Την 5η Μαΐου 2025 δημοσιεύθηκε η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ), με την οποία κρίθηκε συνταγματική η πρόβλεψη περί ελάχιστου τεκμαρτού εισοδήματος για τους ελεύθερους επαγγελματίες, σύμφωνα με τα άρθρα 28Α έως 28Ε του Ν. 4172/2013. Το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο θεμελίωσε την κρίση του πρωτίστως στη δυνατότητα των φορολογουμένων να αμφισβητήσουν δικαστικά τον προσδιορισμό του εισοδήματός τους.
Του Χουλιάρα Δημήτρη
Λογιστή – Οικονομολόγου, MSc*
Ωστόσο, η θεώρηση αυτή μοιάζει αποκομμένη από την πραγματικότητα. Η προσφυγή
ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, αν και θεωρητικά διαθέσιμη, συνεπάγεται
σημαντικό χρηματικό και χρονικό κόστος. Η διαδικασία απαιτεί συνδρομή τόσο
λογιστή όσο και νομικού, και εκτείνεται σε βάθος χρόνου, καθιστώντας την εν
πολλοίς απαγορευτική για χιλιάδες μικρούς επαγγελματίες. Σε πολλές περιπτώσεις, το
κόστος της προσφυγής ισοδυναμεί ή και υπερβαίνει τον επίμαχο επιπλέον φόρο,
οδηγώντας τον φορολογούμενο σε de facto αποδοχή μιας αμφισβητούμενης
φορολογικής επιβάρυνσης.
Δεν μπορεί να αγνοηθεί ότι πράγματι, σε αρκετές περιπτώσεις, παρατηρείται
φοροδιαφυγή στον χώρο των ελευθέρων επαγγελματιών. Ωστόσο, είναι ουσιώδες να
γίνει διάκριση μεταξύ δύο μορφών φοροδιαφυγής: αφενός της "φοροδιαφυγής
ανάγκης", όπως στην περίπτωση μιας μοδίστρας της γειτονιάς, η οποία λειτουργεί
οριακά στο όριο της βιωσιμότητας· αφετέρου της "φοροδιαφυγής απληστίας", όπως
σε περιπτώσεις μεγαλογιατρών ή λοιπών υψηλόμισθων επαγγελματιών που
αποκρύπτουν συστηματικά υψηλά εισοδήματα. Η δεύτερη κατηγορία είναι πράγματι
καταδικαστέα και χρήζει αυστηρής αντιμετώπισης, η πρώτη όμως αναδεικνύει
κοινωνικά και οικονομικά αδιέξοδα που δεν θεραπεύονται με οριζόντια φορολογικά
μέτρα.
Το τελικό αποτέλεσμα της εφαρμογής ενός οριζόντιου τεκμαρτού προσδιορισμού
εισοδήματος είναι η ενίσχυση της αδικίας: εκείνοι που αποκρύπτουν ουσιώδη
εισοδήματα δύνανται να απορροφήσουν το κόστος και να συνεχίσουν απρόσκοπτα τη
λειτουργία τους, ενώ οι μικρές ατομικές επιχειρήσεις με περιορισμένο πραγματικό
εισόδημα, εξαναγκάζονται σε διακοπή δραστηριότητας. Το πρόβλημα επιτείνεται από
τη δυσχερή κατάσταση της αγοράς εργασίας, μια 55χρονη μοδίστρα που κλείνει την
επιχείρησή της δύσκολα θα βρει νέα εργασία στον ιδιωτικό τομέα, γεγονός που
επιδεινώνει το κοινωνικό αποτύπωμα της ρύθμισης.
Η επιχειρηματολογία ότι στην Ελλάδα υπάρχει πολύ μεγάλος αριθμός ελευθέρων
επαγγελματιών, σε σύγκριση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, χρήζει προσεκτικότερης
ερμηνείας. Σε χώρες με υγιέστερες οικονομίες οι πολίτες διαθέτουν περισσότερες
εναλλακτικές επαγγελματικής αποκατάστασης και δεν αναγκάζονται να στραφούν
στην αυτοαπασχόληση για λόγους επιβίωσης συνεχίζοντας πολλές φορές το
επάγγελμα των γονιών τους γιατί πολύ απλά απουσίαζε κάποια εναλλακτική.

Η εφαρμογή ενός ενιαίου τεκμαρτού εισοδήματος, που δεν λαμβάνει υπόψη την
πραγματική οικονομική κατάσταση των επιμέρους επαγγελματιών, λειτουργεί
τιμωρητικά και αντιστρατεύεται την αρχή της φορολογικής ισότητας. Δεν είναι
δυνατόν να θεωρείται «δίκαιη» μια ρύθμιση που κινείται στην λογική μαζί με τα
ξερά, ας καούν και τα χλωρά…
Αντί για οριζόντια και ισοπεδωτικά μέτρα, η Πολιτεία οφείλει να στραφεί στη
στοχευμένη καταπολέμηση της φοροδιαφυγής μέσω αξιοποίησης ψηφιακών μέσων
και ελεγκτικών μηχανισμών, με παράλληλη ενίσχυση των πολιτικών για την
πραγματική παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας. Μόνο έτσι θα επιτευχθεί
ουσιαστική φορολογική δικαιοσύνη, χωρίς να συνθλίβονται οι μικροί επαγγελματίες
στον βωμό της δημοσιονομικής συμμόρφωσης.
*Ο Δημήτρης Χουλιάρας είναι συνεργάτης της Foroline-Financial ADC