Ο νέος Ν. 4808/2021 δημιούργησε ένα νέο φάσμα διατάξεων γύρω από την εργατική νομοθεσία, όπως, μεταξύ άλλων, στο δίκαιο της απόλυσης, στην τηλεργασία – η οποία στον απόηχο της πανδημίας απέκτησε ακόμη πιο στέρεα θεμέλια στην εργασιακή πραγματικότητα, καθώς και στην απαιτούμενη και εξαιρετικά λεπτή στην πράξη ισορροπία επαγγελματικής και ιδιωτικής ζωής.
της Σουζάνας Κλημεντίδη*
Πρέπει, βέβαια, να σημειώσουμε ότι σημαντικές νομοθετικές μεταβολές υπήρξαν και ως προς τον χρόνο εργασίας των εργαζομένων, κυρίως δε στο πλαίσιο της υπερεργασιακής και υπερωριακής απασχόλησης.
Ειδικότερα, η υπερεργασία εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του κάθε εργοδότη και ο εργαζόμενος είναι υποχρεωμένος να την παρέχει, όποτε αυτή του ζητηθεί. Ως υπερεργασία, ορίζεται ο χρόνος απασχόλησης πέραν των 40 ωρών εβδομαδιαίως (που σύμφωνα με τη ΕΓΣΣΕ αποτελεί το συμβατικό συλλογικό εβδομαδιαίο ωράριο εργασίας), ήτοι για εξαήμερη εργασία μέχρι την συμπλήρωση των 48 ωρών την εβδομάδα, ενώ για την πενθήμερη μέχρι την συμπλήρωση των 45 ωρών.
Στο πλαίσιο της νέας νομοθεσίας, ο εργοδότης δεν υποχρεούται πλέον να καταχωρεί στο πληροφοριακό σύστημα «ΕΡΓΑΝΗ» την υπερεργασία των εργαζομένων, κάτι που ωστόσο πρακτικά καθιστά την απόδειξή της από την πλευρά των τελευταίων ακόμη πιο δυσχερή υπόθεση. Κατ’ εφαρμογή, λοιπόν, του οικείου νομοθετικού πλαισίου, η αμοιβή της υπερεργασίας προκύπτει από το εκάστοτε καταβαλλόμενο ημερομίσθιο με την προσαύξηση ύψους 20% επ’ αυτού.
Νόμιμη με προϋποθέσεις
Από την άλλη, η υπερωρία αφορά εργασία που παρέχεται πέραν του νομίμου ημερήσιου ωραρίου, ήτοι στην περίπτωση εξαήμερης εργασίας πέραν των 48 ωρών εβδομαδιαίως και των 8 ωρών ημερησίως, και στην περίπτωση της πενθήμερης εργασίας πέραν των 45 ωρών εβδομαδιαίως και των 9 ωρών ημερησίως. Πρέπει να καταστεί σαφές ότι, η παροχή υπερωριακής εργασίας είναι νόμιμη, μόνο εφόσον πληρούνται συγκεκριμένες και ex lege καθοριζόμενες προϋποθέσεις, όπως η ύπαρξη ορισμένου λόγου που να τη δικαιολογεί, η μη υπέρβαση των 150 ωρών ετησίως (με τον νέο νόμο το όριο αυτό εφαρμόζεται σε όλους τους επαγγελματικούς κλάδους), καθώς και η αναγγελία αυτής στην Επιθεώρηση Εργασίας μέσω της πλατφόρμας του «ΕΡΓΑΝΗ». Σε κάθε περίπτωση, βέβαια, υπερωριακή απασχόληση εργαζομένου που ξεπερνάει τις 9 ώρες ημερησίως είναι άνευ ετέρου παράνομη.
Για τη νόμιμη υπερωρία, που πληροί τις ως άνω προϋποθέσεις, η αμοιβή προκύπτει από το άθροισμα του νομίμως καταβαλλόμενου ημερομισθίου και της προσαυξήσεως ύψους 40%, μέχρι τις 150 ώρες υπερωρίας ετησίως, ενώ για υπερωρίες που ξεπερνούν τις 150 ώρες ετησίως, η προσαύξηση αυτή είναι 60%. Στην περίπτωση, βέβαια, παράνομης υπερωρίας, ο εργοδότης οφείλει αποζημίωση στον εργαζόμενο, η οποία ισούται με το καταβαλλόμενο ημερομίσθιο προσαυξημένο κατά 120%.
Τέλος, η παροχή εργασίας κατά την έκτη ημέρα της εβδομάδας, σε περίπτωση πενθήμερης απασχόλησης, δεν λογίζεται ως υπερεργασία, εφόσον δεν υπερβαίνει τις 8 ώρες και αμείβεται με το νομίμως καταβαλλόμενο ημερομίσθιο προσαυξημένο κατά 30%. Είναι αναγκαίο, εντούτοις, να τονιστεί ότι οι εργαζόμενοι σε ξενοδοχειακές επιχειρήσεις και στην εστίαση δεν επωφελούνται από την εν λόγω προσαύξηση.
Συμπερασματικά, οι συνεχιζόμενες κρίσεις επηρέασαν και εξακολουθούν να επηρεάζουν κάθε πτυχή της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής ζωής. Οι εργασιακές σχέσεις φυσικά δεν αποτελούν εξαίρεση, και η δημιουργία ενός νέου νομοθετικού σκηνικού στο πεδίο της υπερεργασιακής και της υπερωριακής απασχόλησης αποτελεί μια ισχυρή όψη αυτού.
*H Σουζάνα Κλημεντίδη είναι Δικηγόρος
πηγή: ot.gr