τα λαϊκά μοντέρνα είναι ένα κεφάλαιο προς εξερεύνηση. Ακολουθούν όσα έκαναν τα λαϊκά του νεοκλασικισμού, και στον Ταύρο υπάρχει διάσπαρτη μια αύρα λαϊκού μοντερνισμού. Το σπιτάκι, όμως, της οδού Πολυκάρπου, με μια αβίαστη απλότητα, έστεκε σαν υπόμνηση μιας ευγενούς πίστης στη ζωή. Μια μεγάλη αυλή στο βάθος, αθέατη από τον δρόμο, έφερνε σε κύματα εικόνες μιας απλής καθημερινότητας με τα βασικά να είναι ευλογία. Οπως το έβλεπα από το ύψος του δρόμου, με ερμητικά κλειστά τα παράθυρα και την πόρτα, θέλησα να φανταστώ τους γείτονες, τη μορφή του παλιού Ταύρου, όταν χτιζόταν σπίτι σπίτι. Είναι εικονίσματα σε μια μεγάλη τοιχογραφία που ξεθωριάζει.
πηγή: kathimerini.gr