Όπως είναι γνωστό από 1-2-2023 είναι υποχρεωτική η κατάθεση ενδικοφανούς προσφυγής ηλεκτρονικά μέσω ειδικής εφαρμογής. Η σχετική εξέλιξη είναι σαφώς ευπρόσδεκτη και επιταχύνει και διευκολύνει τη διαδικασία κατάθεσης, πλην όμως, εντοπίζουμε τα εξής:
του Δημήτρη Τσαγκάρη*
α/ Δεν γίνεται εξαγωγή ηλεκτρονικού αντιγράφου του δικογράφου της προσφυγής που έγινε κατάθεση, όπως τούτο γίνεται π.χ. στην ψηφιακή κατάθεση προσφυγής ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου αλλά μόνον παράγεται ένα ηλεκτρονικό πρωτόκολλο –αποδεικτικό κατάθεσης– που μνημονεύει προσβαλλόμενες πράξεις.
Η έλλειψη αυτή είναι ιδιαίτερα κρίσιμη καθώς όπως κρίθηκε με τη ΣτΕ 1686/2019 το περιεχόμενο –λόγοι της δικαστικής προσφυγής– πρέπει καταρχήν να ταυτίζεται με το περιεχόμενο της ενδικοφανούς προσφυγής.
Πώς κατοχυρώνεται όμως ο προσφεύγων και πώς αποδεικνύει το ακριβές περιεχόμενο της ενδικοφανούς προσφυγής που ανέβασε ως επισυναπτόμενο στην εφαρμογή της ΑΑΔΕ; Προτείνεται πέραν από την εξαγωγή πρωτοκόλλου, να εξάγεται και αντίγραφο της κατατεθείσας ηλεκτρονικά ενδικοφανούς προσφυγής.
β/ Το όριο μεγέθους 10 ΜΒ για κάθε επισυναπτόμενο σχετικό είναι ιδιαίτερα μικρό. Τι θα γίνει σε περίπτωση που είναι πολλά και μεγάλα τα αρχεία; Πρέπει να δοθεί μία τεχνική λύση αλλιώς θα αναγκάζεται ο προσφεύγων να αποστέλλει ταχυδρομικά με USB/CD τα σχετικά του ενώ υποτίθεται ότι πρέπει να αποστέλλονται αυτά, υποχρεωτικώς ηλεκτρονικά.
γ/ Η ενδικοφανής προσφυγή κατατίθεται με κωδικούς taxis του προσφεύγοντος και το επισυναπτόμενο αρχείο της ενδικοφανούς πρέπει επιπλέον να έχει ψηφιακή βεβαίωση – υπογραφή αυτού από το gov.gr. Είναι μία ανελαστική διαδικασία καθώς υπάρχουν πρόσωπα που δεν είναι εξοικειωμένα με την τεχνολογία ή και δεν διαθέτουν πιστοποίηση στοιχείων ή και δεν μπορούν να κάνουν ψηφιακή βεβαίωση εγγράφου. Πρέπει να προβλεφθεί ρητώς, η παράλληλη δυνατότητα, να γίνεται η κατάθεση με κωδικούς και ψηφιακή υπογραφή εξουσιοδοτημένου προσώπου, π.χ. πληρεξουσίου δικηγόρου ή έστω λογιστή, που στην πράξη –επί το πλείστον– αναλαμβάνει ούτως ή άλλως τη σύνταξη και κατάθεση της προσφυγής και συχνά εισπράττει τη δυσπιστία του εντολέα να του παραδώσει τους κωδικούς taxis του για να γίνει η κατάθεση της προσφυγής.
Τέλος, σε αντίθεση με αυτό που συχνά μεταδίδεται εσφαλμένα από μερίδα του τύπου ή και δηλώνοντες “ειδικούς”επισημαίνουμε ότι η καταβολή του 50% των καταλογισθέντων φόρων και προστίμων δεν αποτελεί προϋπόθεση του παραδεκτού της ενδικοφανούς προσφυγής!
Ο διοικούμενος δικαιούται, και πρέπει, να ασκήσει τα θεμελιώδη δικαιώματά του σε περίπτωση που αμφισβητεί, ό,τι φόρους και πρόστιμα του επιβλήθηκαν, ιδιαίτερα υπό το ισχύον νομικό πλαίσιο το οποίο δεν του χορηγεί κάποιο ευεργέτημα από τη μη άσκηση προσφυγής και την αμετάκλητη αποδοχή της πράξης, π.χ. χορήγηση κάποιας έκπτωσης όπως προβλεπόταν παλαιότερα μέχρι το 2013 (μείωση προστίμων στο 1/3 και πρόσθετων φόρων στα 3/5).
Εν προκειμένω λοιπόν, η καταβολή του 50% των καταλογισθέντων ποσών, είναι μόνον όρος για αναστολή επιβολής κατασχέσεων και λοιπών καταδιωκτικών μέτρων από την εφορία επί αυτών, για το οποίο όμως υπάρχουν και πάλι διάφορες εναλλακτικές, προστασίας και άμυνας.
Ενδεικτικά, η συνυποβολή αιτήματος αναστολής μαζί με την ενδικοφανή προσφυγή, και σε περίπτωση απόρριψης αυτού από τη ΔΕΔ, είτε η ρύθμιση του ποσού σε 48 δόσεις (όπου αντίστοιχα η πληρωμή του 50% των δόσεων επιφέρει αναστολή καταβολής του υπολοίπου) είτε η ένταξη της οφειλής στον εξωδικαστικό μηχανισμό είτε ακόμα και η προσφυγή στο αρμόδιο διοικητικό Δικαστήριο όπου προβλέπονται δυνατότητες χορήγησης δικαστικής αναστολής εκτέλεσης ακόμα και ενόσω εκκρεμεί η υπόθεση στη ΔΕΔ.
* Ο Δημήτρης Τσαγκάρης είναι Οικονομολόγος ΜΑ-Φοροτέχνης Διευθύνων Σύμβουλος της FAO Economics AE