Με βάση την Ελληνική εργατική νομοθεσία, οι εργαζόμενοι όταν αποχωρούν από τον εργοδότη για συνταξιοδότηση, δικαιούνται εφάπαξ αποζημίωσης, που ανέρχεται στο 40% του ποσού που λαμβάνει κάποιος που απολύεται με την ίδια χρονική απασχόληση, προσαυξημένης με αναλογία επιδομάτων.
Δηλαδή ένας εργαζόμενος που έχει για παράδειγμα 11 έτη συμπληρωμένα στον εργοδότη του, με μικτό μηνιαίο μισθό έστω 2.000 ευρώ και αποχωρεί λόγω συνταξιοδότησης, στην ηλικία έστω των 62 ετών, δικαιούται αποζημίωση 7 * 2.000 * 14 / 12 * 40 % = 6.533,33 ευρώ.Βάσει αυτών, η κρατούσα πρακτική στη χώρα μας για την αναγνώριση των προβλέψεων για αποζημίωση προσωπικού λόγω συνταξιοδότησης, ήταν να αναγνωρίζεται για όλους τους εργαζόμενους ως έξοδο και πρόβλεψη, το ποσό των μισθών που ωρίμαζε για κάθε ένα εξ αυτών σε κάθε ημερομηνία ισολογισμού. Έτσι όταν ο εργαζόμενος συμπλήρωνε ένα έτος υπηρεσίας στην επιχείρηση, στις οικονομικές καταστάσεις τέλους του έτους, αναγνωριζόταν το δικαιούμενο ποσό που ανερχόταν στο 40% των δύο μισθών, προσαυξημένο με αναλογία επιδομάτων. Η εν λόγω αναγνώριση στα μεν Δ.Π.Χ.Α. (Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα) γινόταν αναλογιστικά, στα δε Ε.Λ.Π. (Ελληνικά Λογιστικά Πρότυπα) συνήθως σε ονομαστικά ποσά.
Οι διαφορές μεταξύ των δύο λογιστικών πλαισίων.Πρέπει να τονισθεί, ότι τόσο στα Δ.Π.Χ.Α., όσο και στα Ε.Λ.Π. το καταβλητέο ποσό, δηλαδή η χρηματοροή που προκύπτει βάσει του πίνακα είναι η ίδια, καθοριζόμενη από τη νομοθεσία. Η διαφορά μεταξύ των δύο έγκειται μόνο στον τρόπο επιμέτρησής του, που για μεν τα Ε.Λ.Π. είναι συνήθως το ονομαστικό ποσό, για δε τα Δ.Π.Χ.Α. το αναλογιστικό ποσό. Για παράδειγμα, ένας εργαζόμενος που την 31.12.2021 έχει θεμελιώσει βάσει της προϋπηρεσίας του 4 μισθούς και έχει ονομαστικό μηνιαίο μισθό έστω 1.000 ευρώ, η δικαιούμενη αποζημίωση λόγω συνταξιοδότησης είναι 4* 1.000 * 14/12 * 40% = 1.866,67 ευρώ. Αυτό το ποσό είναι η βάση υπολογισμού και για τα Δ.Π.Χ.Α. και για τα Ε.Λ.Π. και αναγνωρίζεται αυτούσιο στα Ε.Λ.Π., ενώ στα Δ.Π.Χ.Α. προβάλλεται στο μέλλον μέχρι την ημερομηνία συνταξιοδότησης και επιστρέφει πάλι στο παρόν, με τη χρήση οικονομικών και δημογραφικών μεταβλητών. Συνεπώς το ποσό των 1.866,67 ευρώ, στα Δ.Π.Χ.Α. θα είναι διαφορετικό, μεγαλύτερο ή μικρότερο, εξαρτωμένης της διαφοράς από την επίδραση των χρησιμοποιούμενων μεταβλητών.Η απόφαση της IFRICΤο ερώτημα που ετέθη στην IFRIC (Επιτροπή Διερμηνειών των Διεθνών Προτύπων Χρηματοοικονομικής Αναφοράς), σχετικά με το εν λόγω θέμα, ήταν αν ο ακολουθούμενος χειρισμός, δηλαδή ή αναγνώριση των προβλέψεων από την έναρξη της απασχόλησης είναι ο ενδεδειγμένος και αν όχι ποιος είναι αυτός. Η IFRIC εξέτασε το θέμα και κατέληξε ότι ο ενδεδειγμένος χειρισμός είναι, η αναγνώριση της πρόβλεψης να αρχίζει 16 χρόνια πριν την ημερομηνία συνταξιοδότησης που υπό συνήθεις συνθήκες στη χώρα μας, είναι το 46ο έτος (62 – 16 = 46).
Το σκεπτικό της απόφασης βασίσθηκε στις γενικές προβλέψεις του ΔΛΠ 19 «Παροχές σε εργαζομένους» και γενικά συνοψίζεται στα εξής:
(α) για να καταβληθεί η αποζημίωση, ο εργαζόμενος πρέπει να αποχωρήσει για συνταξιοδότηση. Αν αποχωρήσει για άλλο λόγο νωρίτερα, δεν δικαιούται αποζημίωση βάσει της νομοθεσίας,
(β) το μέγιστο χρονικό διάστημα που απαιτείται για πλήρη βάσει του νόμου αποζημίωση, είναι διαρκής απασχόληση στον εργοδότη επί 16 έτη, κατά τη διάρκεια των οποίων αυξάνεται διαρκώς το δικαίωμα λήψης της αποζημίωσης αλλά πέραν του ορίου αυτού δεν θεμελιώνεται πρόσθετο δικαίωμα. Συνεπώς, η πρόβλεψη για παροχή της αποζημίωσης είναι ορθό να αρχίσει να σχηματίζεται από το έτος που απέχει 16 έτη από την ημερομηνία της συνταξιοδότησης, που θεωρητικά είναι το 62ο έτος, δηλαδή από το 46ο έτος και μετά (62 – 16 = 46).
Η εν λόγω απόφαση προκάλεσε κάποιες αντιδράσεις, όχι μόνο στην Ελλάδα, σχετικά με το αν ο προτεινόμενος από την IFRIC τρόπος κατανομής των παροχών είναι ο ενδεδειγμένος στα πλαίσια της αρχής του δουλευμένου, δηλαδή του πότε προκύπτει η δέσμευση για καταβολή και ως εκ τούτου πρέπει να αναγνωρίζεται η σχετική πρόβλεψη. Και τούτο, διότι διαφοροποίησε σημαντικά τη χρονική αναγνώριση των προβλέψεων, μεταφέροντας την έναρξή της προς το τέλος του εργασιακού βίου, έναντι της αρχής που ακολουθείτο μέχρι τώρα, τουλάχιστον στην χώρα μας.
Η απόφαση πάντως, δεν έθιξε το θέμα του πως θα αντιμετωπισθεί λογιστικά ο νέος χειρισμός αν και είναι ένα πολύ σημαντικό θέμα που ακουμπάει τον ακρογωνιαίο λίθο της λογιστικής που είναι η αρχή του δουλευμένου. Πότε καθίστανται τελικά δουλευμένες οι αποζημιώσεις, με την έναρξη του εργασιακού βίου, ή από το 46ο έτος της ηλικίας; Αν ορθός στα πλαίσια της αρχής του δουλευμένου είναι μόνο ο δεύτερος χειρισμός, δηλαδή από το 46ο έτος της ηλικίας, τότε ο χειρισμός που ακολουθείτο μέχρι τώρα είναι λάθος και η αλλαγή στις οικονομικές καταστάσεις του 2021, πρέπει να αντιμετωπισθεί ως διόρθωση λάθους και όχι ως αλλαγή λογιστικής πολιτικής.
Η Οδηγία της ΕΛΤΕ
Η ΕΛΤΕ εκδίδοντας σχετική Οδηγία για το εν λόγω θέμα κατέληξε ότι πρόκειται περί αλλαγής λογιστικής πολιτικής και όχι λάθους, δεχόμενη εμμέσως πλην σαφώς ότι και ο προηγούμενος χειρισμός, δηλαδή της έναρξης αναγνώρισης των προβλέψεων από την αρχή της απασχόλησης δεν ήταν εσφαλμένος, δηλαδή και εκείνη η μεθοδολογία ήταν συμβατή με τη γενική παραδοχή του δουλευμένου. Θα μπορούσε βέβαια να ισχυρισθεί κάποιος ότι η ΕΛΤΕ έλαβε αυτή τη θέση για να μην δημιουργήσει θέμα για ένα τόσο σημαντικό σε επιπτώσεις και συνεχιζόμενο επί πολλά έτη, λογιστικό λάθος. Γενικά, μπορεί να υποστηριχθεί ότι στα πλαίσια της παραδοχής του δουλευμένου, ο ακολουθούμενος μέχρι τώρα λογιστικός χειρισμός δεν ήταν εσφαλμένος, αλλά ο προτεινόμενος έχει ως αποτέλεσμα την παρουσίαση πιο αξιόπιστων χρηματοοικονομικών πληροφοριών, ως προς το εν λόγω θέμα.
Ας προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε αυτή την επιχειρηματολογία, με ένα απλό παράδειγμα: Ας υποθέσουμε ότι ένας εργαζόμενος με μηνιαίο μικτό μισθό 1.000 ευρώ και ηλικία 25 ετών, συμπληρώνει τον πρώτο χρόνο της εργασιακής του απασχόλησης σε εργοδότη και συνεπώς βάσει της κλίμακας των αποζημιώσεων του νόμου, δικαιούται θεωρητική ονομαστική αποζημίωση 2*1.000 * 14 / 12 * 40% = 933,33 ευρώ, η οποία όμως θα του καταβληθεί με τις όποιες τροποποιήσεις, κατά την συνταξιοδότησή του, δηλαδή μετά από 40 έτη στην ηλικία των 65 ετών.
Αν υποθέσουμε κάποιες οικονομικές και δημογραφικές μεταβλητές, όπως ετήσια αύξηση μισθού 3%, πιθανότητα παραμονής μέχρι τη συνταξιοδότηση 50%, πιθανότητα επιβίωσης στα 65 έτη 75% και προεξοφλητικό επιτόκιο 2%, μια γενική αναλογιστική προσέγγιση της αξίας σήμερα, είναι της τάξεως των 512 ευρώ.
[933,33 * (1+0,03)39 * 0,50 * 0,75]) / (1+0,02)39 = 512 ευρώ.
Παρατηρούμε ότι με τις προβλέψιμες σήμερα μεταβλητές, η παραδοχή του δουλευμένου μπορεί να εφαρμοστεί, δίνοντας αξία, σημαντικά μικρότερη του ονομαστικού ποσού των 933 ευρώ. Ποια είναι όμως σήμερα η αξιοπιστία αυτής της πληροφορίας; Η απάντηση είναι μάλλον απλή, πολύ μικρή. Η γενική πιθανότητα να φθάσει το εν λόγω ποσό ως τη λήξη του και να καταβληθεί είναι 0,50 * 0,75 = 0,375, δηλαδή πολύ κάτω του 50% που γενικά είναι ένα αποδεκτό όριο πιθανότητας για αναγνώριση των προβλέψεων για λογιστικούς σκοπούς.
Αντίθετα, αν τελικά ο εν λόγω εργαζόμενος παραμείνει στην επιχείρηση μέχρι το 49ο έτος της ηλικίας του (65-16), δηλαδή για 24 ακόμα έτη (49-25), η γενική πιθανότητα καταβολής της δικαιούμενης αποζημίωσης κατά την αποχώρηση για συνταξιοδότηση θα είναι σημαντικά μεγαλύτερη, αρκετά πάνω από το 50%, αφού προϊόντος του χρόνου, αυξάνεται τόσο η πιθανότητα επιβίωσης όσο και η πιθανότητα παραμονής και ως εκ τούτου η παρεχόμενη πληροφόρηση πιο αξιόπιστη.
Από την προαναφερθείσα ανάλυση προκύπτει, ότι ο προηγούμενος χειρισμός, δηλαδή η αναγνώριση της πρόβλεψης από την έναρξη της απασχόλησης, δεν ήταν λογιστικά εσφαλμένος, είχε όμως θέματα αξιοπιστίας προσδιορισμού (επιμέτρησης), που οδηγούσαν σε σημαντικές ετήσιες αναθεωρήσεις και για το λόγο αυτό ο νέος προτεινόμενος χειρισμός δεν αντιμετωπίζεται ως Διόρθωση Λάθους, αλλά ως Αλλαγή Λογιστικής Πολιτικής. Δηλαδή εγκαταλείφθηκε ένας σχετικά αποδεκτός λογιστικός χειρισμός και υιοθετήθηκε ένας πιο αξιόπιστος νέος λογιστικός χειρισμός.
Τα ανωτέρω, προφανώς έχουν απόλυτη εφαρμογή και στα Ε.Λ.Π., αφού βάσει του νόμου 4308/2014, η αναγνώριση των προβλέψεων εξαρτάται από την πιθανότητα της μελλοντικής εκπλήρωσης της δέσμευσης (πιθανότητα καταβολής του ποσού) και ως εκ τούτου, με εξαίρεση τις οικονομικές και αναλογιστικές μεταβλητές οι οποίες δεν απαιτούνται πάντοτε βάσει του άρθρου 22 του ν. 4308/2014, η ΕΛΤΕ ορθά γνωμάτευσε για αναλογική εφαρμογή της απόφασης της IFRIC και στα ΕΛΠ. Τούτο καθίσταται σαφές από το προαναφερθέν παράδειγμα, με βάση το οποίο, θα ήταν παράλογο να ισχυρισθεί κάποιος ότι δεν αναγνωρίζεται στα Δ.Π.Χ.Α. το ποσό των 512 ευρώ διότι έχει μικρή πιθανότητα μελλοντικής καταβολής, πρέπει όμως να αναγνωρίζεται στα Ε.Λ.Π. το αντίστοιχο και μεγαλύτερο αλλά με την ίδια πιθανότητα μελλοντικής καταβολής ποσό, των 933 ευρώ.