Η Ελλάδα είναι η χώρα με την μεγαλύτερη ανεργία στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Στην πραγματικότητα η μοναδική χώρα που ξεπερνά την Ελλάδα σε ανεργία σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή ήπειρο είναι μόνον τα Σκόπια ενώ αμέσως πίσω μας έρχεται η Βοσνία Ερζεγοβίνη και η συμπάσχουσα Ισπανία. Και για να το κάνουμε ακόμη πιο περιγραφικό, με βάση τα καταγεγραμμένα στοιχεία στον πλανήτη, η Ελλάδα έχει το 24ο μεγαλύτερο ποσοστό ανεργίας στον κόσμο.
Εκ των 23 χωρών που μας προσπερνάνε στην θλιβερή αυτή λίστα, οι 10 ανήκουν στην Αφρικανική ήπειρο (πχ Μαυριτανία με 30%, Σουαζιλάνδη με 40,6%, Κένυα με 42%, Σενεγάλη με 48%, Τζιμπουτί με 59%, Ζιμπάμπουε με 70%), 6 είναι Ασιατικές (πχ Τατζικιστάν με 60%, Τουρκμενιστάν με 70% κ.α.) και οι υπόλοιπες μοιράζονται σε εξωτικά νησιά του Ειρηνικού και μικρά προτεκτοράτα. Αυτή όμως δεν είναι η μοναδική δυσκολία στην “πραγματικότητα” της ελληνικής οικονομίας.
Εκτός από το εξωφρενικό ποσοστό της ανεργίας, εκτός από την δυσκολία επιβίωσης που το 27,5% των συμπολιτών μας αντιμετωπίζουν, έρχεται να προστεθεί σε όλα αυτά και η απαίτηση του κράτους από αυτούς. Το κράτος δεν αναγνωρίζει στην ουσία της οποιαδήποτε αδυναμία πληρωμής φόρων και δεν σταματά τον καταλογισμό των φόρων αυτών εξαιτίας της οποιασδήποτε αδυναμίας. Μπορεί να δίδει το δικαίωμα ρύθμισης ή δόσεων ή κάποιας μείωσης αλλά σε πολύ μικρό βαθμό και σε ελάχιστες περιπτώσεις απαλλάσσει τα υποκείμενα του φόρου από την υποχρέωση αυτή.
Αυτό συμβαίνει διότι από το 2010 και έπειτα, εξαιτίας της οικονομικής κρίσης και της φορολογικής πολιτικής του κρατικού μηχανισμού, η φορολογία μετατράπηκε από φορολογία των πραγματικών εισοδημάτων, σε αντικειμενική και φορολογία κατοχής, σε πολύ μεγάλο ποσοστό αυτής. Επίσημα η αλλαγή νοοτροπίας του φορολογικού μηχανισμού συνήθως αποδίδεται στην προσπάθεια καταπολέμησης της φοροδιαφυγής. Ενδέχεται να είναι έτσι τα πράγματα, όμως μαζί με τα λίγα ξερά, καίγονται πλέον και τα πολλά χλωρά.
Η μετατροπή αυτή από την “πραγματική” φορολόγηση στην “θεωρητική” φορολόγηση επήλθε κυρίως με την επαναφορά στην ζωή μας των τεκμηρίων διαβίωσης και κατοχής. Πολλές φορές θα τα έχετε ακούσει τον όρο “αντικειμενικές δαπάνες” διαβίωσης. Οι αντικειμενικές δαπάνες διαβίωσης υπήρχαν σαν έννοια από τον προηγούμενο κώδικα φορολογίας εισοδήματος στο άρθρο 16 του Ν.2238/1994. Από την αρχή όμως της οικονομικής κρίσης το άρθρο τροποποιήθηκε ουκ ολίγες φορές πχ με τον Ν.3986/2011 και τελευταία με τον Ν. 4141/2013 όπου επεκτάθηκαν οι υπολογισμοί στις περισσότερες εκφάνσεις της φορολογικής ζωής. Τι σημαίνουν όμως όλα αυτά και πως επηρεάζουν την φορολόγηση του άνεργου;
Τι επιβαρύνει φορολογικά τους ανέργους
Η αντικειμενική δαπάνη είναι μια έννοια που χρησιμοποιεί το κράτος όταν προσδιορίζει βάσει των δηλούμενων περιουσιακών (κυρίως) στοιχείων, το επίπεδο του εισοδήματος το οποίο οφείλει ένας φορολογούμενος να δηλώσει ώστε να καλύπτει τα έξοδα κατοχής του περιουσιακού στοιχείου αυτού. Δηλαδή αν πχ ένας φορολογούμενος κατέχει ένα αυτοκίνητο Χ κυβικών και Χ παλαιότητας, έρχεται η εφορία με κάποιους δικούς της δείκτες που δεν γνωρίζουμε και υπολογίζει “στατιστικά” ποιο πιστεύει ότι είναι το ελάχιστο εισόδημα που πρέπει να έχει κανείς για να συντηρεί αυτοκίνητο για ένα χρόνο, δηλαδή να πληρώνει βενζίνες, συντήρηση, βλάβες κ.ο.κ. (δεν περιλαμβάνονται τα τέλη στον υπολογισμό).
Αν ο κρατικός μηχανισμός αποφασίσει ότι το αυτοκίνητο αυτό κοστίζει σε συντήρηση, αντικειμενικά,3.000 ευρώ το χρόνο τότε κατοχυρώνει στον φορολογούμενο το ποσό αυτό ως “θεωρητικό” ελάχιστο εισόδημα ακόμη και αν το πραγματικό εισόδημα του φορολογούμενου είναι πχ 2.500 ευρώ. Αυτόν τον υπολογισμό τον κάνει και για την κατοικία ή κατοικίες, για σκάφη αναψυχής, πισίνες, αεροσκάφη, αλλά και για την ίδια την επιβίωση, οπότε και ο νομοθέτης καθορίζει ελάχιστο εισόδημα επιβίωσης τα 3.000 ευρώ για ένα άγαμο φορολογούμενο και τα 5.000 για τον έγγαμο!
Δηλαδή, εξ’ ορισμού όλες οι δηλώσεις εισοδήματος για το 2013 (φορολογικό 2014) ξεκινούν από θεωρητικό εισόδημα 3.000 και πάνω καθώς το μηδενικό εισόδημα δεν είναι αποδεκτό από την εφορία. Αν το άθροισμα των πιο πάνω δαπανών ενός φορολογούμενου είναι μεγαλύτερο του εισοδήματος που αυτός δηλώσει στο έντυπο Ε1 του 2014, τότε στην διαφορά αυτή Αντικειμενικού – Πραγματικού εισοδήματος υπολογίζεται επιπλέον φόρος με την κλίμακα των μισθωτών ή των επαγγελματιών ανάλογα με την ιδιότητα του φορολογούμενου. Στην περίπτωση ενός άνεργου, η πιθανότητα τα εισοδήματα του να καλύπτουν το αντικειμενικό εισόδημα εξαρτάται από το πότε έχασε τη δουλειά του τον προηγούμενο χρόνο και είναι σχετικά μεγάλη.
Η ίδια πιθανότητα στην περίπτωση μακροχρόνια άνεργου, είναι εξαιρετικά μικρή ενώ αυξάνεται δραματικά η πιθανότητα να φορολογηθεί βάσει τεκμηρίων διαβίωσης. Και τα τεκμήρια δεν σταματούν εκεί. Το αντικειμενικό εισόδημα που προσδιορίσαμε από την κατοχή και συντήρηση περιουσιακών στοιχείων αλλά και την επιβίωση αυξάνεται επίσης και από την καταβολή τόκων και χρεολυσίων σε δάνεια παντός τύπου τα οποία δηλώνονται στο Ε1, στην καταβολή ενοικίων για κατοικία και λοιπά χρηματικά έξοδα που μπορεί να δηλώνονται στην δήλωση φορολογίας εισοδήματος είτε αυτά είναι πραγματικά είτε τεκμαρτά. Όλα τα παραπάνω συναθροίζονται και υπολογίζουν ένα “θεωρητικό” εισόδημα βάσει του οποίου θα φορολογηθεί ο άνεργος και θα κληθεί να καταβάλει φόρο κάποια στιγμή μετά τις 30/06/2014.
Σαφώς πρέπει να αποσαφηνίσουμε ότι οποιοσδήποτε φόρος και αν χρεωθεί εφόσον ο άνεργος συγκεντρώνει ένα θεωρητικό εισόδημα με βάσει την “αντικειμενική” φορολόγηση μπορεί να ξεπεράσει το όριο των 12.000 ευρώ. Τούτο αυτόματα θα σημαίνει ότι εκτός των άλλων, ο άνεργος θα υπόκεινται πλέον και σε έκτακτη εισφορά αλληλεγγύης από 1 έως 4% σύμφωνα με το του άρθρου 29 του Ν.3986/2011, Τώρα φυσικά στην απίθανη περίπτωση όπου ο άνεργος διαθέτει κάποιο αυτοκίνητο μεγαλύτερο των 1.929 κυβικών εκατοστών τότε έρχεται αντιμέτωπος με 2η εισφορά, την έκτακτη εισφορά στις αντικειμενικές δαπάνες, γνωστότερη και ως φόρος πολυτελείας.
Πως μπορεί να μειωθεί ο φόρος
Ταυτόγχρονα όμως, πέραν των ως άνω διαδικασιών υπάρχουν και περιπτώσεις που μπορεί να μειωθεί ο φόρος ακόμη και αν υπολογίστηκε βάσει των τεκμαρτών εισοδημάτων. Αυτό φυσικά συμβαίνει δηλώνοντας δαπάνες διαβίωσης, τις γνωστές μας αποδείξεις, αλλά πλέον όχι για την πραγματική εισοδηματική εισροή, αλλά για αυτήν που προσδιορίστηκε αντικειμενικά. Αυτό σημαίνει ότι για να λάβει ο άνεργος την πλήρη ωφέλεια του νόμου σε μείωση του φόρου θα πρέπει να συγκεντρώσει και να δηλώσει αποδείξεις δαπανών διαβίωσης ως εξής: αν πχ το πραγματικό εισόδημα του είναι πχ 3.000 ευρώ, με τα ισχύοντα χρειάζεται το 25%, δηλαδή 3.000 Χ 25% = 750ευρώ αποδείξεων σε δαπάνες διαβίωσης. Αν όμως βάσει των περιουσιακών του στοιχείων υπολογισθεί ένα θεωρητικό εισόδημα πχ 13.000 ευρώ, τότε θα πρέπει να δηλώσει 13.000 Χ 25% = 3.250 ευρώ σε δαπάνες διαβίωσης.
Σε αυτό το θέμα, προστίθεται και ένα ερώτημα καίριο: που θα βρει κάποιος που βγάζει 3.000 ευρώ το χρόνο, 3.250 σε αποδείξεις; Και ακόμη πιο καίριο εφόσον είχε 3.000 ευρώ εισόδημα, που βρήκε τα επιπλέον 250 ευρώ; Αυτό το ερώτημα μπορεί να απαντηθεί με 2 τρόπους. Αρχικά η διαφορά, είτε μεγάλη είτε μικρή, δύναται να αιτιολογηθεί με την χρησιμοποίηση εισοδήματος παρελθόντων ετών.
Δηλαδή, τα προηγούμενα έτη αν από το δηλωθέν εισόδημα αφαιρέσουμε τις δηλωθείσες δαπάνες βρίσκουμε ένα καθαρό αποτέλεσμα έτους το οποίο θεωρητικά είναι ένα “κέρδος” ή μια αποταμίευση η οποία αν λειτουργήσει προσθετικά για πχ 5-6 χρόνια μπορεί να δημιουργεί ένα θεωρητικό πλεόνασμα στο φορολογούμενο το οποίο να αιτιολογεί την διαβίωση και να καλύπτει τα τυχόν τεκμήρια. Η δεύτερη περίπτωση είναι η δωρεά. Αυτό σημαίνει ότι κάποιο συγγενικό πρόσωπο, μπορεί να συνεισφέρει στη διαβίωση του ανέργου.
Αυτό το γεγονός για να νομιμοποιηθεί και να μπορεί πραγματικά να καλύψει τα τεκμήρια θα πρέπει να έχει δηλωθεί στην εφορία με μια δήλωση δωρεάς και να έχει επίσης πληρωθεί ο αναλογούν φόρος, συνήθως 10% αν πρόκειται για δωρητή συγγενή πρώτου βαθμού. Κάτι τέτοιο πρέπει να έχει γίνει μέσα στη χρήση και εφόσον είναι το πιο σύνηθες στην περίπτωση των ανέργων καλό είναι να υπολογίζεται ως πιθανή λύση για την κάλυψη τεκμηρίων.
Τέλος πρέπει να αναφέρουμε ότι με βάσει την περιουσία του ανέργου, λογίζονται και κάποιοι σταθεροί φόροι οι οποίοι δεν εξαρτώνται καν από το ύψος του εισοδήματος του και την εν γένει φοροδοτική του ικανότητα, όπως πχ το μέχρι σήμερα τέλος ΕΕΤΗΔΕ στα ακίνητα και ο αυριανός φόρος ακινήτων (ΕΝΦΙΑ) ο οποίο όμως προβλέπει κάποιες απαλλαγές για ομάδες ανέργων υπό προϋποθέσεις. Παρόμοια περίπτωση είναι και το τέλος κυκλοφορίας του αυτοκινήτου το οποίο χρεώνεται ανεξάρτητα από το εισόδημα κ.λ.π.
Προσφυγή στον έφορο της περιοχής
Πέραν όλων των “τρομακτικών” ως άνω συνθηκών θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι τίποτε από όλα αυτά δεν είναι τελεσίδικα, εκτός του ΕΕΤΗΔΕ και του τέλους κυκλοφορίας. Τα υπόλοιπα αναφερόμενα σε τεκμήρια είναι “μαχητά” δηλαδή ο φόρος που χρεώνεται μπορεί να μειωθεί ή και να μηδενιστεί με βάσει τις πραγματικές συνθήκες ζωής εφόσον ο άνεργος απευθυνθεί στον έφορο του όπου θα επικαλεστεί τα πραγματικά γεγονότα που οδηγούν σε μείωση των τεκμηρίων, όπως π.χ. την διαβίωση του σε συγγενή ως μη προστατευόμενο μέλος ή το γεγονός ότι λόγω ειδικών συνθηκών πραγματοποιήθηκαν μικρότερες αντικειμενικές δαπάνες.
Ειδικά ο μακροχρόνια άνεργος εγγεγραμμένος στον ΟΑΕΔ, ο οποίος έχει μηδενικά εισοδήματα από οποιαδήποτε πηγή μπορεί να διαγράψει πλήρως το φόρο που χρεώθηκε στο τεκμαρτό του εισόδημα. Αν όμως έχει έστω και ελάχιστα έσοδα π.χ. μερικά ευρώ από τόκους καταθέσεων η 2-3 μεροκάματα μέσα στο έτος, τότε θα φορολογηθεί με βάσει τα τεκμήρια του! Όσα μόλις περιγράψαμε πρέπει αφ’ ενός να συνοδεύονται από δικαιολογητικά, αλλά βασικότερα και αφ’ ετέρου είναι στην κρίση του εκάστοτε εφόρου για την αποδοχή της μείωσης ή της εξάλειψης του φόρου στον άνεργο.
Φέτος, τουλάχιστον για ειδικές ομάδες φορολογούμενων όπως πχ οι στρατευμένοι, οι φυλακισμένοι κ.λ.π. θα υπάρχει ειδικός κωδικός στη δήλωση εισοδήματος, ώστε με την εκκαθάριση να απαλλάσσονται από τα βασικά τεκμήρια διαβίωσης ώστε να μην υπάρχει ανάγκη να προχωρήσουν στην διαδικασία του μαχητού τεκμηρίου.
Αναδημοσίευση από http://www.moneyguru.gr/