Κάθε αρχή του έτους η εφορία δίνει τη δυνατότητα σε παντρεμένα ζευγάρια να επιλέξουν να υποβάλουν χωριστά τη φορολογική δήλωσή τους και μάλιστα τους δίνει χρονικό περιθώριο να το σκεφτούν έως τα τέλη Φεβρουαρίου.
Του Ντίνου Σιωμόπουλου
Η «πατέντα» αυτή ξεκίνησε πριν μερικά χρόνια γιατί υπήρχε ουσιαστικός λόγος όταν ένας από τους δύο συζύγους χρωστούσε στην εφορία και ο άλλος είχε επιστροφή φόρου δεν την έβλεπε ποτέ γιατί το εκκαθαριστικό που έβγαινε ήταν κοινό και συμψήφιζε χρεωστικά και πιστωτικά ποσά του.
Από τις φορολογικές δηλώσεις του 2019 (εισοδήματα 2018) κάθε σύζυγος, ακόμη και αν υποβάλει κοινή φορολογική δήλωση, λαμβάνει ξεχωριστό εκκαθαριστικό, χωρίς να γίνεται συμψηφισμός του αποτελέσματος της εκκαθάρισης.
Με βάση ό,τι ίσχυε μέχρι και το 2018, το αποτέλεσμα της εκκαθάρισης του συζύγου συµψηφιζόταν µε το αποτέλεσμα της εκκαθάρισης της συζύγου και η διαφορά, αν ήταν θετική, βεβαιωνόταν στο όνομα του συζύγου, ενώ αν ήταν αρνητική, η επιστροφή φόρου γινόταν και πάλι στον σύζυγο. Πλέον από το 2019 και εφεξής κάθε σύζυγος λαμβάνει το δικό του εκκαθαριστικό σημείωμα (πράξη προσδιορισμού του φόρου) και είτε καλείται να πληρώσει φόρο είτε του επιστρέφεται φόρος χωρίς να γίνεται κανένας συμψηφισμός. Ουσιαστικά λοιπόν έχει εκλείψει ο βασικός λόγος να επιλέγουν τα ζευγάρια τις χωριστές δηλώσεις.
Και δεν είναι μόνο αυτό. Όποιοι επιλέξουν χωριστές δηλώσεις κινδυνεύουν όχι να γλυτώσουν φόρους αλλά να υπερφορολογηθούν λόγω των τεκμήριων και των ηλεκτρονικών αποδείξεων, ενώ οι χωριστές φορολογικές δηλώσεις, δεν επηρεάζουν τη λήψη τυχόν οικογενειακών επιδομάτων που λαμβάνει το ζευγάρι. Πώς μπορεί όμως να προκύψει υπερφορολόγηση από μία φαινομενικά απλή επιλογή;
Στην περίπτωση των τεκμηρίων όταν ένας από τους δύο συζύγους διαθέτει περιουσιακά στοιχεία που δεν μπορούν να δικαιολογηθούν – καλυφθούν από τα εισοδήματά τους τότε μπορεί τα εισοδήματα του άλλου συζύγου να καλύψει τα προβλεπόμενα τεκμήρια διαβίωσης και των δύο αθροιστικά. Αν επιλεγεί η χωριστή φορολογική δήλωση τότε ο ένας από τους δύο συζύγους που δεν μπορεί να καλύψει τα περιουσιακά του στοιχεία (ΙΧ, σπίτια κτλ.) κινδυνεύει να πληρώσει πρόσθετο φόρο. Ούτε η δυνατότητα κάλυψης τεκμηρίων με ανάλωση κεφαλαίου παρέχεται από τα εισοδήματα του άλλου συζύγου.
Η άλλη μεγάλη παγίδα φόρου είναι η κάλυψη αποδείξεων με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής. Αν ένας από τους δύο συζύγους δεν έχει συγκεντρώσει το ποσό που αναλογεί στο εισόδημά του (30%) τότε κινδυνεύει με πρόσθετο φόρο 22% στο ποσό των λιγότερων αποδείξεων που έχει συγκεντρώσει. Αν όμως το ζευγάρι υποβάλει κοινή δήλωση τότε αν ο άλλος σύζυγος εμφανίσει επιπλέον αποδείξεις από αυτές που του αναλογούν τότε το πλεόνασμα αυτό μπορεί να καλύψει τη διαφορά των λιγότερων αποδείξεων του άλλου συζύγου και να μην επιβαρυνθεί με πρόσθετους φόρους.
Τελικά αυτή η διαδικασία όταν ξεκίνησε πριν από περίπου 4 χρόνια μπορεί και να είχε κάποιο νόημα και τώρα είναι αυτό που λέμε «πολύ κακό για το τίποτα». Ή μάλλον μπορεί να φέρει τα αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που υπολογίζουν τα ζευγάρια.