Οι εργασιακές σχέσεις αποτελούν μια από τις συνηθέστερες στο δίκαιο περιπτώσεις κατά τις οποίες τόσο ο νομοθέτης όσο και ο δικαστής προσπαθούν να διαμορφώσουν ένα πεδίο εξισορρόπησης των αντιμαχόμενων συμφερόντων, γεγονός που φυσικά αποδεικνύεται ιδιαίτερα απαιτητικό πόνημα, ιδίως σε περιόδους κρίσεων, καθότι υπό τέτοιες τεταμένες συνθήκες υπάρχει ένα ευεπίφορο πλαίσιο για ρήγματα μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων.
της Σουζάνας Κλημεντίδη*
Πολλές φορές, αρκετοί εργαζόμενοι, όταν έρχονται αντιμέτωποι με συνθήκες κατά τις οποίες δεν τηρούνται οι όροι της σύμβασης εργασίας, προσφεύγουν στην Επιθεώρηση Εργασίας προκειμένου να διαμαρτυρηθούν εγγράφως για την συμπεριφορά του εργοδότη, αναλαμβάνοντας έτσι το -εξαιρετικά σύνηθες στην πράξη- ρίσκο της απόλυσης.
Υπό ένα τέτοιο, λοιπόν, πλαίσιο, ποια είναι τα νομικά μέσα προστασίας που έχει ο εργαζόμενος στη διάθεσή του και τι μπορεί να αντιτείνει ο εργοδότης;
Πρώτα απ’ όλα, σύμφωνα με το άρθρο 66 παρ. 1 του ν. 4808/2021, προβλέπεται ότι «Η καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου από τον εργοδότη είναι άκυρη, εφόσον : α) Οφείλεται σε δυσμενή διάκριση σε βάρος του εργαζομένου ή εκδικητικότητα λόγω φύλου, φυλής, χρώματος, πολιτικών φρονημάτων, θρησκευτικών ή φιλοσοφικών πεποιθήσεων, γενεαλογικών καταβολών, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, γενετήσιου ή σεξουαλικού προσανατολισμού, ηλικίας, ταυτότητας ή χαρακτηριστικών φύλου, αναπηρίας, ή συμμετοχής ή μη σε συνδικαλιστική οργάνωση, ή β) γίνεται ως αντίδραση σε ενάσκηση νομίμου δικαιώματος του εργαζομένου ή γ) αντίκειται σε άλλη ειδική διάταξη νόμου, ιδίως, όταν πρόκειται για απόλυση: γα) που οφείλεται σε διάκριση για έναν από τους λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 1 του ν. 4443/2016 ως αντίμετρο σε καταγγελία ή αίτημα παροχής έννομης προστασίας, για τη διασφάλιση τήρησης της αρχής της ίσης μεταχείρισης, σύμφωνα με το άρθρο 10 του ν. 4443/2016, γβ) που οφείλεται στην άσκηση των δικαιωμάτων σε περίπτωση βίας και παρενόχλησης, σύμφωνα με το άρθρο 13, […]».
Περαιτέρω, σύμφωνα με την παρ. 2 του οικείου άρθρου, ορίζεται ότι «Αν ο εργαζόμενος αποδείξει ενώπιον δικαστηρίου πραγματικά περιστατικά ικανά να στηρίξουν την πεποίθηση ότι η απόλυση έγινε για κάποιον από τους προβλεπόμενους στην παράγραφο 1 λόγους, εναπόκειται στον εργοδότη να αποδείξει ότι η απόλυση δεν έγινε για τον προβαλλόμενο λόγο».
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση παρουσιάζει η αιτιολογική έκθεση του ν. 4808/2021, στο πλαίσιο της οποίας αποτυπώνεται ρητά ότι «πρωτοποριακή είναι η γενική πρόβλεψη ότι απαγορεύεται και είναι άκυρη κάθε απόλυση που γίνεται ως αντίδραση για την άσκηση οποιουδήποτε νομίμου δικαιώματος του εργαζομένου. Η προστασία των εργαζομένων ενισχύεται και από την πρόβλεψη της παρ. 2, σύμφωνα με την οποία, εάν κατ’ αρχήν αποδειχθούν πραγματικά περιστατικά που οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η απόλυση είναι απαγορευμένη, ο εργοδότης φέρει το βάρος να ανατρέψει αυτό το τεκμήριο.
Με βάση τις διατάξεις αυτές είναι πλέον πολύ δύσκολο για τον εργοδότη να απειλήσει, αμέσως ή εμμέσως, τον εργαζόμενο με απόλυση, σε περίπτωση που ο εργαζόμενος ασκήσει νόμιμο δικαίωμά του καθώς, πλέον, όχι μόνον προβλέπεται ρητή ακυρότητα σε μία τέτοια περίπτωση (και δεν απαιτείται η πολύ λιγότερο βέβαιη κρίση μέσω του άρθρου 281 ΑΚ, στην οποία μπορεί να υπεισέρχονται και άλλα κριτήρια που μπορεί να καταλήξουν εις βάρος του εργαζομένου), αλλά και προβλέπεται ρητά η αντιστροφή του βάρους αποδείξεως υπέρ του εργαζομένου». Κάτι τέτοιο βέβαια, ωστόσο, συνεπάγεται ότι σε περίπτωση που ο εργοδότης ανταποκριθεί στο νόμιμο τεκμήριο που θέτει ο νόμος, δηλαδή στο βάρος της κύριας περί του αντιθέτου απόδειξης, αποδεικνύοντας ότι η απόλυση έγινε για κάποιον άλλο, επιτρεπόμενο λόγο, ο ισχυρισμός του ενάγοντος απορρίπτεται κατ’ ουσίαν.
Έτσι λοιπόν, σε περίπτωση απόλυσης του εργαζομένου εξαιτίας της προσφυγής αυτού στην Επιθεώρηση Εργασίας, ο εργοδότης καλείται να ανατρέψει το τεκμήριο που θέτει η διάταξη του άρθρου 66 παρ. 2 του ν. 4808/2021, αποδεικνύοντας ότι η ένδικη καταγγελία της σύμβασης εργασίας η οποία έγινε σε σύντομο χρόνο από την συζήτηση της προσφυγής του στην Επιθεώρηση Εργασίας δεν έλαβε χώρα εξαιτίας του συγκεκριμένου λόγου, που υποδεικνύει εκδικητικά κίνητρα.
Τούτων δοθέντων, η μη ανατροπή του τεκμηρίου συνεπάγεται την ακυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας και την περιέλευση του εργοδότη σε καθεστώς υπερημερίας ως προς την αποδοχή της εργασίας, όπως και την παράλληλη υποχρέωση αυτού να καταβάλει στον εργαζόμενο τον μισθό του (αποδοχές υπερημερίας), παρά το γεγονός της μη παροχής υπηρεσιών εκ μέρους του ενάγοντος εργαζομένου, ενώ επιπρόσθετα ο εργοδότης θα υποχρεωθεί να καταβάλει στον εργαζόμενο μισθούς υπερημερίας (μικτές αποδοχές) από την επομένη της ημεροχρονολογίας της (άκυρης) καταγγελίας, χωρίς σε καμία περίπτωση φυσικά να αποκλείεται η περίπτωση κατά την οποία το δικαστήριο λόγω άκυρης -για εκδικητικούς λόγους- απόλυσης θα κρίνει ότι προσβλήθηκε η προσωπικότητα του ενάγοντος ως μισθωτού, καθότι μειώθηκε η υπόληψη αυτού, με αποτέλεσμα να πρέπει να του επιδικαστεί ένα συγκεκριμένο ποσό, που συμβιβάζεται με την αρχή της αναλογικότητας.
*Η Σουζάνα Κλημεντίδη είναι δικηγόρος
πηγή: ot.gr