«…Βγήκα όξω πολύ στενεμένος. Θαμπά ακόμα, δεν ήξερα πού να τραβήξω. Γκιζέραγα στα χαμένα. Κίναγε κόσμος εργατικός για τις δουλειές του. Ήθελα να ρωτήξω τον δρόμο για τη δουλειά, αλλά είχαν ρίξει το κεφάλι στο γκιόξι κι αρέντα. Ούτε να κρίνουν ήθελαν, ούτε να τους κρίνεις. Είδα μια κοπέλα φορεμένη καλά, σαν ξέγνοιαστη.
«Ω κοπέλα» της λέγω.
Δεν το τελείωσα, άρχισε ν’αραντεύει. Σχιάχτηκε από τεμένα, εγώ χαντακώθηκα.
Έκρινα σ’ένα παιδί. «Ω παιδί», του λέγω, «πώς θα πάω εκεί;»
«Έλα», μου λέει, «να σε πάω στο λεωφορείο. Είναι στο δρόμο μου. Από Αλβανία είσαι;»
«Ναι», αποκρίνομαι.
Φτάκαμεν στο λεωφορείο
«Εισιτήριο έχεις;»
«Όχι» του λέγω.
«Να σου δώσω εγώ ένα;»
« Να με σε ζημιώσω κιόλας.»
Μου λέει, «τι να λέει η δουλειά», μου δίνει το εισιτήριο.
«Πώς σε λένε παιδί» του λέω.
«Δημήτρη.»
«Ν’ακούω καλά τ’όνομά σου Δημήτρη.»
Χαμογέλασε, μου’γνεψε.
Μπήκα στο λεωφορείο, σαν καλύτερα ήμουν. Εκείνο το παιδί μου’ ριξε βάλσαμο…»
Σελίδες 115-116
Από το μυθιστόρημα του Σωτήρη Δημητρίου, «Ν’ακούω καλά τ’όνομά σου»
Εκδόσεις Κέδρος -1η Έκδοση 1993
Επιλογή αποσπάσματος : Ζωή Καπερώνη