Η διαγραφή επισφαλών πελατών

0

Αναδημοσίευση από το Ενημερωτικό Δελτίο Νοεμβρίου 2022 της ΣΟΛ Α.Ε.

https://www.solcrowe.gr

Η διαγραφή επισφαλών πελατών για τους οποίους είχε σχηματισθεί πρόβλεψη επισφάλειας, θα πρέπει να στηρίζεται σε αποδεικτικά στοιχεία που να δικαιολογούν τη διαγραφή τους

ΕΡΩΤΗΜΑ

Εταιρεία διέγραψε εντός του φορολογικού έτους 2021 επισφαλείς απαιτήσεις της για τις οποίες είχε σχηματίσει, σε προηγούμενα έτη, πρόβλεψη επι­σφάλειας του άρθρου 26 του Ν.4172/2013



Η εγγραφή που διενήργησε για την λογιστική κατα­χώρηση της διαγραφής των επισφαλών πελατών ήταν η εξής:

Χρέωση Λογ. 44.11 Πρόβλεψη για επισφαλείς απαι­τήσεις

Πίστωση Λογ. 30.00 Πελάτες

Για μερικούς από τους επισφαλείς πελά­τες που δια­γράφησαν δεν είχαν ληφθεί τα δικαιολογητικά που αποδεικνύουν ότι οι απαιτήσεις είναι ανεπί­δεκτες είσπραξης, δηλαδή ότι οι οφειλέτες είναι πράγματι αφερέγγυοι.

Ποιες οι συνέπειες του ανωτέρω χειρισμού της δια­γραφής των επισφαλών πελατών;




ΓΝΩΜΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

– Στο άρθρο 26 του Ν. 4172/2013 ορίζεται ότι:

«(…) 3. Η πρόβλεψη επισφαλών απαιτήσεων, σύμ­φωνα με την παράγραφο 1, ανακτάται άμεσα με τη μεταφορά αυτής της πρόβλεψης στα κέρδη της επι­χείρησης, εφόσον η απαίτηση:

α) καταστεί εισπράξιμη ή

β) διαγραφεί.

4. α. Απαίτηση δύναται να διαγραφεί για φορολογι­κούς σκοπούς μόνον εφόσον πληρούνται σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις:

(i) έχει προηγουμένως εγγραφεί ποσό που αντιστοι­χεί στην οφειλή ως έσοδο,

(ii) έχει προηγουμένως διαγραφεί από τα βιβλία του φορολογούμενου, και

(iii) έχουν αναληφθεί όλες οι κατά νόμον ενέργειες για την είσπραξη της απαίτησης.

β. Απαιτήσεις, το συνολικό ύψος των οποίων, συ­μπεριλαμβανομένου ΦΠΑ, δεν υπερβαίνει το ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ ανά αντισυμβαλλόμενο, δύνανται να διαγραφούν στο φορολογικό έτος εντός του οποίου συμπληρώνονται δώδεκα (12) μήνες από τον χρόνο κατά τον οποίο κατέστησαν ληξι­πρόθεσμες, χωρίς να έχουν αναληφθεί οι κατάλλη­λες ενέργειες για τη διασφάλιση του δικαιώματος είσπραξης της εν λόγω απαίτησης, εφόσον πληρού­νται οι προϋποθέσεις των υποπεριπτώσεων (i) και (ii) της περίπτωσης α΄ της παρούσας και οι οφειλέ­τες έχουν λάβει αποδεδειγμένα γνώση της διαγρα­φής της οφειλής τους, όπου αυτό είναι δυνατόν. Το συνολικό ύψος των απαιτήσεων που διαγράφονται σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο δεν δύναται να υπερβαίνει, ανά φορολογικό έτος, ποσοστό πέντε τοις εκατό (5%) επί του συνόλου των απαιτήσεων στο τέλος της χρήσης.(…).».

– Στην ΠΟΛ 1056/2015 με θέμα: «Φορολογική μετα­χείριση των προβλέψεων για απόσβεση επισφαλών απαιτήσεων μετά την έναρξη ισχύος των διατάξεων του νέου Κ.Φ.Ε. ( ν.4172/2013)» αναφέρονται και τα εξής:

«5. Με τις διατάξεις των παραγράφων 3 και 4 του ίδιου άρθρου και νόμου ορίζεται, ότι η πρόβλεψη επισφαλών απαιτήσεων, σύμφωνα με την παρά­γραφο 1 του ίδιου άρθρου, ανακτάται άμεσα με τη μεταφορά αυτής της πρόβλεψης στα κέρδη της επι­χείρησης, εφόσον η απαίτηση: α) καταστεί εισπρά­ξιμη ή β) διαγραφεί.

Η απαίτηση δύναται να διαγραφεί για φορολογικούς σκοπούς μόνον εφόσον πληρούνται σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις: α) έχει προηγουμένως εγγραφεί ποσό που αντιστοιχεί στην οφειλή ως έσοδο, β) έχει προηγουμένως διαγραφεί από τα βιβλία του φορο­λογούμενου και γ) έχουν αναληφθεί όλες οι κατά νόμο ενέργειες για την είσπραξη της απαίτησης.

Με τις ως άνω διατάξεις προβλέπονται οι περι­πτώσεις ανάκτησης της πρόβλεψης με μεταφο­ρά της στα κέρδη της επιχείρησης και ορίζονται σωρευτικά και περιοριστικά οι προϋποθέσεις για τη διαγραφή της απαίτησης.

Προκειμένου για τη διαγραφή απαιτήσεων απαιτεί­ται, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η σωρευτική πλήρωση των τριών (3) προϋποθέσεων που ορίζο­νται στις υπόψη διατάξεις. Ειδικότερα, όσον αφορά στην τρίτη προϋπόθεση με την οποία απαιτείται να έχουν αναληφθεί όλες οι κατά νόμο ενέργειες για την είσπραξη της απαίτησης, διευκρινίζεται ότι με αυτές πρέπει να αποδεικνύεται ότι η σχετική απαίτηση είναι ανεπίδεκτη είσπραξης, δηλαδή ότι ο οφειλέτης είναι πράγματι αφερέγγυος. Η αφερεγγυότητά του μπορεί να αποδεικνύεται ενδεικτικά από τα ακόλου­θα:

α) τελεσίδικη απόφαση δικαστηρίου με την οποία να υποχρεώνεται ο οφειλέτης σε εξόφληση,

β) πιστοποιητικό υποθηκοφυλακείου από το οποίο να προκύπτει, κατά περίπτωση, η μη ύπαρξη πε­ριουσιακών στοιχείων του οφειλέτη ή τα υπάρχοντα τοιαύτα με τα τυχόν βάρη τους,

γ) σε περίπτωση διενέργειας πλειστηριασμού σε βάρος της περιουσίας του οφειλέτη, είτε κατά τη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης είτε συνεπεία μη επιτεύξεως πτωχευτικού συμβιβασμού, αντίγραφο του πίνακα κατάταξης ή διανομής από συμβολαιο­γράφο που ορίστηκε για τον πλειστηριασμό της πε­ριουσίας του οφειλέτη, από τον οποίο να προκύπτει η μη ικανοποίηση του δανειστή από το εκπλειστηρί­ασμα,

δ) τη συμφωνία εξυγίανσης που επικυρώνεται από το πτωχευτικό δικαστήριο σύμφωνα με το έκτο Κε­φάλαιο του Πτωχευτικού Κώδικα ( ν.3588/2007), με την οποία προβλέπεται, μεταξύ άλλων, και η μείωση των απαιτήσεων των πιστωτών έναντι της επιχείρη­σης (προπτωχευτική διαδικασία),

ε) σε περίπτωση επιχείρησης που κηρύσσεται σε κατάσταση πτώχευσης και από τους επίσημους ισο­λογισμούς της προκύπτει ότι η επιχείρηση αυτή δεν έχει περιουσιακά στοιχεία (ακίνητα, πάγια, χρεό­γραφα κλπ.) για να ικανοποιήσει τους οφειλέτες της. Στην περίπτωση αυτή δεν απαιτείται να έχει ολο­κληρωθεί η διαδικασία της πτώχευσης. Επομένως, η κήρυξη του οφειλέτη σε κατάσταση πτώχευσης λόγω παύσης πληρωμών δεν επιφέρει από μόνη της απόσβεση της απαίτησης.

στ) σε περίπτωση διακοπής εργασιών κεφαλαιουχι­κών εταιρειών. Τα ανωτέρω είναι ενδεικτικά ούτως ώστε να μην αποκλεισθούν και άλλα τα οποία, είτε από μόνα τους, είτε σε συνδυασμό με τα ανωτέρω, είναι σε θέση να αποδείξουν ότι δεν είναι δυνατή η είσπραξη της απαίτησης. Σε κάθε περίπτωση όμως η επιχείρηση, η οποία φέρει και το βάρος της απόδειξης για την απώλεια συγκεκριμένης απαίτησης, οφείλει όταν της ζητηθεί να προ­σκομίσει τα δικαιολογητικά εκείνα που διαθέτει στην αρμόδια για τον έλεγχό της φορολογική αρχή η οποία και θα κρίνει τελικά ως θέμα πραγματικό την επισφάλεια και το ανεπίδεκτο της είσπραξης.

Βεβαιώσεις ή επιστολές δικηγόρων για την αδυναμία είσπραξης της απαίτησης δεν αποτελούν απόδειξη της αφερεγγυότητας του οφειλέτη. Ομοίως, η έκδο­ση ακάλυπτης επιταγής και η σχετική καταδίκη για την έκδοση αυτή δεν δημιουργούν μόνες τους ούτε αποδεικνύουν εξ αντικειμένου την αφερεγγυότητα του οφειλέτη.

Όταν η απαίτηση απορρέει από την πώληση κινη­τών πραγμάτων με τον όρο παρακράτησης της κυ­ριότητας από τον πωλητή μέχρι την αποπληρωμή του τιμήματος, δεν μπορεί να γίνει διαγραφή αυτής πριν από την περαίωση της διαδικασίας διεκδίκησης και επιστροφής στην πωλήτρια επιχείρηση του πω­ληθέντος και μη εξοφληθέντος από τον αγοραστή πράγματος ή πριν την περαίωση της διαδικασίας δικαστικής επιδίωξης για την αποπληρωμή του τι­μήματος.

(…)».

Από τα παραπάνω προκύπτουν τα εξής:

– Στις διατάξεις του άρθρου 26 του Ν. 4172/2013 ορίζεται συγκεκριμένη διαδικασία που οφείλουν να ακολουθούν οι εταιρείες για το σχηματισμό αναγνω­ρίσιμης φορολογικά πρόβλεψης επισφάλειας, την ανάκτηση αυτής και την διαγραφή της επισφαλούς απαίτησης για φορολογικούς σκοπούς.

– Όσον αφορά τον τρόπο ανάκτησης της σχηματι­σθείσας πρόβλεψης επισφάλειας, στις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 26 του Ν. 4172/2013 ορίζεται ότι, η πρόβλεψη επισφαλών απαιτήσεων, που έχει σχηματισθεί σύμφωνα με την παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου, ανακτάται άμεσα με τη μεταφορά αυτής της πρόβλεψης στα κέρδη της επιχείρησης, εφόσον η απαίτηση:

α) καταστεί εισπράξιμη ή

β) διαγραφεί

– Οι διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 26 του Ν. 4172/2013 ορίζουν ότι η απαίτηση δύναται να διαγραφεί για φορολογικούς σκοπούς μόνον εφόσον πληρούνται σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις:

α) έχει προηγουμένως εγγραφεί ποσό που αντιστοι­χεί στην οφειλή ως έσοδο,

β) έχει προηγουμένως διαγραφεί από τα βιβλία του φορολογούμενου και

γ) έχουν αναληφθεί όλες οι κατά νόμο ενέργειες για την είσπραξη της απαίτησης.

– Από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι στην πε­ρίπτωση που συντρέχουν οι προϋποθέσεις διαγρα­φής της επισφαλούς απαίτησης που αναφέρονται στην ΠΟΛ.1056/2015, η σχηματισθείσα πρόβλεψη, στην οποία δεν συμπεριλαμβάνεται ο ΦΠΑ, μεταφέ­ρεται από τον λογαριασμό «Προβλέψεις» στα φορο­λογητέα έσοδα της εταιρείας.



Συγχρόνως, η επισφαλής απαίτηση που διαγράφε­ται, στην οποία συμπεριλαμβάνεται ο ΦΠΑ, μεταφέ­ρεται από τον λογαριασμό του επισφαλούς πελάτη σε λογαριασμό δαπάνης, αναγνωριζόμενη προς έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα.

– Από τα δεδομένα του ερωτήματος προκύπτει ότι η εταιρεία διέγραψε απαιτήσεις που είχε χαρακτηρίσει επισφαλείς μειώνοντας ισόποσα απευθείας την πρόβλεψη που είχε σχηματίσει σε προηγούμενες χρήσεις, σε αντίθεση με τα οριζόμενα στην φορολο­γική νομοθεσία που απαιτεί την χρήση λογαριασμών εσόδων και εξόδων και επίσης για κάποιες από αυ­τές δεν είχε λάβει τα κατάλληλα δικαιολογητικά εκεί­να που αποδεικνύουν ότι είναι ανεπίδεκτες είσπρα­ξης, δηλαδή ότι οι οφει­λέτες είναι πράγματι αφερέγ­γυοι.

Επειδή δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις, που θέ­τουν οι διατάξεις του νόμου, για την έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα της διαγραφής των απαιτήσε­ων, τόσο των κατάλληλων δικαιολογητικών όσο και του χειρισμού της προηγουμένως σχηματισμένης πρόβλεψης, θα πρέπει να αναμορφωθεί το ποσό στη δήλωση φορολογίας εισοδήματος.

Νομοθεσία – Νομολογία

Άρθρο 26 Ν. 4172/2013

πηγή: e-forologia.gr



Leave A Reply

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.